Πέντε λεπτά με έναν συγγραφέα. Σήμερα, ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης, με αφορμή το μυθιστόρημά του «Πυθαγόρας» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Επιμέλεια: Book Press
Πώς ξεκινήσατε να γράφετε το μυθιστόρημά σας; Θυμάστε το αρχικό ερέθισμα;
Ξεκίνησα από τη βία που ξεχείλιζε στην τηλεόραση, κάθε φορά που μιλούσαν για τη Χρυσή Αυγή. Αντίστοιχα, το κόψιμο των γεφυριών μεταξύ των ανθρώπων, η απουσία διαλόγου και ο δογματισμός ήταν τα πρώτα ερεθίσματα τα οποία κλωθογύριζαν στον νου μου, γύρω από το κεντρικό θέμα.
Ποια είναι η αναλογία βιώματος και μυθοπλασίας στο βιβλίο σας; Προς τα πού θα λέγατε ότι «γέρνει η πλάστιγγα»;
Άπειρες μικρές σκηνές ή λόγια, μικρά στιγμιότυπα ή εικόνες τα έχω ζήσει. Αλλά το συνολικό σενάριο και η σύνδεσή τους, με σκοπό να φτάσω στην κορύφωση του τέλους, είναι δική μου επινόηση. Συνεπώς, η πλάστιγγα γέρνει προς τη μυθοπλασία που πήρε προσωπικά βιώματα και παραστάσεις από την τηλεόραση, χωνεμένες εμπειρίες αλλά και πολιτικές φρικαλεότητες, για να δημιουργήσει κάτι καινούργιο.
Πόσο νωρίς ή πόσο αργά γνωρίζατε το τέλος της ιστορίας σας;
Ήξερα την αρχή και το ιδεολογικό τέλος. Αλλά δεν είχα προδιαγράψει πώς θα τα συνδέσω. Πήγαινα βήμα βήμα, φούσκωνα τη ζύμη, έδινα ώθηση σκηνή τη σκηνή στην υπόθεση, ώσπου συνέλαβα κάπου στη μέση με ποια σκαλιά θα ορθώσω την κλίμακα μέχρι το μυθιστορηματικό τέλος. Στην ουσία έχτιζα τη γέφυρά μου μέσα στην ομίχλη, τοποθετώντας λιθαράκι λιθαράκι, ξέροντας απλώς ότι κάπου εκεί απέναντι είναι η άλλη όχθη…
Προσωπικά πιστεύω ότι ο συγγραφέας μπορεί να πάρει ένα «ασήμαντο» θέμα και να αναδείξει μέσω αυτού μια μεγάλη ατομική, κοινωνική ή πολιτική υπόθεση. Με άλλα λόγια, η λογοτεχνία ναι μεν ξεκινά από το χειροπιαστό, αλλά επαγωγικά ανάγεται σε κάτι ευρύτερο.
Κάποιοι λένε, «ένα μεγάλο βιβλίο, χρειάζεται ένα μεγάλο θέμα». Το πιστεύετε;
Αποδείξεις υπάρχουν και υπέρ και κατά αυτής της άποψης. Φανταστείτε να μιλούσα για την αδελφομαχία στον «Πυθαγόρα», χωρίς να έχω αναχθεί σε ένα κοινωνικοπολιτικό θέμα. Προσωπικά πιστεύω ότι ο συγγραφέας μπορεί να πάρει ένα «ασήμαντο» θέμα και να αναδείξει μέσω αυτού μια μεγάλη ατομική, κοινωνική ή πολιτική υπόθεση. Με άλλα λόγια, η λογοτεχνία ναι μεν ξεκινά από το χειροπιαστό, αλλά επαγωγικά ανάγεται σε κάτι ευρύτερο. Αν δεν φτάσει ή δεν φτιάξει το «μεγάλο», δεν θα ενδιαφέρει κανέναν, ενώ, αν δεν ξεκινήσει από το καθημερινό, θα είναι δοκίμιο κι όχι μυθοπλασία.
Ποιο θα λέγατε ότι είναι το βασικό θέμα στο δικό σας βιβλίο;
Πρόθεσή μου είναι να αναδείξω το ακροδεξιό άκρο, που αμαύρωσε τη δεκαετία του 2010. Οι άνθρωποι αυτοί, που συμμετείχαν ενεργά ή απλώς ψήφισαν τη Χρυσή Αυγή, ζούσαν δίπλα μας, κρατούσαν μια ύπουλη σιωπή, λ.χ. στις δημοσκοπήσεις, αλλά ήταν λαλίστατοι στις βίαιες πράξεις τους, στην οργή τους, στην εκδικητική τους συμπεριφορά, που έπλητταν και ντρόπιαζαν την ελληνική κοινωνία.
Έχετε συγγραφέα-πρότυπο, κάποιον που να θεωρείτε δάσκαλό σας;
Θα απαντήσω για το συγκεκριμένο βιβλίο. Μου έδωσε την καθοριστική ώθηση το μυθιστόρημα του Percival Everett H θεραπεία του νερού, ώστε να βρω το αυλάκι που χρειαζόμουν για να διοχετεύσω το νερό του μυαλού μου.
Πώς θα περιγράφατε τον ιδανικό αναγνώστη του βιβλίου σας;
Δεν είναι αυτός που θα καταλάβει τις προθέσεις μου. Αντίθετα, είναι αυτός που καλοπροαίρετα θα ξεχάσει ποιος είμαι, θα αγνοήσει την καταδίκη λ.χ. της Χρυσής Αυγής και θα συλλάβει τον δικό του κόσμο, όπως βεβαίως το ίδιο το κείμενο υπαγορεύει. Αυτός δηλαδή που θα δώσει στα λόγια μου μια ιδιαίτερη, καθολική και βαθιά δική του ερμηνεία.
Εκδίδοντας ένα βιβλίο και έτσι ευρισκόμενος στην άλλη όχθη του ποταμού, συνειδητοποίησα πώς λειτουργεί το εκδοτικό σύστημα, ποιους μηχανισμούς προώθησης του βιβλίου επιστρατεύει, πώς ένα έργο δεν τίθεται στην αδιαμεσολάβητη σχέση συγγραφέα και αναγνώστη, αλλά μεσολαβεί μια αλυσίδα διαφήμισης και διάχυσης.
Τι αισθανθήκατε όταν διαβάσατε την πρώτη κριτική για το μυθιστόρημά σας;
Ήμουν προετοιμασμένος ότι θα δεχόμουν κάθε προσέγγιση (και αντιμετώπιση) που θα ερχόταν. Ήμουν ταυτόχρονα περίεργος να δω πώς θα μου συστήσουν το βιβλίο μου. Όταν όμως διάβασα την κριτική του Χρίστου Παπαγεωργίου, ένιωσα ότι ακούω τη φωνή μου μέσω μαγνητοφώνησης και δεν την αναγνωρίζω. Κι αυτό συμβαίνει γιατί κάθε εξωτερική ματιά δείχνει στον συγγραφέα χρώματα και οπτικές γωνίες που δεν είχε συνειδητοποιήσει.
Έχει επηρεάσει η εμπειρία σας ως συγγραφέας το πώς βλέπετε τον ρόλο σας ως κριτικός λογοτεχνίας;
Ωραία ερώτηση. Εκδίδοντας ένα βιβλίο και έτσι ευρισκόμενος στην άλλη όχθη του ποταμού, συνειδητοποίησα πώς λειτουργεί το εκδοτικό σύστημα, ποιους μηχανισμούς προώθησης του βιβλίου επιστρατεύει, πώς ένα έργο δεν τίθεται στην αδιαμεσολάβητη σχέση συγγραφέα και αναγνώστη, αλλά μεσολαβεί μια αλυσίδα διαφήμισης και διάχυσης. Κατάλαβα με άλλα λόγια πώς λειτουργεί μια σειρά από γρανάζια, ώστε να αντιλαμβάνομαι και ως κριτικός πώς σκέφτονται οι εκδότες, πώς λειτουργεί η αγορά και πώς σκέφτονται οι άλλοι κριτικοί. Ίσως βέβαια συνέβη και το αντίθετο: η πείρα μου ως κριτικού καθόρισε και τη στάση μου ως συγγραφέα.
Πυθαγόρας
Γιώργος Περαντωνάκης
Καστανιώτης 2020
Σελ. 218, τιμή εκδότη €15,00