"Η ιστορία προηγείται της σκέψης. Τη βλέπω πριν τη σκεφτώ."
Του Κώστα Αγοραστού
Το νέο βιβλίο της Λένας Κιτσοπούλου «Μεγάλοι Δρόμοι» (εκδ. Μεταίχμιο) κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες. Λιγότερο φαντεζί στη γραφή του, σε σχέση με το προηγούμενο, και με διάθεση να αποκρυπτογραφίσει καλύτερα την ανθρώπινη ψυχολογία, η Κιτσοπούλου συγκέντρωσε δέκα διηγήματα με άτυπο θεματικό άξονα τη φυγή.
Κάνατε εντυπωσιακή εμφάνιση με το πρώτο σας βιβλίο (Νυχτερίδες, εκδ. Κέδρος). Πολλοί όμως πιστεύουν ότι στο δεύτερο βιβλίο κρίνεται ο συγγραφέας. Συμμερίζεστε αυτή την άποψη;
Ναι. Σίγουρα όμως κάποιος και με την πρώτη φορά δείχνει αν έχει κάτι ενδιαφέρον να πει ή όχι, δεν είναι για πέταμα η πρώτη φορά. Ούτε ακυρώνεται η αξία ενός πράγματος επειδή δεν μπόρεσε να ξαναγίνει. Νόμίζω ότι κάθε φορά που εκτίθεσαι κρίνεσαι και σίγουρα έχει αξία η συνέχεια και η διάρκεια. Ο συγγραφέας και γενικά ο καλλιτέχνης κρίνεται νομίζω κάθε μέρα, κρίνεται από τον τρόπο που επιλέγει να ζήσει. Κρίνεται περισσότερο από τον τρόπο που περπατάει παρά από τον τρόπο που γράφει. Το γράψιμο είναι το τελευταίο. Είναι το γλέντι. Το υπόλοιπο είναι το ζόρι. Πως αντιλαμβάνεσαι τον κόσμο, την ζωή. Πόσο αντέχεις να είσαι δέκτης ακόμα και της ασχήμιας και του πόνου. Και φυσικά πόσο ικανά είναι τα μέσα που διαθέτεις, ώστε να κατασκευάσεις από όλα αυτά κάτι. Είναι σαν μηχανή του κιμά ο συγγραφέας. Κρέας, αίμα, τεμαχισμός κ.λ.π. Αν τώρα η μηχανή είναι από τους Κινέζους, θα χαλάσει. Αν είναι ακριβή και καλή θα σου μείνει.
Τι είναι αυτό που σας γοητεύει στα διηγήματα;
Η δύναμη του διηγήματος βρίσκεται στην συμπύκνωση, στο ότι η ζωή μπορεί να κάνει έναν κύκλο ολόκληρο ακόμα και μέσα σε λίγα λεπτά. Είναι κάτι που δεν έχει απαραίτητα αρχή και τέλος. Αν περπατήσεις μία μέρα στην Αθήνα θα ζήσεις καμιά δεκαριά διηγήματα. Ο ήρωας του διηγήματος έχει μία σκηνή να παίξει κι όμως αυτή η μία σκηνή είναι ικανή να μας αποκαλύψει το παρελθόν του και το μέλλον του. Είναι συγκινητικό. Όπως ένας δυνατός στίχος: ‘’ Αργά αργά, βαριά βαριά, σ’ ακούω στο σκοτάδι. Το κουρασμένο βήμα σου να σέρνεται. Κάθε βράδυ. Κάθε βράδυ’’. Δεν θέλεις κάτι παραπάνω από αυτό.
Στο σύντομο βιογραφικό σας, στο εσώφυλλο του βιβλίου, διαβάζω ότι γεννηθήκατε στην Αθήνα. Τα περισσότερα όμως διηγήματά σας διαδραματίζονται στην επαρχία με ήρωες χωριάτες. Πώς συνδέονται τα βιώματά σας με τους ήρωες των διηγημάτων σας;
Έχω καταγωγή από χωριό. Έχω περάσει σε χωριό τα παιδικά και εφηβικά μου καλοκαίρια. Οι συγγενείς μου είναι από επαρχία, οι μυρωδιές που με κατακλίζουν μέχρι σήμερα, είναι η πίτα που ψήνεται στον φούρνο, είναι η ταβέρνα και το κοψίδι, οι πρώτοι μου έρωτες ήτανε πάνω σε ράτζο με χαλασμένες σούστες. Πράσινο λάστιχο, πλαστικό τραπεζομάντηλο, κάψιμο από εξάτμιση στη γάμπα και νυφοπάζαρο στην παραλία με καλαμπόκι στο χέρι.
Στα διηγήματά σας, ψήγματα των ηρώων σας είναι και στοιχεία της δική σας ψυχοσύνθεσης;
Φυσικά. Για να γράψεις κάτι πρέπει να το έχεις δει. Για να το έχεις δει πραγματικά πρέπει και να το περιέχεις.
Πώς ξεκινάτε τη συγγραφή ενός διηγήματος; Σας επισκέπτεται ως έμπνευση η ιστορία, το αρχικό σενάριο ή ένα πρόσωπο με, δραματικό ενδιαφέρον το οποίο σας συναρπάζει και η ιστορία πλέκεται γύρω από αυτό;
Ξεκινάω χωρίς να ξέρω τίποτα. Μόλις βάλω την πρώτη φράση αρχίζει σιγά σιγά η ιστορία και με επισκέπτεται. Κάποια στιγμή η ιστορία προηγείται της σκέψης μου. Έχει κάτι το μαγικό αυτό. Την βλέπω πριν την σκεφτώ.
Στα διηγήματά σας η ιδέα, η σεναριακή δομή είναι πολύ ισχυρή. Σας απασχολεί περισσότερο το θέμα ή η γλώσσα;
Και τα δύο το ίδιο. Ξεκινάω όμως από την γλώσσα. Άμα βάλεις στο στόμα ενός ήρωα μία φράση, η γλώσσα του θα σε οδηγήσει και στην ζωή του, από την γλώσσα του θα δεις το σπίτι του.
Αγαπάτε τους ήρωές σας; Τους σκέφτεστε ξανά μόλις τυπωθούν στο χαρτί;
Αυτοί όλοι από την ώρα που έχουν τυπωθεί, έχουν υπάρξει κι όλας . Τους ξέρω. Οι ιστορίες τους είναι για μένα το ίδιο αληθινές όσο και οι αληθινές που έχω ζήσει.
Θα ήθελα να μείνουμε στο διήγημα “Ο Κατάθλας”, το ωραιότερο κατά τη γνώμη μου, της συλλογής. Πώς προέκυψε αυτός ο ήρωας;
Αυτός ξεκίνησε από μένα, από μια ανάγκη μου να στραφώ προς τα μέσα μου και όχι να γράψω μία ιστορία με δράση, ήθελα μια καθιστή ιστορία που να σκάβει μέσα και όχι να έχει απαράιτητα εικόνες ή ανατρεπτικά γεγονότα. Να είναι πιο εμμονική. Σιγά σιγά, άρχισαν να βγαίνουν όλοι αυτοί οι ψυχαναγκασμοί του ήρωα, τους οποίους ‘’ έκλεψα’’ από ιστορίες φίλων, που κατά καιρούς μου έχουν διηγηθεί. Συμπτώματα της κατάθλιψης κ.λ.π.
Η γραφή σας εκεί, σε στιγμές παραληρηματική και σε άλλες νωχελική, βαριεστημένη, ακολουθεί την ψυχολογία και τη σκέψη του ήρωά σας πολύ επιτυχημένα. Τι είναι αυτό που σας έλκει κάθε φορά στους οριακούς ανθρώπους, τους οποιους περιγράφετε;
Δυστυχώς δεν είναι οριακοί οι ήρωές μου. Είμαστε όλοι οριακοί, απλώς παίζουμε τους φυσιολογικούς. Στη ζωή, ο πιο φυσιολογικός τύπος είναι ίσως κάποιος ο οποίος δουλεύει σε ένα μαγαζί, έχει γυναίκα και παιδιά, είναι εργατικός, το Σάββατο βγαίνει έξω με τους φίλους του, αγαπάει την γυναίκα του και τα παιδιά του, τους φροντίζει, μετά βγαίνει στη σύνταξη, έχει κι ένα ωραίο εξοχικό, του αρέσει και το ψάρεμα. Αυτόν τον τύπο μπορεί μια μέρα να τον δεις κρεμασμένο από το ταβάνι του σπιτιού του.
Έχετε εμμονές; Το γράψιμο σας τις καλύπτει ή τις πολλαπλασιάζει;
Φυσικά και έχω εμμονές. Από μικρή ήθελα να συμβεί το αδύνατο. Ήθελα να σταματήσει ο χρόνος εκεί που εγώ ήθελα. Δεν νομίζω ότι χωρίς εμμονές μπορεί κάποιος να ασχολείται με τέτοια επαγγέλματα.Το γράψιμο μου δίνει την δυνατότητα να τις εκτονώνω εκεί και ευτυχώς όχι στη ζωή μου. Μου δίνει τον χώρο να φτάνω στα άκρα, να βουτάω χωρίς φόβο στα χειρότερα, να επιμένω και να σκαλίζω με τρέλλα χωρίς να φοβάμαι. Στη ζωή είμαι πιο ευγενική και πιο φοβισμένη.
Στους Μεγάλους Δρόμους θεωρώ ότι τα διηγήματα με μεγαλύτερη έκταση είναι πιο επιτυχημένα από τα υπόλοιπα. Σκέφτεστε το επόμενο βιβλίο σας να είναι μυθιστόρημα;
Ευχαριστώ που μου το λέτε, για κάποιον λόγο χαίρομαι, ίσως κι εγώ το πιστεύω. Δεν σκέφτομαι τίποτα. Ειλικρινά. Δεν σκέφτομαι αποτέλεσμα. Σκέφτομαι μόνο τη στιγμή που θα καθήσω να γράψω. Οτιδήποτε.
Ποιοι είναι οι συγγραφείς που αγαπάτε;
Είναι πολλοί. Ντοστογιέφσκι, Τσέχωφ, Γκαίτε, Καμύ. Κλασικά πράγματα, αθάνατα. Παπαδιαμάντης. Και ένα διηγήμά του να έχεις διαβάσει, έχεις κερδίσει μία επιπλέον ζωή.