Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα Σκιές στον Νείλο του Edward Whittemore που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Γκοβόστη στις 16 Μαρτίου.
Επιμ. Λεωνίδας Καλούσης
Μια χειροβομβίδα εξ Αυστραλίας
Ένα ξάστερο βράδυ του 1942, η έκρηξη μιας χειροβομβίδας σε κάποια φτωχογειτονιά του Καΐρου, άφησε στον τόπο έναν άνδρα.
Έσκασε ξαφνικά, θρυμματίζοντας τον καθρέφτη ενός μισοσκότεινου φτωχικού αραβικού μπαρ, ενός γυμνού δωματίου όπου πήγαιναν εργάτες για να πιουν αράκ μέχρι τελικής πτώσης. Βγήκε φτερουγίζοντας μέσα από τη λερή κουρτίνα που χώριζε το μπαρ από το σοκάκι, ελευθερωμένη από μια παρέα Αυστραλών στρατιωτών που μπεκρόπιναν, καβγάδιζαν και πανηγύριζαν το ζωτικής σημασίας γεγονός πως κατάφεραν να επιζήσουν από την ολέθρια μάχη της Κρήτης.
Με εξαίρεση τον ένα εκείνο νεκρό, οι υπόλοιποι θαμώνες του καφενείου γλίτωσαν με επιπόλαια τραύματα. Μέσα στη σύγχυση που ακολούθησε την έκρηξη -κραυγές, ουρλιαχτά και μεθυσμένες φωνές που τραύλιζαν στεντόρεια «Ουστ, σκυλαραπάδες!»- οι νεαροί Αυστραλοί στρατιώτες τρύπωσαν στις σκοτεινές παρόδους του Παλιού Καΐρου και εξαφανίστηκαν, δίχως να εξακριβωθεί ποτέ επίσημα η ταυτότητά τους εν ζωή· ορισμένων μάλιστα ούτε μετά θάνατον.
Παρόμοια βίαια περιστατικά μόνο σπάνια δεν ήταν τον καιρό του πολέμου στο Κάιρο. Οι λυσσαλέες -καίτοι αμφίβολης έκβασης- στρατιωτικές επιχειρήσεις μαίνονταν ακόμη στη Δυτική Έρημο, καθώς το παντοδύναμο Afrika Korps του Ρόμελ απειλούσε να κατακλύσει την Αίγυπτο και τη Διώρυγα του Σουέζ. Από 'κεί και πέρα, ο δρόμος προς τη Μέση Ανατολή -το λιγότερο- θα ήταν ανοιχτός για τους Γερμανούς εισβολείς. Ως εκ τούτου, οι Βρετανοί στρατιώτες πάσχιζαν απεγνωσμένα να κερδίσουν χρόνο, επιδιδόμενοι σε αψιμαχίες μέσα στα σκοτάδια της νύχτας, πριν προχωρήσουν στην έρημο, προκειμένου να συναντήσουν τα προελαύνοντα πάντζερ.
Υπ' αυτές τις συνθήκες, το μεμονωμένο περιστατικό ενός θανάτου σε κάποια φτωχογειτονιά του Καΐρου ελάχιστη σημασία είχε. Αρκούσε ένας Αιγύπτιος αστυνομικός, ο οποίος διεκπεραίωσε με συνοπτικές διαδικασίες άλλη μία βαρετή έρευνα.
Από τα χαρτιά που βρέθηκαν πάνω στο νεκρό, φάνηκε πως επρόκειτο για έναν μορφινομανή μικροαπατεώνα, έναν ασήμαντο λαθρέμπορο όπλων -ενίοτε γνωστό ως Στερν- χωρίς μόνιμη κατοικία και εμφανείς πόρους, ο οποίος τα τελευταία χρόνια περιπλανιόταν σαν νομάδας από το ένα άθλιο κατάλυμα στο άλλο, σε διάφορες φτωχογειτονιές του Καΐρου.
Σύμφωνα με το ποινικό μητρώο του Στερν αναμφίβολα το όνομά του εμφανιζόταν στους φακέλους ουκ ολίγων αστυνομικών υπηρεσιών της Μέσης Ανατολής και παρόλο που σύμφωνα με τις μαρτυρίες μιλούσε άψογα τα αιγυπτιακά, δεν προέκυπτε από πουθενά πως είχε αιγυπτιακή καταγωγή, πράγμα που κατά πάσα πιθανότητα σήμαινε πως ήταν γέννημα θρέμμα Λεβαντίνος και πως οι ύποπτες ασχολίες του κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '30, τον είχαν αναγκάσει να παραμείνει στην Αίγυπτο πολύ λιγότερο διάστημα απ' όσο είχε παραμείνει οπουδήποτε αλλού.
Το ιστορικό των παράνομων δραστηριοτήτων του δεν ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακό. Πριν από τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο προμήθευε με λαθραία όπλα διάφορες ομάδες στη Μέση Ανατολή - με μεγαλύτερη, ενδεχομένως, συχνότητα στην Παλαιστίνη. Ωστόσο, δεν είχε φανεί αρκετά έξυπνος ώστε να πλουτίσει από τις εν λόγω επιχειρήσεις, δεδομένου ότι ο φάκελός του έδειχνε επίσης πως είχε περάσει τη ζωή του μέσα στη φτώχεια. Ορισμένες φορές είχε συλληφθεί και είχε καταδικαστεί σε ασήμαντες ποινές φυλάκισης, με επουσιώδεις κατηγορίες.
Εν ολίγοις, ο Στερν είχε ζήσει μια σκοτεινή και ανάξια λόγου ζωή, έναν περιθωριακό βίο που είχε καταλήξει σε πλήρη αποτυχία.
Μόνο μια λακωνική σημείωση στο φάκελο έμοιαζε να έρχεται σε αντίφαση με το λίγο ως πολύ ανούσιο πληροφοριακό υλικό: η τολμηρή απόδρασή του από κάποια φυλακή της Δαμασκού, το καλοκαίρι του 1939. Η φύση της εν λόγω απόδρασης μαρτυρούσε αφενός πως δεν ήταν καθόλου προσχεδιασμένη και αφετέρου πως ήταν και με το παραπάνω ανεξήγητη, δεδομένου ότι σε είκοσι τέσσερις ώρες θα αποφυλακιζόταν. Όμως, μετά από μερικές εβδομάδες, οι χιτλερικές τεθωρακισμένες μεραρχίες θα διέσχιζαν τα πολωνικά σύνορα ξεκινώντας τον πόλεμο και η απόδραση του Στερν -ένα άκρως ενδιαφέρον αλλά οπωσδήποτε μεμονωμένο επεισόδιο στην κατά τα άλλα κοινότοπη σταδιοδρομία του- λησμονήθηκε.
Στη ληξιαρχική πράξη θανάτου του, η ιθαγένειά του -χαμένη από καιρό στο δαίδαλο των πλαστών εγγράφων που είχε χρησιμοποιήσει- δηλώθηκε Άγνωστος. Εξάλλου, ήταν τόσα τα ψευδώνυμα με τα οποία εμφανιζόταν ο νεκρός στο ποινικό του μητρώο, ώστε ο συντάκτης του εγγράφου δεν μπορούσε να είναι απολύτως βέβαιος ούτε για το ίδιο το όνομά του.
Όσο για το θρήσκευμά του -αν ήταν Μωαμεθανός, Χριστιανός ή Εβραίος- οι πληροφορίες ήταν τόσο αντιφατικές, που κάθε πιθανότητα προσδιορισμού ήταν απλά αδύνατη.
Ο Στερν -ή όπως αλλιώς λεγόταν- δεν είχε μόνο σκιώδεις επαγγελματικές δραστηριότητες, αλλά και σκιώδη προσωπική ζωή: ζούσε ολομόναχος, χωρίς οικογένεια, χωρίς φίλους, χωρίς καν γνωστούς.
Μα ούτε και οικεία άτομα μπόρεσαν να εντοπιστούν. Ο Στερν -ή όπως αλλιώς λεγόταν- δεν είχε μόνο σκιώδεις επαγγελματικές δραστηριότητες, αλλά και σκιώδη προσωπική ζωή: ζούσε ολομόναχος, χωρίς οικογένεια, χωρίς φίλους, χωρίς καν γνωστούς. Όσο για τους γείτονες κανείς δεν είχε παρατηρήσει την παρουσία του. Κοντολογίς, ο άνθρωπος αυτός δεν υπήρξε για κανέναν. Ωστόσο, όταν έφτασε η ώρα να τον θάψουν (με συνοπτικές -ας σημειωθεί- διαδικασίες, λόγω του πλήθους των νεκρών που περίμεναν τη σειρά τους) εμφανίστηκε στο αστυνομικό τμήμα μια φτωχικά ντυμένη γυναίκα, η οποία δήλωσε πως επιθυμούσε να διευθετήσει τα της ταφής του. Είχε ελληνικό διαβατήριο και η ιστορία που είπε έμοιαζε αληθινή.
Εξήγησε πως είχε γνωρίσει το νεκρό πριν κανέναν χρόνο -πάνω κάτω- σε κάποιο μικρό εστιατόριο της γειτονιάς της, όπου έτρωγε μερικές φορές τα βράδια. Σύντομα, απέκτησαν τη συνήθεια να τρώνε μαζί - όχι βέβαια σε τακτική βάση ποτέ συχνότερα από μία φορά την εβδομάδα συνήθως μία φορά κάθε δύο ή τρεις βδομάδες. Τον αποκαλούσε απλά Στερν -το μόνο όνομα με το οποίο της συστήθηκε- κι εκείνος τη φώναζε με το μικρό της: Μοντ. Αν και ήταν Αμερικανή, ζούσε στην Ανατολική Μεσόγειο εδώ και αρκετά χρόνια.
Δεδομένου ότι ο Στερν, δεν μπορούσε να ξέρει παρά μόνο από την προηγουμένη -το νωρίτερο- πότε θα κατάφερνε να ξαναπάει στο εστιατόριο, της άφηνε σημειώματα. Εκείνη, ακόμη κι αν δεν σκόπευε να φάει το ίδιο βράδυ, περνούσε καθημερινά και ρωτούσε αν είχε μήνυμα. Δεν ήξερε ούτε πού ζούσε ούτε με τι ασχολιόταν. Άλλωστε γινόταν πόλεμος - κόσμος πήγαινε κι ερχόταν. Οι εξηγήσεις ήταν άσκοπες, οι δικαιολογίες δίχως νόημα. Η γυναίκα θεωρούσε τον Στερν υπαλληλάκο, όπως και αυτή άλλωστε.
«Και πώς καταλήξατε σ' αυτό το συμπέρασμα;» τη ρώτησε ο αστυνομικός πίσω από το γραφείο.
«Από το ντύσιμό του».
«Πώς ήταν;»
«Όπως και το δικό μου. Σαν να τα έβγαζε πέρα με το ζόρι».
«Μιλούσατε αραβικά μεταξύ σας;»
«Όχι. Ακούτε και μόνος σας πως δεν μιλάω καλά αραβικά. Μιλούσαμε ή ελληνικά ή αγγλικά».
«Γαλλικά;»
«Πού και πού».
Ο αστυνομικός το γύρισε στα λίγα γαλλικά που μάθαινε τα βράδια για να βελτιώσει την επαγγελματική του θέση.
«Αναφερόταν ποτέ στο παρελθόν του; Με τι είχε ασχοληθεί;»
Η γυναίκα πάσχιζε να συγκρατηθεί. Χαμήλωσε το βλέμμα στα φθαρμένα της παπούτσια και ξαφνικά έσφιξε τις γροθιές της με απελπισία.
«Όχι. Απλά υπέθεσα πως από κάπου ήταν και κάτι έκανε κάποτε. Από κάπου δεν είμαστε όλοι; Και κάτι δεν έχουμε κάνει κάποτε; Δεν μιλούσαμε ποτέ για το παρελθόν. Επιτέλους, δεν καταλαβαίνετε!»
Η γυναίκα έσπασε και άρχισε να κλαίει σιγανά. Φυσικά, ο αστυνομικός καταλάβαινε και με το παραπάνω. Τα Βαλκάνια είχαν κυριευθεί, η Ελλάδα είχε καταληφθεί και στο Κάιρο υπήρχαν παντού πρόσφυγες, άνθρωποι που δεν ήθελαν να θυμούνται όσα είχαν χάσει.
Ως εκ τούτου, δεν είχε νόημα να συνεχίσει τις ερωτήσεις. Αν για οποιονδήποτε λόγο αυτή η γυναίκα ήθελε να αναλάβει τα έξοδα της ταφής ενός άνδρα που γνώριζε ελάχιστα, ήταν δική της υπόθεση. Σε τι θα χρησίμευε να της έλεγε πως ο Στερν ήταν ένας μικροαπατεώνας, λαθρέμπορος όπλων και μορφινομανής; Προφανώς, εκείνη είχε ανάγκη να θάψει κάποιον και δεν ήταν δουλειά του αστυνομικού το πώς θα ξόδευε τα λίγα λεφτουδάκια της.
«Επιστρέφω σε μισό λεπτό», της είπε και πήγε να τηλεφωνήσει στο γραφείο της, ώστε να επιβεβαιώσει ότι ήταν όντως αυτή που ισχυριζόταν. Ο αριθμός αντιστοιχούσε σε κάποια άγνωστή του βρετανική υπηρεσία σχετική με Αρδευτικά Έργα και, παραδόξως, το τηλεφώνημα είχε συντομότατη διάρκεια. Ο αστυνομικός επέστρεψε, συμπλήρωσε τα έντυπα της παραχώρησης της σορού -αντιγράφοντας τα στοιχεία της από το διαβατήριό της και χαρακτηρίζοντάς την Φίλη του εκλιπόντος-, τα πήγε να τα υπογράψουν οι αρμόδιοι και είπε στη γυναίκα από πού να παραλάβει τη σορό. Εκείνη τον ευχαρίστησε και έφυγε.
Στο σημείο αυτό έκλεισε η υπόθεση - για τις αιγυπτιακές Αρχές τουλάχιστον.
Ο αστυνομικός που είχε φτάσει στο αραβικό μπαρ λίγο μετά την έκρηξη έμεινε εκεί μισή περίπου ώρα, κατά το μάλλον ή ήττον κουτσοπίνοντας. Το επόμενο πρωί οι προϊστάμενοί του, αφιέρωσαν ένα ολόκληρο δεκάλεπτο -πάνω κάτω- για να ρίξουν μια βιαστική ματιά στο ποινικό μητρώο του νεκρού. Αν τώρα προσθέσουμε άλλο τόσο χρόνο, που χρειάστηκε για την εξέταση της μάρτυρος και τις διαδικασίες παράδοσης της σορού ή μάλλον του σωρού στον οποίον είχε μετατρέψει η χειροβομβίδα τον Στερν, έχουμε συνολικά δώδεκα ώρες· δώδεκα ώρες για να διευθετηθούν τα του θανάτου του και να περάσει στη λήθη η ύπαρξή του. Υπήρχε ωστόσο μια λεπτομέρεια που κατά τα φαινόμενα, αν και αξιοπερίεργη, πέρασε απαρατήρητη.
Πώς έφτασε μέχρι το αστυνομικό τμήμα αυτή η τυχαία γνωριμία του Στερν, αυτή η φτωχοντυμένη γυναίκα αμερικανικής καταγωγής;
Πώς εμφανίστηκε τόσο γρήγορα, τη στιγμή που η μόνη της επαφή με τον εκλιπόντα δεν ήταν παρά τα σημειώματα που της άφηνε μία φορά την εβδομάδα ή και πιο αραιά -κάθε δύο ή τρεις εβδομάδες- σ' ένα μικρό συνοικιακό εστιατόριο;
Πώς πληροφορήθηκε ότι ο Στερν ήταν νεκρός;
Διότι το γεγονός δεν αναφέρθηκε καν στα ψιλά των εφημερίδων. Και ούτε ήταν ποτέ δυνατόν να αναφερθεί. Βέβαια, όλοι γνώριζαν πως εκείνον τον καιρό τα βίαια περιστατικά διαδέχονταν το ένα το άλλο με καταιγιστικούς ρυθμούς, στα καθημερινά φύλλα. Όμως, οι Βρετανοί λογοκριτές κάθε άλλο παρά διατεθειμένοι να επιτρέψουν την προβολή του συγκεκριμένου ήταν. Τι γνώμη θα σχημάτιζε κανείς, όταν θα διάβαζε πως οι στρατιώτες των Συμμάχων, μεθυσμένοι και αντιμέτωποι με τον ίδιο τους το θάνατο, εξέφραζαν την απόγνωσή τους εκσφενδονίζοντας χειροβομβίδες σε αραβικά μπαρ;
Ωστόσο, τα ερωτήματα που αφορούσαν την Αμερικανή, θα αποδεικνύονταν άνευ σημασίας. Σε κάποια άλλα γραφεία, οι υπάλληλοι της Αντικατασκοπείας διερευνούσαν ήδη το πραγματικό αίνιγμα, που συνιστούσε ο εν λόγω φόνος. Γι' αυτούς ακόμη και οι πιο ασήμαντες λεπτομέρειες που σχετίζονταν με το μυστηριώδη θάνατο και την εξίσου μυστηριώδη ζωή του Στερν, συνέθεταν σιγά-σιγά έναν εφιαλτικό γρίφο, ο οποίος θα καθόριζε ενδεχομένως όχι μόνο την έκβαση του πολέμου στη Μέση Ανατολή, αλλά και τις μεταπολεμικές εξελίξεις για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα.