Προδημοσίευση από τη νουβέλα του Gaito Gazdanow, Το φάντασμα του Αλεξάντρ Βολφ, σε μετάφραση της Ελένης Μπακοπούλου και επίμετρο του Χρήστου Αστερίου, που κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Αντίποδες.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Από όλες μου τις ενθυμήσεις, από τα άπειρα βιώματα της ζωής μου, η πλέον οδυνηρή ανάμνηση ήταν εκείνη του μοναδικού φόνου που είχα διαπράξει. Από τη στιγμή που συνέβη, δεν θυμάμαι μέρα που να μην ένιωσα λύπη γι’ αυτό. Καμιά τιμωρία δεν με απείλησε ποτέ, καθώς είχε συμβεί κάτω από πολύ ιδιάζουσες συνθήκες και ήταν ολοφάνερο ότι δεν μπορούσα να πράξω διαφορετικά. Επιπλέον, κανένας άλλος εκτός από μένα δεν το ήξερε. Ήταν ένα από τα αναρίθμητα επεισόδια του εμφυλίου πολέμου· στη γενική εξέλιξη των τότε γεγονότων, θα μπορούσε να εκληφθεί ως ασήμαντη λεπτομέρεια, πόσο μάλλον που στα λίγα λεπτά και δευτερόλεπτα που προηγήθηκαν του επεισοδίου, η έκβασή του απασχόλησε μόνον εμάς τους δύο – εμένα κι ακόμα έναν άγνωστό μου άντρα. Μετά έμεινα μόνο εγώ. Κανένας πια δεν εμπλεκόταν σ’ αυτό.
Από όλες μου τις ενθυμήσεις, από τα άπειρα βιώματα της ζωής μου, η πλέον οδυνηρή ανάμνηση ήταν εκείνη του μοναδικού φόνου που είχα διαπράξει.
Δεν θα μπορούσα να περιγράψω επακριβώς τι είχε συμβεί μέχρι εκείνη τη στιγμή, διότι τα πάντα διαδραματίζονταν μέσα στο θολό κι ακαθόριστο πλαίσιο που χαρακτηρίζει όλες σχεδόν τις μάχες κάθε πολέμου, όπου οι συμμετέχοντες συνειδητοποιούν λιγότερο από όλους τι πραγματικά συμβαίνει. Ήταν καλοκαίρι, στο νότο της Ρωσίας· είχαν περάσει τέσσερα εικοσιτετράωρα αδιάκοπης και άτακτης μετακίνησης στρατευμάτων, που συνοδευόταν από ανταλλαγή πυρών και διαρκείς αψιμαχίες. Είχα χάσει εντελώς την αίσθηση του χρόνου, δεν ήξερα πού ακριβώς βρισκόμουν εκείνη τη στιγμή. Θυμάμαι μόνον ένα αίσθημα, που θα μπορούσε να γεννηθεί και σε άλλες συνθήκες, αίσθημα πείνας, δίψας και εξουθενωτικής κούρασης· είχα να κοιμηθώ δυόμιση νύχτες. Επικρατούσε δυνατός καύσωνας, στην ατμόσφαιρα αιωρούνταν μια ασθενής μυρωδιά καπνού· εδώ και μια ώρα είχαμε βγει από το δάσος, που η μια πλευρά του καιγόταν, κι εκεί που δεν έφτανε το φως του ήλιου σερνόταν αργά μια θεόρατη κιτρινωπή σκιά. Ήθελα απεγνωσμένα να κοιμηθώ, μου φαινόταν ότι η μεγαλύτερη ευτυχία που μπορεί να υπάρξει είναι να σταματήσω, να ξαπλώσω στο πυρπολημένο χορτάρι και να κοιμηθώ αυτοστιγμεί, ξεχνώντας εντελώς τα πάντα γύρω μου. Όμως ακριβώς αυτό ήταν που δεν επιτρεπόταν να κάνω, και συνέχιζα να βαδίζω μέσα στην καυτή και υπνωτική καταχνιά, καταπίνοντας αραιά και πού το σάλιο μου και τρίβοντας πότε πότε τα ερεθισμένα από την αϋπνία και την κάψα μάτια μου. Θυμάμαι ότι κάποια στιγμή, που διασχίζαμε ένα δασάκι, ακούμπησα για ένα δευτερόλεπτο, όπως μου φάνηκε, σε ένα δέντρο, κι αποκοιμήθηκα όρθιος υπό τους ήχους των πυρών, που τους είχα προ πολλού συνηθίσει. Όταν άνοιξα τα μάτια, γύρω μου δεν υπήρχε κανείς. Διέσχισα το δασάκι κι ακολούθησα το δρόμο προς την κατεύθυνση που, όπως νόμιζα, θα έπρεπε να είχαν φύγει οι σύντροφοί μου. Σχεδόν αμέσως με έφτασε ένας Κοζάκος πάνω σε ένα γρήγορο κοκκινοτρίχικο άλογο, μου έγνεψε και μου φώναξε κάτι ακατάληπτο. Λίγη ώρα αργότερα είχα την τύχη να βρω μια μαύρη αδύνατη φοράδα, ο αναβάτης της οποίας είχε, κατά τα φαινόμενα, σκοτωθεί. Είχε τη σέλα και το χαλινάρι της· τσιμπολογούσε χορτάρι και προσπαθούσε να δροσιστεί κουνώντας αδιάκοπα τη μακριά και παχιά ουρά της. Όταν την καβάλησα, ξεκίνησε αμέσως, με αρκετά ζωηρό καλπασμό.
Ακολούθησα τον έρημο ελικοειδή δρόμο· αραιά και πού ξεφύτρωναν μικρές συστάδες δέντρων, που μου έκρυβαν κάποιες στροφές του. Ο ήλιος έστεκε ψηλά, η ατμόσφαιρα παλλόταν σχεδόν από τη ζέστη. Παρότι πήγαινα γρήγορα, έχω διατηρήσει μια αόριστη ανάμνηση βραδύτητας των τεκταινομένων. Εξακολουθούσα να θέλω απεγνωσμένα να κοιμηθώ, η επιθυμία αυτή κατακυρίευε το σώμα και τη συνείδησή μου, κι έκανε τα πάντα να φαίνονται εξουθενωτικά και αργόσυρτα, αν και, στην πραγματικότητα ασφαλώς και δεν μπορούσαν να είναι έτσι. Δεν υπήρχε πια μάχη, επικρατούσε ησυχία· δεν έβλεπα κανέναν, ούτε μπροστά ούτε πίσω. Και τότε, σε μια στροφή του δρόμου, που στο σημείο εκείνο σχημάτιζε σχεδόν ορθή γωνία, το άλογό μου, ενώ κάλπαζε με όλη του τη δύναμη, σωριάστηκε απότομα και βαριά στο έδαφος. Μαζί του έπεσα κι εγώ, σε ένα κενό μαλακό και σκοτεινό, καθώς είχα τα μάτια μου κλειστά, αλλά πρόλαβα να ελευθερώσω το πόδι μου από τον αναβολέα και δεν έπαθα σχεδόν τίποτα από την πτώση. Η σφαίρα είχε βρει το άλογο στο δεξί αυτί και είχε διαπεράσει το κρανίο. Μόλις σηκώθηκα, στράφηκα πίσω μου και είδα, όχι πολύ μακριά από μένα, να έρχεται, με βαρύ και αργό, όπως μου φάνηκε, καλπασμό ένας καβαλάρης πάνω σε τεράστιο άσπρο άλογο. Θυμάμαι ότι ήμουν από ώρα χωρίς ντουφέκι, σίγουρα θα το είχα ξεχάσει στο δασάκι, τότε που με είχε πάρει ο ύπνος. Μου απέμενε όμως το περίστροφο, που με δυσκολία τράβηξα από την καινούργια και στενή θήκη. Στάθηκα μερικά δευτερόλεπτα, κρατώντας το στο χέρι· ήταν τόσο ήσυχα που άκουγα καθαρά τον ξερό χτύπο των οπλών πάνω στο σκασμένο από τη ζέστη έδαφος, τη βαριά ανάσα του αλόγου κι έναν ακόμη ήχο, που έμοιαζε με το συχνό ντιντίνισμα μιας μικρής αρμαθιάς από μεταλλικούς κρίκους. Ύστερα, είδα τον αναβάτη να αφήνει τα χαλινάρια και να φέρνει στον ώμο το ντουφέκι που μέχρι τότε κρατούσε κατεβασμένο. Τη στιγμή εκείνη πυροβόλησα. Τινάχτηκε, γλίστρησε από τη σέλα, κι έπεσε αργά στη γη. Έμεινα ακίνητος εκεί που στεκόμουν, δίπλα στο πτώμα του αλόγου μου, για δύο ή τρία λεπτά. Ήθελα πάντα να κοιμηθώ και εξακολουθούσα να νιώθω την ίδια εξουθενωτική κούραση. Πρόλαβα όμως να σκεφτώ ότι δεν ξέρω τι με περιμένει στη συνέχεια ούτε αν θα είμαι για πολύ ακόμα ζωντανός – και μια ασυγκράτητη επιθυμία να δω ποιον σκότωσα με ανάγκασε να κουνηθώ από τη θέση μου και να τον πλησιάσω. Καμιά απόσταση, ποτέ και πουθενά, δεν μου ήταν τόσο δύσκολο να διανύσω όσο αυτά τα πενήντα ή εξήντα μέτρα που με χώριζαν από τον πεσμένο αναβάτη· παρ’ όλα αυτά, προχώρησα, αργά, βήμα βήμα, πάνω στο σκασμένο, πυρακτωμένο έδαφος. Τελικά έφτασα δίπλα του. Ήταν ένας άντρας είκοσι δύο, είκοσι τριών χρονών· ο σκούφος του ήταν πεσμένος δίπλα, το ξανθό κεφάλι του, γερμένο πλάι, ακουμπούσε στον σκονισμένο δρόμο. Ήταν αρκετά όμορφος. Έσκυψα πάνω του και είδα ότι πέθαινε· φυσαλίδες κοκκινωπού αφρού ξεπηδούσαν και έσκαζαν πάνω στα χείλη του. Άνοιξε τα θαμπά μάτια του, δεν είπε τίποτα και τα ξανάκλεισε. Στεκόμουν από πάνω του και κοιτούσα το πρόσωπό του, συνεχίζοντας να κρατώ στα μουδιασμένα δάχτυλά μου το αχρείαστο πια περίστροφο. Αίφνης μια ελαφριά ριπή ζεστού ανέμου μου έφερε από μακριά έναν αδύναμο ήχο καλπασμού αλόγων. Θυμήθηκα τότε τον κίνδυνο που θα μπορούσε να με απειλεί ακόμα. Το άσπρο άλογο του ετοιμοθάνατου, με τα αυτιά του όρθια να αφουγκράζονται, στεκόταν λίγα βήματα πιο πέρα. Ήταν ένας τεράστιος κέλητας, καλοφροντισμένος και καθαρός, με τη ράχη ελαφρώς πιο σκούρα από τον ιδρώτα. Ξεχώριζε για την ασυνήθιστη ζωντάνια του και την αντοχή του· τον πούλησα μερικές μέρες πριν εγκαταλείψω τη Ρωσία σε έναν Γερμανό μέτοικο, που με εφοδίασε με πολλές προμήθειες και μου πλήρωσε ένα μεγάλο ποσό σε μετρητά που δεν άξιζαν τίποτα. Το περίστροφο με το οποίο είχα πυροβολήσει –ένα υπέροχο παραμπέλλουμ– το πέταξα στη θάλασσα, κι από την ιστορία δεν κράτησα τίποτα άλλο εκτός από την οδυνηρή ανάμνηση που με ακολουθούσε αργόσυρτα, όπου με πήγαινε η μοίρα. Όσο περνούσε ο καιρός όμως, έσβηνε σιγά σιγά και τελικά απώλεσε τον πρωταρχικό της χαρακτήρα, μιας αμετάκλητης και πικρής λύπης. Παρά ταύτα δεν κατάφερα να την ξεχάσω ποτέ. Πολλές φορές –ανεξάρτητα από το αν ήταν καλοκαίρι ή χειμώνας, αν βρισκόμουν στην ακτή της θάλασσας ή στα ενδότερα της ευρωπαϊκής ηπείρου– χωρίς να σκέφτομαι τίποτα, έκλεινα τα μάτια και τότε, από τα βάθη της μνήμης μου εμφανιζόταν και πάλι εκείνη η μέρα καύσωνα στο νότο της Ρωσίας, κι όλες οι παλιές μου αισθήσεις επανέκαμπταν με την αρχική τους ένταση. Ξανάβλεπα τη θεόρατη γκριζοκόκκινη σκιά της φωτιάς του δάσους και το ανακάτεμά της με το τριζοβόλημα των φλεγόμενων κλαδιών και κορμών, αισθανόμουν την αλησμόνητη εξουθενωτική κούραση και μια σχεδόν ακαταμάχητη επιθυμία για ύπνο, την ανελέητη λάμψη του ήλιου, την παλλόμενη ζέστη, και τέλος, τη βουβή ανάμνηση του βάρους του περιστρόφου στα δάχτυλα του δεξιού χεριού μου, την αίσθηση της τραχιάς λαβής, που λες και αποτυπώθηκε για πάντα στο δέρμα μου, την ελαφριά ταλάντευση του μαύρου στόχαστρου μπροστά στο δεξί μου μάτι – κι ύστερα, αυτό το ξανθό κεφάλι στον γκρίζο και σκονισμένο δρόμο, και το πρόσωπο, αλλοιωμένο από το πλησίασμα του θανάτου, εκείνου του θανάτου που εγώ, ένα δευτερόλεπτο πριν, είχα καλέσει από το άδηλο μέλλον.
Την εποχή που συνέβαιναν αυτά ήμουν δεκαέξι χρονών – έτσι ο φόνος εκείνος ήταν η απαρχή της αυτόνομης ζωής μου, και δεν είμαι σίγουρος μάλιστα ότι δεν άφησε ασυναίσθητα τη σφραγίδα του σε όλα όσα μου ήταν γραφτό να μάθω και να δω στο μέλλον.
Την εποχή που συνέβαιναν αυτά ήμουν δεκαέξι χρονών – έτσι ο φόνος εκείνος ήταν η απαρχή της αυτόνομης ζωής μου, και δεν είμαι σίγουρος μάλιστα ότι δεν άφησε ασυναίσθητα τη σφραγίδα του σε όλα όσα μου ήταν γραφτό να μάθω και να δω στο μέλλον. Σε κάθε περίπτωση, οι συγκυρίες που τον συνόδευσαν και όλα όσα συνδέονταν μ’ αυτόν – όλα αναδύθηκαν μπροστά μου, με εξαιρετική ευκρίνεια, πολλά χρόνια αργότερα, στο Παρίσι. Κι αυτό συνέβη επειδή έπεσε στα χέρια μου μια συλλογή διηγημάτων ενός Άγγλου συγγραφέα, που μέχρι τότε δεν είχα ακούσει ποτέ το όνομά του. Η συλλογή είχε τίτλο Θα έρθω αύριο –I’ll Come Tomorrow– από το ομώνυμο πρώτο διήγημα. Αποτελούνταν από τρία διηγήματα : «Θα έρθω αύριο», «Χρυσόψαρα» και «Περιπέτεια στη στέπα» […]
Όμως εμένα με συγκλόνισε το τρίτο διήγημα, η «Περιπέτεια στη στέπα». Είχε ως μότο μια φράση του Έντγκαρ Άλλαν Πόε : «Beneath me lay my corpse with the arrow in my temple». Αυτό και μόνον αρκούσε για να τραβήξει την προσοχή μου. Αλλά δεν μπορώ να περιγράψω το αίσθημα που με κυρίευε ενόσω διάβαζα. Ήταν η εξιστόρηση ενός επεισοδίου από τον πόλεμο, γραμμένη χωρίς την παραμικρή αναφορά στη χώρα όπου συνέβαινε ή στην εθνικότητα των εμπλεκομένων, αν και θα έλεγε κανείς πως ο τίτλος, «Περιπέτεια στη στέπα», αποτελούσε ένδειξη ότι διαδραματιζόταν στη Ρωσία. Άρχιζε ως εξής: «Το καλύτερο άλογο που είχα ποτέ ήταν ένας κέλητας με άσπρο τρίχωμα, ημίαιμος, μεγαλόσωμος, που ξεχώριζε για τον εξαιρετικά άνετο τροχασμό και τον μεγάλο διασκελισμό του. Ήταν τόσο όμορφος που θα τον παρομοίαζα με έναν από τους ίππους για τους οποίους μιλάει η Αποκάλυψη. Η ομοιότητα αυτή τονιζόταν –για μένα προσωπικά– κι από το ότι καβάλα σε αυτό ακριβώς το άλογο πήγαινα καλπάζοντας να συναντήσω το θάνατο μου, πάνω σε μια φλεγόμενη γη, ένα από τα πιο ζεστά καλοκαίρια που είχα γνωρίσει στη ζωή μου.»
[...]