Η διάσημη τριλογία του Paul Auster για την Νέα Υόρκη.
Του Γιώργου Βέη
Διάβασα απνευστί το έργο αυτό στo πρωτότυπο, εκεί ακριβώς που γράφτηκε, δηλαδή στη Νέα Υόρκη, όπου ζούσα κι εργαζόμουν όλη σχεδόν τη δεκαετία του 1980. Αν μη τι άλλο το τριμερές αυτό μυθιστόρημα, άριστα συγκερασμένο, με διαβεβαίωσε, μεταξύ άλλων, για την ύπαρξη μιας απώτερης υφής στη Μητρόπολη του Νέου Κόσμου, όπου το φαντασιακό και το μεταφυσικό μπορούν θαυμάσια να συνυπάρχουν, μεταξύ άλλων, δίπλα ακριβώς στα τεκμήρια της πλέον αναμφισβήτητης, της αδιάσειστης πραγματικότητας του συνεπούς με τον εαυτό του εμπορίου, της αυστηρής χρηματιστηριακής συναλλαγής και του εξορθολογισμού πλείστων συμπεριφορών.
Ο συγγραφέας, ο οποίος συνειδητά κρύβεται πίσω από το ψευδώνυμό του, γράφοντας αστυνομικές ιστορίες και υποδύεται τον ντετέκτιβ Paul Auster, με τον οποίο ουδόλως συνδέεται, συνιστά έναν τυπικό ήρωα του διακεκριμένου μυθιστοριογράφου, ο οποίος, ως γνωστόν, εγγυημένα υπάρχει, ήτοι του αληθινού Paul Auster, που γεννήθηκε το 1947 στο σκυθρωπό Νιούαρκ της Πολιτείας του Νιου Τζέρσεϊ των Η.Π.Α. και γράφει έως σήμερα ό,τι του εμπιστεύεται το καθόλα υπαρκτό ταλέντο του.
Ο χώρος εξαϋλώνεται. Η πολύβουη Νέα Υόρκη καθίσταται το όνειρο της απόλυτης αυτολύτρωσης
Ο υποτιθέμενος ντετέκτιβ παρακολουθεί στη συνέχεια με ιδιάζουσα επιμονή και υπομονή έναν ηλικιωμένο κύριο. Καταγράφοντας λεπτομερώς τις κινήσεις του σε διάφορα σημεία του Μανχάταν, σχηματίζει έναν κύκλο ενδεχομένων κωδικοποιημένων μηνυμάτων, τα οποία απαιτούν την άμεση αποκωδικοποίησή τους. Εκτός κι αν πρόκειται για όψεις και γωνίες ενός παλίμψηστου ιερατικού κειμένου μιας χαμένης φυλής όντων, η οποία κατοίκησε το Μανχάταν σε μια άλλη διάσταση του πραγματικού. Κι αυτό είναι ένα μόνο ενδεχόμενο. Θα μπορούσε δηλαδή να υποθέσει κανείς ότι συν τοις άλλοις πρόκειται για μια γραφική επίλυση μιας αδύνατης έως σήμερα μαθηματικής εξίσωσης. Αφήνοντας πίσω του ό,τι τον απασχολεί, ο ψευδο- Paul Auster μετατρέπεται εν ολίγοις σ΄ έναν ακοίμητο οφθαλμό, ο οποίος επείγεται να απορροφήσει το παν. Η επακόλουθη απώλεια της ταυτότητας του παρατηρητή μέσα στην πληθώρα των ειδώλων και στη δαψίλεια των εναντιωματικών παραστάσεων είναι ικανή να του χαρίσει, έστω προσωρινά, ένα αίσθημα άφατης γαλήνης. Το παν προοδευτικά καταλήγει να σωρευτεί σε μια Μονάδα, σε μια μόνον εστία ερευνών. Και το Ένα εκφυλίζεται ανέκκλητα, την κατάλληλη στιγμή, σε αδιαφιλονίκητο Μηδέν. Η καταβύθιση του εγώ στο αδυσώπητο άλλο αποτελεί προοίμιο μιας ωκεάνιας αίσθησης, μιας πληρότητας μέσα στη συμπαντική Ύπαρξη. Ο χώρος εξαϋλώνεται. Η πολύβουη Νέα Υόρκη καθίσταται το όνειρο της απόλυτης αυτολύτρωσης. Ο ανιχνευτής εντοπίζει εν τέλει το νόημα του είναι. Και παύει να ανησυχεί: ο κόσμος είναι όντως αλλού. Ο κατ΄ αρχήν αδιανόητος αυτός χαρακτήρας, ο οποίος εν τέλει μας πείθει για την ειλικρινή του σωματικότητα, θα μπορούσε κάποια στιγμή να μας εξομολογηθεί κι αυτός, σα να απαγγέλλει μάλιστα ένα διάσημο χωρίο από την πλατωνική Πολιτεία, ότι πράγματι «στ΄ αλήθεια δεν ξέρω ακόμα, ωστόσο όπου μας σπρώξει σαν φύσημα ανέμου ο λόγος κατά ΄κει πρέπει να τραβήξουμε». (Βλ. τη μετάφραση του Ν. Μ. Σκουτερόπουλου στις εκδόσεις «Πόλις»). Το βιβλίο τελειώνει, αλλά δεν (φαίνεται) να περαιώνεται. Το οξύμωρο συμβολοποιεί το τιμαλφές του αδυνάτου που μπορεί να ορίσει την ευτυχία. Ο κόσμος των Ιδεών φαντάζει επιτέλους απτός, εξαιρετικά βατός. Σαν το ποίημα ενός μύστη.
Paul Auster
|
Αντιλαμβάνεται κανείς από τις πρώτες κιόλας σελίδες του καθόλα συναρπαστικού αυτού έργου, ότι η πλήρης απόλαυσή του, από σελίδα σε σελίδα, δεν προϋποθέτει κατ΄ ανάγκην την εξοικείωσή του με αλλοδαπούς δόκιμους δημιουργούς, όπως είναι π.χ. ο Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ ή με εμβληματικούς συμπατριώτες του Paul Auster, βετεράνους της ανιχνευτικής φιλολογίας, όπως είναι φέρ΄ ειπείν ο Ντάσιελ Χάμετ, ο Ρέιμοντ Τσάντλερ, ο Ρος ΜακΝτόναλντ ή έστω ο ομολογούμενος δάσκαλος του Έλμορ Λέναρντ, εννοώ βεβαίως εδώ τον Τσαρλς Γουίλφορντ. Οι πλάγιες αναφορές στον μακρινό, αλλά ισχυρό φιλολογικό πρόγονο, ήτοι στον Ναθάνιελ Χώθορν, από τον διηγητικό μεγάκοσμο του οποίου ο Paul Auster δανείζεται με άνεση πρόσωπα, τα οποία αρκούνται να περιορίζονται, αυτοεξόριστα και αμετανόητα μονήρη, σ΄ ένα και μόνον δωμάτιο, στην ίδια πάντα γειτονιά, δηλώνουν προφανώς μια από τις αφετηρίες των δεδομένων μυθιστορηματικών τρόπων. Θα πρόσθετα ότι και εδώ η νιτσεϊκή στρατηγική της ανατρεπτικής θέασης του κόσμου έχει επίσης συμβάλλει κατά πολύ στη διαμόρφωση της εν λόγω κειμενικής στρατηγικής, την οποία φαίνεται να έχει ασπασθεί ασμένως και εγκαίρως ο Paul Auster. Παραβάλλω για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής κατά λέξη τα εξής, από τη Θέληση για δύναμη του Φρίντριχ Νίτσε των εκδόσεων «Νησίδες»: «Τα δεδομένα είναι ακριβώς αυτό που δεν υπάρχει, υπάρχουν μόνον ερμηνείες [...] Στο σημείο από το οποίο ξεκινά η άγνοιά μας, εκεί απ΄ όπου δεν διακρίνουμε πιο πέρα, τοποθετούμε μια λέξη, π.χ. τη λέξη «Εγώ», τη λέξη «Πράττω», τη λέξη «Υφίσταμαι» -αυτές αποτελούν ίσως τον ορίζοντα της γνώσης μας, μα δεν είναι απαραίτητα "αλήθειες"».
Η προσεκτική ανάγνωση της Τριλογίας της Νέας Υόρκης θα εντοπίσει επίσης τους άφθονους καφκικούς απόηχους, την αγωνία του λεκτικού ρεαλισμού, τη διαρκή αναζήτηση της ιδανικής αποτύπωσης των δρώμενων
Η προσεκτική ανάγνωση της Τριλογίας της Νέας Υόρκης θα εντοπίσει επίσης τους άφθονους καφκικούς απόηχους, την αγωνία του λεκτικού ρεαλισμού, τη διαρκή δηλαδή αναζήτηση της ιδανικής αποτύπωσης των δρώμενων στο κόκκινο σημειωματάριο των παθών κάποιων ατόμων, τα οποία ζουν μόνον όταν γράφουν, σε συνδυασμό πάντα με τις καθαρά αντισυμβατικές, αντι-αστυνομικές γραμμές ανάπτυξης του αφηγηματικού σχεδίου, αλλά και την έντονη επίδραση του νομπελίστα Έρνεστ Χέμινγουεϊ, στην υφολογική απόκλιση του οποίου εμμέσως πλην σαφώς αποτίεται φόρος τιμής από την Τριλογία της Νέας Υόρκης. Δεν είναι τυχαίο δηλαδή ότι πολύ σπάνια ο χειριστής της αγγλικής γλώσσας θα καταφύγει στο λεξικό για κάποια άγνωστη λέξη. Η συστηματική χρήση ενός απλούστατου, ενός απολύτως ευκρινούς γλωσσικού ιδιώματος, η υιοθέτηση μιας πρότασης ανόθευτης από κάθε διηγητική εκτροπή, την οποία θα συνιστούσε αντιθέτως, σε κρίσιμες διακυμάνσεις της πλοκής, ο άλλος νομπελίστας, ο Ουίλιαμ Φώκνερ, όντας, ως γνωστόν, στον αντίποδα της συγγραφικής πολιτικής του Έρνεστ Χέμινγουεϊ, καθιστούν την περιήγηση στο συγκεκριμένο τοπίο του αληθινού Paul Auster απρόσκοπτη, άκρως δελεαστική και φυσικά αξέχαστη.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι πρέσβης επί τιμή και ποιητής.
Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή ταξιδιωτικών κειμένων «Εκεί» (εκδ. Κέδρος).
Η τριλογία της Νέας Υόρκης
Γυάλινη πόλη-Φαντάσματα-Το κλειδωμένο δωμάτιο
Paul Auster
Μτφρ. Σταυρούλα Αργυροπούλου
Μεταίχμιο 2014
Σελ. 432, τιμή € 16,60