Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα του Rafael Chirbes Στην άκρη του γκρεμού (μτφρ. Βασιλική Κνήτου), που κυκλοφορεί προσεχώς από τις εκδόσεις Κέδρος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
1. Το εύρημα
26 Δεκεμβρίου 2010
Ο πρώτος που είδε το ψοφίμι είναι ο Αχμέτ Ουαλαχί.
Από τότε που έκλεισε το ξυλουργείο ο Εστέμπαν, πάει μήνας τώρα, ο Αχμέτ κάνει κάθε πρωί βόλτα στη μαρίνα. Ο φίλος του ο Ρασίντ τον πηγαίνει με το αυτοκίνητο μέχρι το εστιατόριο όπου δουλεύει ως βοηθός κουζίνας και ο Αχμέτ περπατάει από κει μέχρι τη γωνιά του βάλτου όπου στήνει το καλάμι του και πετάει τα δίχτυα. Του αρέσει να ψαρεύει στο βαλτοτόπι, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα και τους αστυνομικούς. Όταν κλείνει η κουζίνα στο εστιατόριο – στις τρεις και μισή το απόγευμα –, ο Ρασίντ πηγαίνει και τον βρίσκει και καθισμένοι καταγής, στη σκιά απ’ τις καλαμιές, τρώνε πάνω σ’ ένα τραπεζομάντιλο στρωμένο στο γρασίδι. Τους ενώνει η φιλία τους, αλλά συγχρόνως εξυπηρετούν ο ένας τον άλλο. Πληρώνουν μισή μισή τη βενζίνη για το παλιό Φορντ Μοντέο του Ρασίντ, που το αγόρασε σε τιμή ευκαιρίας, δίνοντας λιγότερα από χίλια ευρώ, αλλά τελικά αποδείχτηκε σκέτη καταστροφή, γιατί, απ’ ό,τι λέει, ρουφάει τη βενζίνη όπως οι Γερμανοί την μπίρα. Απ’ το Μισέντ ως το εστιατόριο η απόσταση είναι δεκαπέντε χιλιόμετρα, που σημαίνει ότι με το πηγαινέλα το αυτοκίνητο θέλει τρία λίτρα τη μέρα. Με ένα τριάντα που έχει το λίτρο, φτάνουμε στα τέσσερα ευρώ τη μέρα μόνο για τα καύσιμα, εκατόν είκοσι το μήνα, κι αυτά από ένα μισθό που μόλις και μετά βίας φτάνει τα χίλια ευρώ – αυτός είναι ο λογαριασμός που έκανε ο Ρασίντ στον Αχμέτ (μάλλον βέβαια υπερβάλλει λιγάκι), γι’ αυτό ο Αχμέτ δίνει στον φίλο του δέκα ευρώ τη βδομάδα για τα μεταφορικά. Αν έβρισκε δουλειά, θα έβγαζε το δίπλωμά του και θα αγόραζε δικό του αυτοκίνητο. Τώρα, με την κρίση, είναι εύκολο να βρεις μεταχειρισμένα αμάξια και φορτηγάκια σε γελοίες τιμές, άλλο θέμα τι απόδοση θα έχουν μετά: αυτοκίνητα που οι άνθρωποι αναγκάστηκαν να τα ξεφορτωθούν πριν τους τα πάρει η τράπεζα, φορτηγάκια από εταιρίες που φαλίρισαν, τροχόσπιτα, αγροτικά, η εποχή είναι γεμάτη ευκαιρίες για όποιον μπορεί να επενδύσει κανένα ευρώ αγοράζοντας κοψοχρονιά. Αυτό που δεν ξέρεις είναι ποια δυσάρεστη έκπληξη σου φυλάνε μετά αυτά τα κελεπούρια. Υπερβολική κατανάλωση καυσίμων, εξαρτήματα που πρέπει να τα αλλάξεις ύστερα από λίγο καιρό, αξεσουάρ που χαλάνε και μόνο που τα κοιτάζεις. Το φτηνό σού βγαίνει τελικά ακριβό, γκρινιάζει ο Ρασίντ καθώς πατάει το γκάζι. Να, τώρα ξοδέψαμε μεμιάς μισό λίτρο. Γελάνε. Η κρίση κάνει κουμάντο παντού. Όχι μονάχα στους ανθρώπους των κατώτερων τάξεων. Και οι επιχειρήσεις έχουν φαλιρίσει, ή τουλάχιστον κοντεύουν να φαλιρίσουν. Τέσσερα χρόνια πριν ο αδερφός του Ρασίντ δούλευε σε μια αποθήκη υλικών που είχε εφτά φορτηγά κι άλλους τόσους οδηγούς. Τώρα τους έχουν απολύσει όλους και τα φορτηγά μένουν σταθμευμένα στο τσιμεντένιο πάρκινγκ πίσω απ’ την αποθήκη. Όταν έχουν να κάνουν κάποια μεταφορά, παίρνουν έναν οδηγό που τον πληρώνουν με την ώρα, αυτός κάνει τη δουλειά με το δικό του φορτηγό, πληρώνεται τοις μετρητοίς, τόσο την ώρα, τόσο το χιλιόμετρο, και μετά μένει πάλι κρεμασμένος στο κινητό του να περιμένει κλήση, με τα χέρια σταυρωμένα ως την επόμενη παραγγελία. Ο Αχμέτ κι ο Ρασίντ μιλάνε για τα κέρδη που θα έβγαζαν αν αγόραζαν μεταχειρισμένα αυτοκίνητα και τα μεταπουλούσαν στο Μαρόκο.
Το εστιατόριο όπου δουλεύει ο Ρασίντ είναι στο τέλος της λεωφόρου Λα Μαρίνα, που στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ένας αυτοκινητόδρομος παράλληλος με την ακτή, που απλώνεται πίσω από την πρώτη σειρά σπιτιών και διασχίζει την αστική ζώνη επί είκοσι περίπου χιλιόμετρα, από το Μισέντ ως το πρώτο κανάλι εκροής του βάλτου. Ο Αχμέτ περπατάει στο χαντάκι πλάι στο δρόμο για ένα περίπου χιλιόμετρο προκειμένου να φτάσει στο μέρος όπου ψαρεύει. Έχει το καλάμι του στον ώμο, το δίχτυ δεμένο στη μέση, κάτω από το μπουφάν της αθλητικής του φόρμας, και στην πλάτη ένα καλάθι κρεμασμένο από δυο λουριά, σαν σακίδιο. Τρία χρόνια πριν γίνονταν άπειρα έργα σ’ αυτό το κομμάτι της λεωφόρου Λα Μαρίνα. Κι από τις δυο πλευρές του δρόμου έβλεπες σωρούς από μπάζα, τον ένα μετά τον άλλο, και κτίρια σε διάφορες φάσεις ανέγερσης: οικόπεδα γεμάτα μηχανήματα, άλλα όπου οι εκσκαφείς είχαν αρχίσει κιόλας να ανοίγουν θεμέλια, βγάζοντας σωρούς κοκκινωπό χώμα, ενώ σε κάποια οι μπετονιέρες έριχναν ήδη τσιμέντα. Έβλεπες κολόνες απ’ όπου εξείχαν σιδερένιες ράβδοι, υποστυλώματα, σιδερένια πλέγματα, παλέτες με τούβλα, σωρούς άμμου, σακιά με τσιμέντο. Και παντού πηγαινοέρχονταν ομάδες οικοδόμων. Κάποιες οικοδομές, στις οποίες είχαν ολοκληρωθεί τα έργα, ήταν καλυμμένες με σκαλωσιές όπου ανεβοκατέβαιναν μπογιατζήδες, ενώ γύρω τους διάφοροι άντρες σκάλιζαν, έφτιαχναν κήπους, φύτευαν δέντρα –μεγάλες ελιές, φοινικιές, πεύκα, χαρουπιές– και θάμνους από κείνους που οι τουριστικοί οδηγοί περιγράφουν ως χαρακτηριστικούς της διακοσμητικής χλωρίδας της Μεσογείου – πικροδάφνες, γιασεμιά, νυχτολούλουδα, γαριφαλιές, τριανταφυλλιές –, έβαζαν γλάστρες με αρωματικά βότανα – θυμάρι, ρίγανη, δεντρολίβανο, φασκόμηλο. Στους δρόμους που εξυπηρετούσαν την περιοχή πηγαινοέρχονταν ασταμάτητα φορτηγά που μετέφεραν φοινικιές, εκατόχρονες ελιές που μόλις και μετά βίας χωρούσαν στις τεράστιες γλάστρες στις οποίες τις μετέφεραν, ή θαλερές χαρουπιές. Η ατμόσφαιρα αντηχούσε απ’ τον μεταλλικό ήχο των οχημάτων που κουβαλούσαν τα υλικά οικοδομών, το βόμβο των κοντέινερς για τα μπάζα, των φορτοεκφορτωτών, το θόρυβο από τις νταλίκες που μετέφεραν εκσκαφείς, απ’ τις μπετονιέρες. Όλα μαζί θύμιζαν πολύβουο μελίσσι.
[...]