Προδημοσίευση από τη νουβέλα «Σαραζίν» του Ονορέ ντε Μπαλζάκ, σε μετάφραση-επίμετρο του Κώστα Κατσουλάρη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Στερέωμα.
Επιμ. Λεωνίδας Καλούσης
«Ήμουν βυθισμένος σε βαθιά ονειροπόληση, από αυτές που κυριεύουν όλους τους ανθρώπους, ακόμη και τους πιο ρηχούς, εν μέσω των πιο πολύβουων γιορτών. Στο ρολόι του Ελυζέ-Μπουρμπόν, είχαν μόλις σημάνει μεσάνυχτα. Καθισμένος στο άνοιγμα ενός παραθύρου, κρυμμένος πίσω από τις πλούσιες πτυχώσεις μιας κουρτίνας από μουαρέ ύφασμα, μπορούσα να ατενίζω με την άνεσή μου τον κήπο του μεγάρου όπου περνούσα τη βραδιά μου. Τα μισοσκεπασμένα με χιόνι δέντρα με δυσκολία ξεχώριζαν από το γκριζωπό φόντο του συννεφιασμένου ουρανού που άσπριζε ελαφρά στο φεγγαρόφωτο. Μέσα σ' αυτή την εξωπραγματική ατμόσφαιρα, έμοιαζαν κάπως με φαντάσματα τυλιγμένα βιαστικά στα σάβανά τους, κάτωχρες μορφές ενός γιγαντιαίου χορού των νεκρών. Έπειτα, στρεφόμενος προς την άλλη πλευρά, μπορούσα να θαυμάσω τον χορό των ζωντανών: μια πολυτελής αίθουσα με επένδυση από ασήμι και χρυσό στους τοίχους, με λαμπερούς πολυέλαιους, που αστραποβολούσε από τα κεριά. Εκεί συνωθούνταν, ζουζούνιζαν και πεταλούδιζαν οι ωραιότερες γυναίκες του Παρισιού, οι πλουσιότερες, με τους πιο ηχηρούς τίτλους τιμής, απαστράπτουσες, μεγαλοπρεπείς, εκθαμβωτικές μέσα στα διαμάντια τους, στολισμένες με λουλούδια στο κεφάλι, στο στήθος, στα μαλλιά, στα φορέματά τους ή σε γιρλάντες στα πόδια τους. Ανεπαίσθητα ρίγη χαράς, αισθησιακά λικνίσματα έκαναν τις δαντέλες, τα ανοιχτόχρωμα μεταξωτά, τις μουσελίνες να συστρέφονται γύρω από τις κομψές λαγόνες τους. Διάπυρα βλέμματα στραφτάλιζαν εδώ κι εκεί, επισκίαζαν τα φώτα, τη λάμψη των διαμαντιών, διεγείροντας ακόμη περισσότερο τις πιο φλογερές καρδιές. Μπορούσε επίσης κανείς να διακρίνει νεύματα όλο νόημα για τους εραστές, και φερσίματα περιφρονητικά για τους συζύγους. Τα ξεσπάσματα των παιχτών, σε κάθε γύρισμα της τύχης, το κουδούνισμα των χρυσών νομισμάτων, ανακατεύονταν με τη μουσική, με το μουρμουρητό των συζητήσεων· οι αναθυμιάσεις των αρωμάτων και η γενική κατάσταση μέθης ερέθιζαν την ξέφρενη φαντασία κι οδηγούσαν σε ολοκληρωτική χαύνωση ένα πλήθος παραζαλισμένο απ' όλα τα θέλγητρα του κόσμου. Στα δεξιά μου, λοιπόν, η ζοφερή και σιωπηλή εικόνα του θανάτου· στα αριστερά μου, οι κόσμιες βακχείες της ζωής. Από τη μία, η ψυχρή, σκυθρωπή, πενθούσα φύση· από την άλλη, οι ευθυμούντες άνθρωποι. Κι εγώ, στο σύνορο ανάμεσα σε δυο τόσο ανόμοιους ζωντανούς πίνακες που επαναλαμβάνονται χιλιάδες φορές με ποικίλους τρόπους κι αναδεικνύουν το Παρίσι στην πιο συναρπαστική και συνάμα την πιο φιλοσοφική πόλη του κόσμου, συνέθετα ένα μωσαϊκό συλλογισμών, κατά το ήμισυ ευχάριστο, κατά το ήμισυ πένθιμο. Χτυπούσα το αριστερό πόδι στον ρυθμό της μουσικής, κι ένιωθα σαν να είχα το άλλο στο φέρετρο.
[....]»
Απόσπασμα από το επίμετρο του Κ. Κατσουλάρη
Σαραζίν: το αίνιγμα της ετερότητας
Η νουβέλα Σαραζίν, ένα από τα πιο πυκνά σε εικόνες και νοήματα μυθοπλαστικά κείμενα του Μπαλζάκ, αποτελεί διακριτή στιγμή στο έργο του και σηματοδοτεί το πέρασμα από την πρώιμη στην πλέον ώριμη περίοδό του. Υποτιμημένη αρχικά από τον ίδιο, που φαίνεται πως δεν ήξερε σε ποια ακριβώς ενότητα να την εντάξει, αλλά και από την κριτική για περισσότερο από έναν αιώνα –δεν αποτελούσε «τυπικό» μπαλζακικό αφήγημα και η κεντρική ιστορία του, ο τραγικός έρωτας ενός ταλαντούχου γλύπτη για έναν καστράτο στην Ιταλία του 18ου αιώνα, μάλλον προκαλούσε αμηχανία–, αναδείχτηκε σε ένα από τα πιο σχολιασμένα κείμενα του συγγραφέα στο δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα. Σήμερα, οι κριτικοί ομονοούν ότι συγκαταλέγεται στα πλέον μοντέρνα έργα του, τόσο στη δομή όσο και στον πλούτο των θεματικών που αναπτύσσει, και συνεχίζει να προκαλεί νέες ερμηνείες, προερχόμενες από τους χώρους της λογοτεχνικής θεωρίας, των έμφυλων σπουδών, της ανάλυσης των τεχνών κ.ά. Πάνω απ' όλα, όμως, ο Σαραζίν παραμένει ένα κείμενο απολαυστικό στην ανάγνωση, που εντυπωσιάζει με την κατασκευαστική αρτιότητα και με την πολυσημία του, ένα γοητευτικό αίνιγμα για τις πολλαπλές ταυτότητες του σύγχρονου ανθρώπου και την αμφίδρομη σχέση του καλλιτέχνη με το έργο του.