Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα Δώσε μου λίγη ζωή, του Paolo di Paolo, σε μετάφραση Ανταίου Χρυσοστομίδη, που κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Ίκαρος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Όποιος εμπιστεύεται την πρώτη εντύπωση, μπορεί και να ξεστρατίσει. Γι’ αυτόν, πάντως, ήταν αντιπάθεια. Ενστικτώδης, ασυγκράτητη. Είχε στρέψει το κεφάλι του, όπως όλοι οι παρόντες, ακούγοντας μια επίμονη φασαρία στο βάθος της αίθουσας. Το μάθημα για τον Δάντη διαρκούσε ήδη μια ώρα, η ανία αυξανόταν όσο αυξανόταν και ο αριθμός των στίχων. Ο κορδωμένος καθηγητής, με τα μάτια καρφωμένα στο βιβλίο –το σουλούπι ενός τσαλαπετεινού, μικρό κεφάλι και ένα λοφίο από λευκά μαλλιά–, σχολίαζε χαμηλόφωνα και πεισματικά, κάνοντας διαγωνισμό μονοτονίας με τον θόρυβο της βροχής. Ύστερα πρέπει να έπεσε κάποιο βιβλίο καταγής: ο γδούπος διέκοψε τόσο τη φωνή του όσο και ένα ακατανόητο τρίστιχο του Πουργατόριου. Τότε ο τσαλαπετεινός σήκωσε επιτέλους τα μικρά σαν κουμπότρυπες μάτια του, και τους είδε.
Μια παρέα τριών ή τεσσάρων φοιτητών που κάθονταν στις τελευταίες σειρές –κουβέντιαζαν μεταξύ τους εδώ και αρκετή ώρα– είχε αρχίζει να χαχανίζει. Θα σας παρακαλούσα, κύριοι, είπε χωρίζοντας μία μία τις λέξεις και στρέφοντας αργά αργά τον λαιμό του, στην αρχή προς τα δεξιά κι ύστερα προς τα αριστερά, αν τυχόν δεν ενδιαφέρεστε για το μάθημα, να εγκαταλείψετε την τάξη. Στο σημείο αυτό ο πιο ξερακιανός –ξεχώριζε λόγω ύψους και μιας μάζας από ξανθές μπούκλες στο κεφάλι– ξαφνικά σηκώθηκε, μάζεψε το βιβλίο που λίγο πριν είχε αφήσει να πέσει και το έβαλε μέσα σε μια ήδη ξεχειλωμένη τσέπη του σακακιού του. Στον λαιμό φορούσε μια μικρή γραβάτα με σταθερό κόμπο, στους αγκώνες κομμάτια από δέρμα, στη μύτη ένα ζευγάρι στρογγυλά γυαλιά τα οποία γυάλιζαν μέσα σ’ εκείνο το γκρίζο φως. Στα χείλη ένα πονηρό, σχεδόν κοροϊδευτικό, χαμόγελο.
Αξιότιμε κύριε καθηγητά, εξήγησε, η αλήθεια είναι πως πρόκειται για μια κίνηση διαμαρτυρίας κατά του ατόμου σας, αλλά και μια προσπάθεια να ξυπνήσουμε από τον ύπνο το ακροατήριό σας.
Αξιότιμε κύριε καθηγητά, εξήγησε, η αλήθεια είναι πως πρόκειται για μια κίνηση διαμαρτυρίας κατά του ατόμου σας, αλλά και μια προσπάθεια να ξυπνήσουμε από τον ύπνο το ακροατήριό σας. Πολλοί έκρυψαν το γέλιο τους καλύπτοντας με το χέρι το στόμα τους. Πέρασε ένα ατέλειωτο λεπτό σιωπής. Ο καθηγητής κοίταζε ίσια μπροστά του σαν να είχε παγώσει. Άνοιξε το στόμα χωρίς να βγάλει ήχο. Ύστερα οι πρώτες λέξεις ήταν Σαν χαυνωμένος. Να άρχιζε με αυτή την παραδοχή η απάντησή του στη διαμαρτυρία;
Στην τάξη κυριαρχούσε ακόμα η απόλυτη σιωπή, μπροστά στην οποία ακόμα και η βροχή έμοιαζε να έχει παραδοθεί. Σαν χαυνωμένος, επανέλαβε ο τσαλαπετεινός, αλλά δεν ήταν παρά η συνέχεια του δαντικού τρίστιχου που είχε αφήσει στη μέση, Σαν χαυνωμένος, το συρφετό της Σενναάρ θωρούσε / που κορδωμένος στάθηκε μαζί του. Κορδωμένος είπατε; Aπλή σύμπτωση. Στο επόμενο τρίστιχο η παρέα των διαμαρτυρομένων είχε ήδη εγκαταλείψει την τάξη.
Ο Μοράλντο είχε εντυπωσιαστεί. Το πρόσωπο εκείνου του νεαρού τον είχε ενοχλήσει και ταυτόχρονα –θα το παραδεχόταν δύσκολα, στραβώνοντας το στόμα– τού είχε προκαλέσει την περιέργεια. Ο τύπος εκείνος ήταν αντιπαθής, ναι, καθαρές κουβέντες. Σίγουρος για τον εαυτό του, και υπεροπτικός: ένα χλωμό αγοράκι που μεγάλωσε απότομα, με νευρικές κινήσεις και το μήλο του Αδάμ να εξέχει. Αργότερα θα ανακάλυπτε ότι αυτός και η μικρή ομάδα του ερχόντουσαν από τη Νομική και ότι κάθε τόσο περνούσαν από τη Φιλολογία με την ιδιότητα των ακροατών. Εκείνος, ο αρχηγός, είχε μόλις ιδρύσει ένα σοβαροφανές περιοδικάκι: είχε αφήσει μερικά σκόρπια τεύχη στα τελευταία θρανία. Περνούσε τον χρόνο του σε διαλέξεις, βιβλία, πολιτικές συζητήσεις. Κάποιοι τους ονόμαζαν, αυτόν και τους φίλους του, Ακαδημία των Παθιασμένων.
Οι φήμες που ακούγονταν στους διαδρόμους ήταν υποβολιμαίες και παράξενες: αυτοί οι τρελάρες συναντιόντουσαν τα άγρια χαράματα για να διαβάσουν Καντ. Οι γελοίοι! Μια σπείρα από αριβίστες που είχαν διαλέξει να παρακολουθούν τους σωστούς καθηγητές. Το ωραίο ήταν ότι είχαν τα κότσια να παριστάνουν και τους εξεγερμένους. Μερικοί έπαιρναν όρκο ότι είχαν δει τον τύπο με τα σγουρά μαλλιά, στην άλλη σχολή, να δίνει μαθήματα Πολιτικής Οικονομίας δίπλα στον καθηγητή Εϊνάουντι που τον ευλογούσε με τα μάτια.
Αρχικά, ο Μοράλντο, ανασήκωνε τους ώμους, δεν έλεγε τίποτα, ταλαντευόταν μεταξύ της αμηχανίας και της έλξης που ένιωθε. Αλλά το σκεφτόταν συνεχώς: μια παρόμοια ζωή –τόσο ενεργητική, τόσο αποφασιστική, τόσο ξεκάθαρη– δεν θα τον έβγαζε από εκείνη την αβεβαιότητα στην οποία είχε βουλιάξει; Θα μπορούσε επιτέλους για μια φορά να αντιτάξει με υπερηφάνεια κάτι στις αμφιβολίες του πατέρα του.
Πολυαγαπημένοι μου γονείς –θα τους έγραφε στα γρήγορα ένα γράμμα–, είμαι καλά και το ίδιο ελπίζω για σας, οι υποχρεώσεις με κρατούν εδώ στην πόλη και για το τέλος της εβδομάδας, άρα δεν θα μπορέσω να έρθω στο Καζάλε, άρχισα μια συνεργασία με τις λογοτεχνικές σελίδες ενός έγκυρου εντύπου, πηγαίνω σε διαλέξεις και άρχισα να αποκτώ καλές σχέσεις με μερικούς αξιόλογους συναδέλφους και με διάφορους καθηγητές της σχολής μου.
Ονειρευόταν να γευτεί τη θέρμη και την αποδοχή που μέχρι τότε είχε στερηθεί. Έχεις ένα θείο γιατρό –σε πολλά οικογενειακά δείπνα η ίδια πάντα συζήτηση–, είσαι σίγουρος πως οι σπουδές Φιλολογίας είναι μια σωστή επιλογή; Λίγο έλειπε να αρχίσουν να τον προτρέπουν να πάει για θεολόγος. Μια φορά, ο μεγάλος του αδελφός, για αστείο, του είχε πει Αν είχες γεννηθεί γυναίκα, θα ήσουν η καλόγρια Μοράλντα, να είσαι σίγουρος. Αδελφή Μοράλντα, στις προσευχές σου, πες μια καλή κουβέντα για μας στην Παναγία.
Όταν όμως δημοσιεύτηκε η υπογραφή του στην εφημερίδα Μονφεράτο για πρώτη φορά είχε –τουλάχιστον για μισή ώρα– την αίσθηση ότι τα πράγματα μπορούσαν να αλλάξουν. Μόλις πήρε το φύλλο από το περίπτερο, βάλθηκε να τρέχει σαν άνεμος προς το μαγαζί του πατέρα του, πετούσε σαν σαΐτα με την ψυχή στο στόμα, μισό μέτρο από τη γη. Ύστερα, μπροστά από τη βιτρίνα, ξαφνικά σταμάτησε. Καρφωμένος στο πεζοδρόμιο της οδού Ρόμα, έμεινε να παρακολουθεί μια σκηνή που, την ίδια μέρα, ενώ ο ίδιος ήταν απών, μπορούσε να επαναληφθεί και δέκα και δεκαπέντε φορές. Λες και επρόκειτο για ένα πρωτόφαντο, συνταρακτικό γεγονός, κοίταζε τον πατέρα του να σκύβει στα πόδια ενός πελάτη για να τον βοηθήσει να φορέσει ένα ζευγάρι παπούτσια. Τι το παράξενο; Τίποτα, ήταν μια συνηθισμένη και χωρίς ιδιαίτερη σημασία σκηνή. Αυτός όμως ο πατέρας με το γιλέκο και το πουκάμισο, με τη χοντρή κοιλιά, που σκύβοντας παράπαιε σαν γέρικη φώκια, αυτός ο πατέρας ήταν ο πατέρας του. Τα σχεδόν λευκά μουστάκια του, σε απόσταση μισής παλάμης από το γόνατο ενός αγνώστου. Υπήρχε κάτι το δουλοπρεπές που τον λάβωνε σε εκείνη τη στάση.
Δεν έβρισκε το κουράγιο, έστριβε στα στενά, γύριζε στο σημείο της αφετηρίας. Αισθανόταν βρόμικος κι αυτός, μερικές φορές, ήταν ο μοναδικός τρόπος για να νιώσει καλύτερα, δηλαδή χειρότερα.
Είχε περιμένει να βγει ο πελάτης για να μη διακινδυνεύσει πιθανές συστάσεις. Είχε ντραπεί για τον πατέρα του, κι αυτό ήταν όλο. Έτσι, ανακοινώνοντάς του την ύπαρξη της υπογραφής του στην εφημερίδα, δεν είχε τη βοήθεια του ενθουσιασμού που τον έκανε να τρέχει ένα τέταρτο της ώρας πριν. Είχε περιοριστεί να αναφέρει, με αφηρημένο ύφος, ότι είχε δημοσιευτεί ένα σχόλιό του –το είχε ονομάσει έτσι, σχόλιο– για τη μη εκλογή στο κοινοβούλιο του άξιου δήμαρχου της Ποντεστούρα που, ένα χρόνο πριν, είχε δεχτεί επίθεση φασιστών τραμπούκων καθώς επέστρεφε με το ποδήλατο στο σπίτι του. Οι αγρότες, ακούγοντάς τον να ουρλιάζει, εκείνη τη μέρα κατάφεραν να τον συνοδεύσουν με ασφάλεια στο υπόλοιπο τμήμα του δρόμου. Πώς έπρεπε να ερμηνευτεί αυτή η ήττα; ποιες ήταν οι αιτίες; ήταν οι ερωτήσεις του Μοράλντο πριν την υπογραφή. Ήταν περήφανος για το ύφος της πολεμικής του. Αλλά και για την αρχή της επιστολής: Είμαι ένας νέος που παρακολουθεί με ενδιαφέρον τα τοπικά πολιτικά γεγονότα. Ο πατέρας του όμως, εξακολουθώντας να κλείνει κουτιά και να τα βάζει σε ντάνες, είχε περιοριστεί να του πει, ανασηκώνοντας το πιγούνι προς το μέρος της εφημερίδας που κρατούσε ο Μοράλντο, Άφησέ την εκεί.
Του είχε έρθει να βάλει τα κλάματα. Είχε κατεβάσει τον μπερέ σχεδόν ώς τα μάτια, αναποφάσιστος αν έπρεπε να κλειστεί στο Σινέ Μοντιάλ και να ξεδώσει με δύο περιπετειώδη φιλμ, ή να πάει προς την οδό Καπέλο και, χωρίς να γίνει αντιληπτός, να κατασκοπεύσει τις περίεργες κινήσεις στα πεζοδρόμια, την ωραία κοκκινομάλλα που άκουγε στο όνομα Λόσνα με αναμμένη τη μικρή σόμπα της που έκαιγε κάρβουνο, ή προς την οδό ντέι Γκράνι όπου, για να μείνει κανείς μισή ώρα με μια γυναίκα, αρκούσαν δέκα λιρέτες. Δεν έβρισκε το κουράγιο, έστριβε στα στενά, γύριζε στο σημείο της αφετηρίας. Αισθανόταν βρόμικος κι αυτός, μερικές φορές, ήταν ο μοναδικός τρόπος για να νιώσει καλύτερα, δηλαδή χειρότερα.