Για το βιβλίο του Γιάννη Κιουρτσάκη «Σαν μυθιστόρημα» (εκδ. Πατάκη). Κεντρική εικόνα: © Daniil Onischenko (Unsplash).
Γράφει η Ελιάνα Χουρμουζιάδου
Κάθε ζωή μπορεί να είναι «Σαν μυθιστόρημα». Εξαρτάται πάντα από τον τρόπο με τον οποίο επιλέγεις να την προσεγγίσεις, εμβαθύνοντας σε αυτήν ή όχι, να την ξεκλειδώσεις εκεί όπου δεν σου ανοίγεται αλλά αντίθετα προσπαθεί να σου ξεφύγει. Ούτως ή άλλως δεν έχουμε την πλήρη κυριότητα των αναμνήσεων μας. Δεν έχουμε την πλήρη κυριότητα του παρελθόντος μας, άρα πώς να το αφηγηθούμε; Ποιο είναι το νόημα που μπορεί να έχει μια τέτοια απόπειρα για τους άλλους, αν δεχτούμε ότι στα δύο άκρα μιας αφήγησης υπάρχει πάντα ένας πομπός και ένας δέκτης (ακόμη κι ένας μελλοντικός δέκτης); Γιατί προσπαθούμε να αφήσουμε κάτι πίσω μας, τα κείμενά μας, τις σκέψεις μας, κάποιο έργο τέλος πάντων, τη στιγμή που είναι αμφίβολο αν η καταγεγραμμένη εμπειρία μας θα έχει κάτι να πει στις γενιές που έρχονται;
Αναζητώντας το κοινό υπόβαθρο της ανθρώπινης ύπαρξης
Πριν από τρεις δεκαετίες ο Γιάννης Κιουρτσάκης παίρνει το ρίσκο να αντιμετωπίσει αυτές τις προκλήσεις: εκθέτει τα οικογενειακά του βιώματα, στο επίκεντρο των οποίων βρίσκεται η αυτοχειρία του Χάρη, του μεγαλύτερου αδελφού του, σε ηλικία 26 ετών. Συγχρόνως αφηγείται τη δική του προσωπική διαδρομή από τα παιδικά του χρόνια ώς την εφηβεία του καθώς και περιστατικά από τη ζωή της οικογένειάς του, όχι τόσο ή όχι μόνο για να πει μια ιστορία, αλλά για να αναζητήσει σε όλα αυτά το κοινό υπόβαθρο της ανθρώπινης ύπαρξης εντός του κόσμου:
«Έτσι σκαλίζω μέσα στις παιδικές μου αναμνήσεις και προσπαθώ να ξεδιαλέξω όσες από αυτές μου δείχνουν πιο καλά αυτό που είμαι και αυτό που έγινα, τον μοναδικό μου εαυτό και, μέσα του, τον ανθρώπινο πυρήνα που μοιράζομαι με τους άλλους. Προσπαθώ να ξαναβρώ όχι τα πράγματα ή τα γεγονότα –αυτά είναι συνήθως φτωχά και πάντοτε αλλοιωμένα από τη μνήμη που μου τα επιστρέφει– αλλά το χνάρι τους στο κορμί και στην ψυχή μου» (σ.34).
Καθώς ξαναζεί και αναλύει τη ζωή του νεότερου εαυτού του, περνά από το προσωπικό στο καθολικό, από το ιδιωτικό στο δημόσιο, και αντιστρόφως: έτσι η αφήγησή του συνδέεται οργανικά με το ιστορικό και κοινωνικό γίγνεσθαι των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, δηλαδή με τον ευρύτερο κόσμο που τον περιβάλλει και τον καθορίζει. Με αυτά τα στοιχεία το Σαν μυθιστόρημα ικανοποιεί τη μυθιστορηματική συνθήκη, αν και προγραμματικά προχωρά πέρα από αυτήν.
Όπως το Δίκωλον του ποντιακού Καρναβαλιού, κουβαλά στην πλάτη του το σώμα του νεκρού αδελφού του.
Πρόσωπο κλειδί στην αφήγηση ο αδελφός που χάθηκε πρόωρα και ουσιαστικά συνεχίζει να ζει μέσα στον αφηγητή καθώς περνούν τα χρόνια. Δεν ζει μόνο μέσω της κοινής ζωής που μοιράστηκαν, και η οποία παραμένει σταθερή ως μνήμη του επιζώντος, αλλά και μέσω του διχοτομημένου μέλλοντος, που είναι η συνέχεια της ζωής για τον έναν, η ανυπαρξία για τον άλλο. Έτσι ο επιζών αναλαμβάνει, ίσως σαν υποχρέωση, να ζήσει και για τους δύο. Όπως το Δίκωλον του ποντιακού Καρναβαλιού, κουβαλά στην πλάτη του το σώμα του νεκρού αδελφού του. Δεν είναι αλήθεια όμως ότι πάντα κουβαλάμε κάποιους Άλλους ως μνήμη και ως γνώση; Μήπως δεν είμαστε ένα σύνολο από φερτά υλικά; Γράφοντας, ο Γιάννης Κιουρτσάκης ανοίγει δρόμο στον λαβύρινθο των προσμείξεων που αποτελούν την ανθρώπινη ψυχή και μεταφέρει στο βιβλίο του, στον βαθμό που μπορεί να το κάνει, αυτούσια την εμπειρία της αλλοτινής του ζωής (ή της ανάκλησής της), ενσωματώνοντας σε αυτό γράμματα της οικογένειας, ημερολογιακές εγγραφές και παλιές του σημειώσεις:
«Μ’ αυτόν τον τρόπο πλάθεις την ιστορία σου: κοιτάζοντας πρόσωπα και πράγματα όπως τα βλέπεις τώρα κι όπως μπορούσες τότε να τα δεις. κοιτάζοντάς τα, όσο μπορείς, συγχρόνως από έξω και από μέσα – και καθρεφτίζοντας αυτό το έξω πάνω στο μέσα, αυτό το μέσα πάνω στο έξω. Κι έτσι ανακαλύπτεις συνεχώς νέες άγνωστες όψεις και νέες διαστάσεις της. έτσι αυτά τα γράμματα σε οδηγούν από καινούρια πάντα μονοπάτια στον αδερφό σου και στον εαυτό σου, αλλά και στον κόσμο, όπως καθρεφτιζόταν και μεταμορφωνόταν στην ψυχή σας – μήπως αυτή δεν είναι η ιστορία της ψυχής σας μες στον κόσμο, του κόσμου μέσα στην ψυχή σας;» (σ. 395).
Επρόκειτο μάλλον για αναζήτηση ενός οδικού χάρτη από το παρελθόν προς το παρόν, σ’ έναν κόσμο αδιαφανή και μεταβαλλόμενο όπως είναι συχνά η εξωτερική πραγματικότητα.
Την εποχή που πρωτοδιάβασα το Σαν μυθιστόρημα, το 1995, με είχε ελκύσει κυρίως η πρωτοτυπία του: η καταβύθιση ενός συγγραφέα στην προσωπική και οικογενειακή του ιστορία δεν ήταν διόλου του συρμού στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Ωστόσο εκείνο που έκανε ακόμη πιο ελκυστικό το εγχείρημά του ήταν ακριβώς η επιλογή του να μη μείνει δέσμιος των γεγονότων αλλά να αναζητήσει την αιτιώδη συνάφεια και την ουσία των επεισοδίων μιας ευρύτερης αφήγησης, τοποθετημένης μέσα στην κοινωνική πραγματικότητα της συγκεκριμένης περιόδου. Επρόκειτο μάλλον για αναζήτηση ενός οδικού χάρτη από το παρελθόν προς το παρόν, σ’ έναν κόσμο αδιαφανή και μεταβαλλόμενο όπως είναι συχνά η εξωτερική πραγματικότητα.
Στην επιτυχία του εγχειρήματος συνέβαλε και το αφηγηματικό χάρισμα του Γιάννη Κιουρτσάκη, το οποίο φανερώνεται ιδίως στην αποτελεσματική επίκληση του παρελθόντος (με έναν τρόπο που ορισμένες στιγμές θυμίζει τον Προυστ). Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, το σημείο όπου ο αφηγητής περιγράφει πώς τα βράδια αντανακλάται πάνω στο τζάμι της τραπεζαρίας ο μπουφές του πατρικού σπιτιού με φόντο τα δέντρα του κήπου:
«Το είδωλο του μπουφέ πάνω στο τζάμι της μικρής καθημερινής τραπεζαρίας ερχόταν να ενωθεί τα χειμωνιάτικά απογεύματα, σαν έπαιρνε να βραδιάζει, με τα μεγάλα φοινικόδεντρα του διπλανού κήπου, που άπλωναν στο σύθαμπο τα σκοτεινά κλωνιά τους και γύρευαν, λες, να αγκαλιάσουν το παλαιικό εκείνο έπιπλο και όλο το δωμάτιο. Ήταν μια εικόνα που με σαγήνευε μαζί και με τρόμαζε, αυτός ο μπουφές που γινόταν έξαφνα διπλός, σαν να ’βγαινε έξω χωρίς να φεύγει από τη θέση του, κι έμοιαζε να αιωρείται στο κενό, ενώ καθρέφτιζε με τη σειρά του, πάνω στο δικό του τζάμι, και το παράθυρο με το δικό του είδωλο και τις σκιές από τα φοινικόδεντρα και τον κρεμασμένο απ’ το ταβάνι γλόμπο του ηλεκτρικού, που μόλις είχε ανάψει και πολλαπλασιαζόταν τώρα απεριόριστα σ’ ένα αδιάκοπο πηγαινέλα ανάμεσα στις δύο γυάλινες επιφάνειες» (σ.29).
Τα χρόνια που μεσολάβησαν από την πρώτη έκδοση του βιβλίου, πολλοί αναγνώστες, μεταξύ αυτών και εγώ, εντοπίσαμε σε αυτή την εξιστόρηση δικές μας σκέψεις ή συνειδητοποιήσαμε ότι οι προσωπικές μας εμπειρίες ανήκουν στην κοινή δεξαμενή των ανθρώπινων πραγμάτων.
Η τέχνη του αφηγητή, τόσο απαραίτητη ώστε να φύγει το «σαν» του τίτλου και να μείνει ατόφιο το μυθιστόρημα μιας ζωής, αποδεικνύεται όμως και σε άλλα σημεία, λιγότερο «προυστικά», εφάμιλλα πάντως της καλύτερης ευρωπαϊκής μυθιστορηματικής παράδοσης: για παράδειγμα, η περιγραφή των δύο κρίσιμων θανατικών που πλήττουν τον αφηγητή ή η διαδρομή του νεαρού ζευγαριού που έχει μόλις γνωριστεί μέσα από το νυχτερινό Παρίσι (σκηνή που μου φέρνει στον νου την ταινία του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ Πριν το ξημέρωμα, η οποία προβλήθηκε κατά σύμπτωση τη χρονιά που κυκλοφόρησε και το Σαν μυθιστόρημα: κι εκεί μια τυχαία συνάντηση δυο νέων ανθρώπων και μια ολονύκτια περιπλάνησή τους σε μια ευρωπαϊκή μεγαλούπολη, που θα τους οδηγήσει σε μια σχέση ζωής. πράγματι, όλα έχουν ξανασυμβεί, με τον δικό τους μοναδικό τρόπο).
Τα χρόνια που μεσολάβησαν από την πρώτη έκδοση του βιβλίου, πολλοί αναγνώστες, μεταξύ αυτών και εγώ, εντοπίσαμε σε αυτή την εξιστόρηση δικές μας σκέψεις ή συνειδητοποιήσαμε ότι οι προσωπικές μας εμπειρίες ανήκουν στην κοινή δεξαμενή των ανθρώπινων πραγμάτων (προσωπικό παράδειγμα, έχασα κι εγώ τον αδελφό μου αναπάντεχα και πρόωρα). Συνειδητοποιήσαμε έτσι ότι είμαστε μοναδικοί και συγχρόνως ίδιοι, όσο αντιφατικό κι αν μοιάζει αυτό. Εμπεδώσαμε ότι η αντίφαση είναι εγγενής στην ανθρώπινη φύση: το Ίδιο συνυπάρχει με το Άλλο, και η προσπάθεια να τα διαχωρίσουμε οδηγεί, ή θα όφειλε να οδηγεί, στην αποδοχή της συνύπαρξής τους. Ότι μάταια προσπαθούμε να κατατάξουμε τα πάντα σε φόρμες και πεδία του Excel. Ότι το να ζεις αληθινά και πλήρως σημαίνει να βρίσκεσαι σε διαρκή πνευματική αναζήτηση. Ότι το να ξαναζήσεις τη ζωή σου γράφοντας, και κατ’ επέκταση να την ανακαλύψεις ξανά, απαιτεί να σκάψεις βαθιά σε ατομικές και συλλογικές μνήμες, να συνδιαλλαγείς επίμονα με τα τεκμήρια που έχουν διασωθεί αλλά και με το υποσυνείδητό σου.
«Τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος μέσα στην κοινωνία»
Επιστρέφοντας μετά από τόσα χρόνια σε ένα βιβλίο που μου είχε χαρίσει μια απρόσμενη αναγνωστική εμπειρία την εποχή που το πρωτοδιάβασα, θεωρώ ωστόσο ότι το σπουδαιότερο ερώτημα που θέτει είναι το διαχρονικό «τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος μέσα στην κοινωνία, μέσα στον κόσμο». Βαθιές τομές και κοσμοϊστορικές αλλαγές μας χωρίζουν από την εποχή στην οποία διαδραματίζεται το Σαν μυθιστόρημα, όμως οι άνθρωποι πόσο έχουμε αλλάξει; Μήπως στη μακρά πορεία του ανθρώπινου πολιτισμού (που από μια άλλη προοπτική είναι πολύ σύντομη), παρά τις τεράστιες κοινωνικές και πολιτισμικές μεταβολές, ο πυρήνας της ανθρώπινης υπόστασης παραμένει τελικά αναλλοίωτος; Στην εποχή μας μαθαίνουμε να συμβιώνουμε με τις μηχανές, καθώς η τεχνητή νοημοσύνη εισβάλλει στην καθημερινότητά μας, και ήδη οι νεότεροι δεν μπορούν να φανταστούν πώς ζούσε η ανθρωπότητα χωρίς αυτές (περίπου όπως εμείς δυσκολευόμαστε να φανταστούμε την καθημερινότητα ενός ανθρώπου της Αναγέννησης). Δεν είναι άραγε σημαντικό να κάνουμε μια επανάληψη σε όλα τα στοιχεία της ανθρώπινης νοημοσύνης που δεν μπορεί να υποκαταστήσει η τεχνολογία; Μιας νοημοσύνης που μπορεί να είναι ατελής αλλά έκανε πραγματικότητα θαυμαστά επιτεύγματα, χάρη στην ακόρεστη περιέργειά της και στην ικανότητά της να οραματίζεται το ανέφικτο, κάτι μάλλον αδύνατον για τις ψηφιακές διάνοιες.
Σήμερα το βιβλίο αυτό μου φαίνεται πιο οικείο, ίσως επειδή έφτασα στην ηλικία που είχε ο συγγραφέας του όταν το έγραφε, αλλά σίγουρα όχι μόνο για αυτό. Πέρα από τις συμπτώσεις και τις προσωπικές εμπειρίες, τώρα μπορώ να ακούσω καθαρότερα τον απόηχο μιας ιστορικής και κοινωνικής (ταξικής ενδεχομένως;) πραγματικότητας την οποία πρόλαβα να γνωρίσω, καθώς επιβίωνε ακόμα τη δεκαετία του ’60 και σχεδόν μέχρι τη Μεταπολίτευση: εκείνο το μεσοαστικό ήθος, την επιθυμία για βελτίωση του επιπέδου διαβίωσης και εκσυγχρονισμό, ώστε η χώρα αυτή να φτάσει την Ευρώπη. Εδώ βρίσκω μια από τις πιο ενδιαφέρουσες πτυχές του προβληματισμού του Γιάννη Κιουρτσάκη, που είναι η ισορροπία ανάμεσα στην Ελλάδα των αστών και την Ελλάδα του λαϊκού πολιτισμού, –και επεκτείνοντας το δίπολο– ανάμεσα στην Ελλάδα και την Ευρώπη, ή στην Ελλάδα και τη Δύση, ζήτημα που το πραγματεύεται εκτενώς και σε άλλα βιβλία του. Επηρεασμένος από την ανατροφή και τα διαβάσματά του, εξιδανικεύει τον πολιτισμό της Δυτικής Ευρώπης, καθώς τον συγκρίνει με τη μικρή, αγροτική, καθημαγμένη από τους πολέμους Ελλάδα.
Εν συνεχεία η επαφή με την Ευρώπη του αποκαλύπτει τα όρια της Δύσης και τον επαναφέρει στη γενέτειρά του και στον εσώτερο πλούτο της. Αυτή η επαναλαμβανόμενη αιώρηση του εκκρεμούς από την Ελλάδα στη Δύση και τανάπαλιν χαράζει ανεξίτηλα μέσα του το αίσθημα του «αδύνατου νόστου», της ανάγκης για επιστροφή σ’ έναν τόπο που τον θεωρεί δικό του και συγχρόνως του φαίνεται ξένος. Πόσο συνηθισμένο είναι να αισθάνεσαι εξόριστος στην πατρίδα σου; Άραγε θα μπορέσει ποτέ να μοιραστεί αυτό τον τόπο με τους «αυτόχθονες» που δεν συναισθάνονται την αντίφαση; Ίσως γι’ αυτό ο Γιάννης Κιουρτσάκης επιδιώκει να εναπασυνδεθεί μαζί τους μέσα από τα κείμενά του. Επιδιώκει να ανοίξει τη συζήτηση που θα οδηγήσει σε μια κοινή προσπάθεια ώστε να συγκεραστούν τα χρήσιμα στοιχεία του χθες με την πραγματικότητα του σήμερα και να γραφτεί έτσι το κεφάλαιο ενός βιώσιμου μέλλοντος.
Τι μπορεί να σημαίνει για έναν νεότερο ίσως αναγνώστη το Σαν μυθιστόρημα;
Σίγουρα το βιβλίο αυτό δεν ασχολείται μόνο με το δράμα μιας οικογένειας ως ειδικής περίπτωσης, ούτε διασώζει μόνο την ατμόσφαιρα μιας εποχής (αν και αυτό είναι ήδη σημαντικό: όποιος στρέφει αβασάνιστα την πλάτη στο χθες, αγνοεί τα θεμέλια του σήμερα). Κυρίως όμως τούτο το έργο δείχνει ότι, σε καιρούς ραγδαίου ανασχηματισμού των πάντων, έχει νόημα η αναζήτηση μιας σταθερής πατρίδας, ενός σημείου αναφοράς τουλάχιστον εντός μας, και μιας ανθρώπινης κοινότητας, που υφίσταται πάντα, μολονότι δυσδιάκριτη κάτω από τις αντιφάσεις και τις αντιπαραθέσεις του παρόντος. Δείχνει επίσης ότι η αναζήτηση του εαυτού χρειάζεται επιμονή και συγχρόνως ένα γενναιόδωρο άνοιγμα στον έξω κόσμο.
Ο σημερινός και ίσως νεότερος αναγνώστης λοιπόν, εθισμένος στον ιλιγγιώδη (με τα μέτρα του χθες) ρυθμό των εξελίξεων και στην εξίσου ιλιγγιώδη ταχύτητα με την οποία διαδίδονται οι πληροφορίες, έρχεται σε επαφή με ένα είδος λεπτομερούς παρατήρησης και επεξεργασίας των δεδομένων που έχει ως αποτέλεσμα μια βραδείας αποδέσμευσης επίγνωση του εαυτού του και του κόσμου. Το ταξίδι του Γιάννη Κιουρτσάκη ξεκινά με ανοιχτό χρονικό ορίζοντα και οδηγεί διαρκώς σε νέα ερωτήματα, φτάνοντας, γιατί όχι, μέχρι την (για πολλούς επίπονη) αυτογνωσία. Με άλλα λόγια, το Σαν μυθιστόρημα είναι βιβλίο για υπομονετική ανάγνωση σε μια ανυπόμονη εποχή. Για ορισμένα πράγματα όμως, δηλαδή για τα πιο σημαντικά, είναι απαραίτητη η πολυτέλεια του χρόνου, ακριβώς επειδή η σύντομη ζωή μας γίνεται συντομότερη όταν δεν προλαβαίνουμε να εσωτερικεύσουμε τις εμπειρίες μας και να απορροφηθούμε από αυτές.
Η προσωπική μας εμπειρία περνά μέσα από την εμπειρία των άλλων και αντίστροφα.
Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, πρέπει να διαλέγουμε πού θα εστιάσουμε την προσοχή μας, ακριβώς επειδή οι πληροφορίες διαχέονται με ασύλληπτη ταχύτητα (την οποία πλέον θεωρούμε και δεδομένη). Μέρος των πληροφοριών αυτών είναι προσωπικές εμπειρίες που αναρτώνται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, παρόμοιες με αυτές που εκθέτει και ο αφηγητής στο Σαν μυθιστόρημα, αλλά, φυσικά, χωρίς την έκταση και το βάθος της δικής του ανάλυσης, και σίγουρα με πολύ διαφορετικούς στόχους (αφού δεν αποτελούν πεδίο αναζήτησης μιας θεμελιώδους κατανόησης του κόσμου). Ωστόσο έχουμε συνηθίσει πια στην ιδέα ότι «ο καθένας», και όχι μόνο οι επώνυμοι, μπορεί να εκθέτει σε κοινή θέα «τα προσωπικά του» (προφανώς επιλεκτικά).
Παρόμοια έκθεση, αλλά με άλλο μέσο και σε ριζικά διαφορετικό εκφραστικό επίπεδο, συντελείται και μέσω της αυτομυθοπλασίας. Μολονότι ο Γιάννης Κιουρτσάκης δεν αποδέχεται τον χαρακτηρισμό αυτόν για το έργο του, υπάρχει ανιχνεύσιμη συγγένεια. Αυτό που τον διαφοροποιεί από τις προαναφερθείσες αφηγήσεις είναι, όπως είπαμε ήδη, ο διεξοδικός στοχασμός του πάνω σε κάθε μείζον κεφάλαιο της ιστορίας του. Είναι η ανάγκη του να κατανοήσει εις βάθος την ανθρώπινη ύπαρξη καθαυτή, αναζητώντας μέσα της τον εαυτό του, κατανόηση πάντα φευγαλέα αλλά όχι αδύνατη, τουλάχιστον με βάση τη δική του ανασκαφική μέθοδο. Και έχει δίκιο. Η προσωπική μας εμπειρία περνά μέσα από την εμπειρία των άλλων και αντίστροφα. Χάρη σε αυτή την κυκλική διαδρομή μαθαίνουμε τον εαυτό μας και τον κόσμο. Ο αφηγητής του συνδέει μάλιστα με τρόπο σχεδόν χριστιανικό, αν και αποδεσμευμένο από θρησκευτικές επιταγές, την αυτογνωσία με μια βαθιά αγάπη για οτιδήποτε ανθρώπινο, χωρίς την οποία η ζωή γίνεται ακατανόητη και κενή. Η (αυτό)μυθοπλασία του διαποτίζεται τελικά από τον στοχασμό του, ο οποίος αποτελεί το αληθινό της κέντρο και υποστηρίζεται από έναν δοκιμιακό λόγο συναισθηματικά φορτισμένο αλλά συγχρόνως διαυγέστατο.
Ο Γιάννης Κιουρτσάκης θέτει περισσότερα ερωτήματα από αυτά που μπορεί ή θέλει να απαντήσει, αφού στόχος του είναι να σπείρει τον σπόρο του διαλόγου.
Αλλά και ο προβληματισμός σχετικά με τη θέση της Ελλάδας στον (δυτικό ιδίως) κόσμο παραμένει ανελλιπώς στην επικαιρότητα. Μήπως δεν έχουμε ακόμα περί πολλού τα ξένα πανεπιστήμια; Μήπως τα καλύτερα μυαλά μας δεν εξακολουθούν να φεύγουν στο εξωτερικό; Η πρόοδος, σε οποιαδήποτε μορφή της, δεν φτάνει σε εμάς από την «πολιτισμένη» Δύση, το πρότυπο της «παγκοσμιοποιημένης επαρχίας» που είναι η σημερινή υφήλιος (όπως την αποκαλεί αλλού ο Γιάννης Κιουρτσάκης); Δεν μας προβληματίζει η υποδοχή της ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό ως ένας εσαεί άπιαστος στόχος; Πώς μπορούμε να βελτιώσουμε αυτή την άνιση σχέση, όταν γύρω μας εξακολουθούν να υπάρχουν τόσες αντιφάσεις και τόσο διαφορετικές απόψεις για τη Δύση αλλά και για την Ελλάδα, που κυμαίνονται από την εξιδανίκευση μέχρι την απόρριψη;
Ο Γιάννης Κιουρτσάκης θέτει περισσότερα ερωτήματα από αυτά που μπορεί ή θέλει να απαντήσει, αφού στόχος του είναι να σπείρει τον σπόρο του διαλόγου. Δεν αναζητά εύκολες λύσεις, δεν αποφεύγει να εξετάσει οτιδήποτε τον περιβάλλει και να καταγράψει τα ευρήματα της έρευνάς του, συνθέτοντας ένα ανάγλυφο που περιλαμβάνει τα πάντα, από τις ηλιόλουστες πεδιάδες μέχρι τις απόκρημνες χαράδρες της ύπαρξης. Κυρίως δεν αρνείται το ατελές της ανθρώπινης φύσης:
«Όχι, δεν βλέπεις ποτέ αρκετά, δεν αισθάνεσαι ποτέ αρκετά, δεν σκέφτεσαι ποτέ αρκετά. δεν είσαι ποτέ αρκετά παρών εκεί που είσαι, ούτε ζεις ποτέ αρκετά τη ζωή σου: σαν να σου λείπουν πάντα κάποιες αισθήσεις, κάποια όργανα ικανά να πιάσουν τα αναρίθμητα μηνύματα που εκπέμπονται από το άπειρο του κόσμου, γύρω σου, δίπλα σου και μέσα σου. κι αυτή είναι η μοναξιά σου, αυτή είναι η ανάπηρη ζωή σου» (σ. 597).
Ωστόσο τούτο το κείμενο υπαινίσσεται με ποιον τρόπο μπορεί να μετριαστεί, αν όχι να εξαλειφθεί, αυτό το έλλειμα, αυτή η εσωτερική μοναξιά. Όπως γράφει στο Επίμετρό του ο Ζαν-Υβ Μασσόν, «ένα από τα πιο μεγάλα παράδοξα αυτού του βιβλίου που χτίζεται γύρω από έναν νεκρό είναι ότι συνιστά βαθύτατα ένα βιβλίο ζωής» (σ. 648).
* Η ΕΛΙΑΝΑ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΟΥ είναι συγγραφέας. Τελευταίο της βιβλίο, το μυθιστόρημα «Μια τελευταία επιστολή αγάπης» (εκδ. Πατάκη).