Συνέντευξη με τον Νίκο Βατόπουλο, με αφορμή την πρόσφατη έκδοση του βιβλίου του «Όπου και να ταξιδέψω» (εκδ. Μεταίχμιο), με το οποίο ο γνωστός δημοσιογράφος και συγγραφέας απλώνει το βλέμμα και τον φακό του πέρα από την Αθήνα, σε 24 ελληνικές πόλεις.
Της Στεφανίας Τζακώστα
Θα ξεκινήσω με μια φράση που μου έκανε εντύπωση. Λέτε πως η αστική περιήγηση είναι παράλληλα μια «διαδικασία ενηλικίωσης». Πώς το εννοείται;
Η αστική περιήγηση [...] είναι ένας τρόπος να καταλαβαίνεις όσα σε περιβάλλουν
Το βλέμμα εκπαιδεύεται. Η ματιά καλλιεργείται. Όλα εκπορεύονται από την πνευματική περιέργεια, γεννώνται από την ανάγκη να πας λίγο παρακάτω. Η αστική περιήγηση από μόνη της είναι ένας τρόπος να βλέπεις, να βιώνεις την εμπειρία της περιπλάνησης ως κάτι αναπόσπαστο από την προσωπική αυτοσυνειδησία απέναντι στην ιδέα του τόπου και στην ιδέα του χρόνου. Η διαδικασία ενηλικίωσης που προκύπτει από την αστική περιήγηση έχει ως προϋπόθεση την ικανότητα ελεύθερων συνειρμών, την ανάγκη να συνθέσεις και να επιχειρήσεις απρόβλεπτες συνάψεις. Είναι ένας τρόπος να καταλαβαίνεις όσα σε περιβάλλουν.
Τα κείμενα που περιγράφουν περιοχές και δρόμους της Αθήνας, αλλά και πόλεις της Ελλάδας, βγάζουν αγάπη, τρυφερότητα. Την Αθήνα, την Ελλάδα την αγαπήσατε μέσα από τις περιπλανήσεις σας, μέσα από τα ταξίδια ή η αγάπη σας «έσπρωξε» να γνωρίσετε καλύτερα όλα αυτά τα μέρη;
Στην Αθήνα γεννήθηκα και μεγάλωσα. Οπότε η ίδια η ύπαρξή μου συνδέεται με την πόλη. Μεγάλωνα τα χρόνια που η Αθήνα άλλαζε κάθε μέρα, αυτές οι εικόνες των πρώτων χρόνων με συνοδεύουν ακόμη. Την Αθήνα την αγαπάω από πάντα. Την παρατηρώ από παιδί και έχω πολύ πρώιμες εικόνες και αναμνήσεις. Ισως ήταν κάτι έμφυτο. Από την εφηβεία μου άρχισα να τη φωτογραφίζω και σταδιακά να την περπατώ σε ευρύτερη ακτίνα. Την υπόλοιπη Ελλάδα άρχισα να την ερευνώ πρόσφατα, αλλά από παιδί ταξιδεύαμε οικογενειακώς πολύ, σε νησιά αλλά και στην ηπειρωτική χώρα. Τα τελευταία χρόνια, όμως, παρακινούμενος από τη δουλειά που κάνω στους δρόμους και τις συνοικίες της Αθήνας, άρχισα συστηματικά να φωτογραφίζω και να εξερευνώ και τις υπόλοιπες πόλεις της χώρας. Είναι, για μένα, ένα ανοικτό πρότζεκτ, που δεν τελειώνει ποτέ, αφού κάθε μέρα κάτι καινούργιο μαθαίνω.
Όσοι δεν το έχουμε ζήσει, το έχουμε σαν μια οικεία εικόνα, σαν από ταινία: ένα παιδί στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου, με ανοιχτό παράθυρο να παρατηρεί, οι γονείς στα μπροστινά καθίσματα να συζητούν και αυτό να ρουφάει την κάθε στιγμή, την κάθε εικόνα. Αυτή την αίσθηση μου δίνετε στην εισαγωγή του βιβλίου σας. Μιλάτε για ανάγκη, επιθυμία να γράψετε αυτό το βιβλίο. Γιατί;
Θέλησα να μοιραστώ τα αισθήματα και τις σκέψεις που μου προκαλεί η περιήγησή μου στον αστικό κορμό της χώρας. Όλες αυτές τις αντιφατικές εικόνες, παρακμής και ομορφιάς, που συναντά κανείς παντού, σε μεγάλεις πόλεις ή χωριά, και που πάντα εμφανίζονται με πιεστικά ερωτήματα για το χθες, το τώρα και το αύριο. Με ενδιέφερε να κατανοήσω το σήμερα μέσα από τις στρώσεις του παρελθόντος και να προκαλέσω ένα άλλο βλέμμα πάνω σε όψεις της Ελλάδας με τις οποίες νομίζουμε ότι είμαστε εξοικειωμένοι. Είναι τρομακτικό πόσο λίγο πραγματικό ενδιαφέρον υπάρχει για την ιστορική παρακαταθήκη αλλά και εν γένει για τους κύκλους του χρόνου και όσα σπουδαία μπορεί να αποκομίσει κανείς μέσα από τις αναγνώσεις του τοπίου και το βλέμμα της αστικής γεωγραφίας.
Οι περισσότερες πόλεις της Ελλάδας λέτε πως είναι «παραμελημένες», «αγνοημένες», «υποτιμημένες», «σε απόσυρση». Πώς το μεταφράζετε αυτό;
Ταξιδεύοντας συνειδητά, πλέον, στην Ελλάδα διαπίστωσα πως υπήρχε μια κοινή συνθήκη: ένα παραμελημένο, υποτιμημένο και αγνοημένο κτιριακό απόθεμα που παραμένει εν υπνώσει ή σε λανθάνουσα κατάσταση. Ορισμένες φορές είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ. Εχω την αίσθηση ότι απουσιάζει από τον δημόσιο διάλογο το μεγάλο θέμα της αναδιάταξης των αστικών κέντρων. Πλην μεμονωμένων περιπτώσεων, και αυτές αποσπασματικές, δεν υπάρχει παραγωγή σκέψης και προβληματισμού για τις διαστρωματώσεις του αστικού πολιτισμού, έτσι όπως αυτές έχουν αφήσει το αποτύπωμά τους σε όλες ανεξαιρέτως τις ελληνικές πόλεις, μικρές ή μεγάλες, τουριστικές ή μη. Εχω μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τις πόλεις εκείνες που είναι έξω από τις τουριστικές διαδρομές, πόλεις, δηλαδή, που δεν είναι προορισμοί. Οι περισσότερες ελληνικές πόλεις, άλλωστε, δεν είναι τουριστικές, με την έννοια ότι δεν είναι πανελληνίως (ή και διεθνώς) γνωστές για τα αξιοθέατά τους, για τη γαστρονομία τους ή για την ιδιαίτερη ατμόσφαιρά τους. Αυτές οι πόλεις με ενδιαφέρουν περισσότερο. Και ανακάλυψα πως πόλεις όπως η Λάρισα, η Λαμία, η Δράμα ή η Τρίπολη έχουν τεράστιο ενδιαφέρον και με μεγάλη χαρά επιστρέφω κάθε φορά για να τις ανακαλύψω πιο βαθιά. Είναι εξόχως απογοητευτικός ο βαθμός της αδιαφορίας και της άγνοιας που έχουν πολλοί Ελληνες για τις ελληνικές πόλεις. Υπάρχει μια γενικευμένη απαξίωση, η οποία εντείνει το πρόβλημα και αποκαλύπτει το πόσο μακρύ δρόμο έχουμε να διανύσουμε για να μιλήσουμε για μια αστική αναγέννηση.
Πώς επιλέξατε τις συγκεκριμένες πόλεις που συμπεριλάβατε στο τελευταίο σας βιβλίο Όπου και να ταξιδέψω; Θα υπάρξει συνέχεια;
Ηθελα να προκαλέσω το βλέμμα και τη σκέψη, με πυκνά κείμενα προσωπικού ύφους για κάθε μία από τις πόλεις και να ανασύρω μνήμες αλλά και να γεννήσω εικόνες. Και προβληματισμό.
Εργάζομαι ήδη για τη συνέχεια. Είναι ένα ανοικτό εργαστήρι όλη αυτή η έρευνα. Οι πόλεις που επελέγησαν για το βιβλίο αυτό ήταν οι πόλεις για τις οποίες είχα νωπές εικόνες στο μυαλό μου. Ηταν δηλαδή πόλεις που είχα επισκεφθεί τα τελευταία 2-3 χρόνια και επειδή βρίσκονταν σε μια γεωγραφική διασπορά μπορούσαν να συστήσουν μία ενδεικτική εθνική αστική ανθολογία. Δεν υπάρχει αξιολογική επιλογή, αλλά μου αρέσει που περιλαμβάνεται η Ρόδος μαζί με την Κατερίνη και η Ερμούπολη μαζί με την Τρίπολη. Στο βιβλίο αυτό δεν υπάρχει το Ναύπλιο αλλά υπάρχει η Λαμία. Ηθελα να προκαλέσω το βλέμμα και τη σκέψη με πυκνά κείμενα προσωπικού ύφους για κάθε μία από τις πόλεις και να ανασύρω μνήμες αλλά και να γεννήσω εικόνες. Και προβληματισμό.
Διαβάζετε βιβλία για τις πόλεις που πρόκειται να επισκεφτείτε; Μελετάτε; Ερευνάτε; Ποια είναι η διαδικασία που ακολουθείτε;
Το πρώτο που κάνω είναι να καταλάβω την πόλη, εντελώς μόνος μου. Με μοναχικούς περιπάτους. Να νιώσω την πόλη, να τη μυριστώ. Φωτογραφίζω ό,τι με ενδιαφέρει στις θεματικές κατηγορίες που αναπτύσσω. Και παρατηρώ τα πάντα. Πολλές φορές έρχονται οι απαντήσεις μόνες τους, και πάντα διατυπώνονται ερωτήματα. Για ποιο λόγο, π.χ., σε μια γειτονιά έχουν μείνει πολλές μικρές κατοικίες ή γιατί σε ένα δρόμο υπήρχε έντονη ανοικοδόμηση μετά το 1990, κλ.π. Ερειπωμένες βιοτεχνίες, πολυκατοικίες του μοντερνισμού, μετασεισμικά ή προσφυγικά σπίτια, αστική ακμή και παρακμή, όλα αυτά είναι θέματα προς εξερεύνηση. Διαβάζω ό,τι μπορώ για τις πόλεις. Σε κάποιες από αυτές έχω πλέον φίλους και γνωστούς που με ξεναγούν και μου δίνουν διαρκώς εναύσματα και ερεθίσματα.
Σε παλαιότερη συνέντευξή σας στη στήλη μας «Πρόσωπα της ανάγνωσης» είχατε πει πως ο ορισμός του καλού βιβλίου είναι «να αδημονείς να συνεχίσεις την ανάγνωση. [...] Να είναι ο μοχλός που σε κάνει καλύτερο». Πιστεύετε πως και οι πόλεις μπορούν να «διαβαστούν« σαν ένα μεγάλο βιβλίο γεννώντας αντίστοιχα συναισθήματα; Σε ποιο βαθμό, με άλλα λόγια, η περιήγηση είναι μια ανάγνωση;
Η κατηγορία της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας ή των δοκιμίων αστικής γεωγραφίας είναι ένας κόσμος ολόκληρος. Η δική μου δουλειά έχει έντονο προσωπικό ύφος κυρίως ως προς την αφετηρία και τη στόχευση. Επιθυμώ να προκαλώ συνειρμούς στον αναγνώστη και να κάνει τις δικές του προβολές, να τον παρακινώ να δει πέρα από τις στερεότυπες αναγνώσεις και να του προσφέρω ένα κίνητρο να προχωρήσει πιο βαθιά στην κατανόηση των τόπων. Κατά μία έννοια ο καθένας μπορεί να συνδεθεί με ένα ανάγνωσμα που έχει θέμα την αστική περιπλάνηση. Η περιήγηση αγγίζει τα πάντα. Είναι αυτογνωσία και επιθυμία να δεις τη ζωή έξω από το κάδρο.
* Η ΣΤΕΦΑΝΙΑ ΤΖΑΚΩΣΤΑ είναι δημοσιογράφος.