
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο της Ανί Ερνό [Annie Ernaux], «Κοίτα τα φώτα, αγάπη μου» (μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 24 Ιουνίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Τα σουπερμάρκετ και οι υπεραγορές δεν περιορίζονται στη λειτουργία τους με όρους οικιακής οικονομίας, δηλαδή στην «αγγαρεία» που είναι τα ψώνια για το σπίτι. Προκαλούν σκέψεις, εναποθέτουν αισθήσεις και συγκινήσεις στη μνήμη. Θα μπορούσαμε τελικά να γράψουμε αφηγήσεις ζωής από τη σκοπιά των μεγάλων καταστημάτων που επισκεπτόμαστε σε τακτά χρονικά διαστήματα. Αποτελούν μέρος του τοπίου της παιδικής ηλικίας για τους άνω των πενήντα. Με εξαίρεση μια περιορισμένη κατηγορία του πληθυσμού –όσους ζουν στο κέντρο του Παρισιού και στις παλιές ιστορικές πόλεις–, η υπεραγορά είναι για όλους ένας χώρος οικείος, που η πρακτική του είναι μεν ενσωματωμένη στην καθημερινή ζωή, αλλά ο αντίκτυπός του δεν είναι πλήρως κατανοητός στις κοινότητές μας, καθώς και στον τρόπο με τον οποίο ορίζουμε τις κοινωνικές σχέσεις τον 21ο αιώνα. Μα όταν τον αναλογιζόμαστε, δεν υπάρχει άλλος χώρος, δημόσιος ή ιδιωτικός, όπου τόσα πολλά άτομα τόσο διαφορετικά ως προς την ηλικία, το εισόδημα, την κουλτούρα, τη γεωγραφική και εθνοτική προέλευση, το look, κινούνται και συγχρωτίζονται. Κι όχι κάποιος χώρος κλειστός όπου, δεκάδες φορές τον χρόνο, οι άνθρωποι έρχονται σε μεγαλύτερη επαφή με τους ομοίους τους, και όπου ο καθένας έχει την ευκαιρία να δει φευγαλέα τον τρόπο ύπαρξης και ζωής των άλλων. Πολιτικοί, δημοσιογράφοι, «επαΐοντες », όλοι αυτοί που δεν έχουν πατήσει ποτέ το πόδι τους σε μια υπεραγορά δεν γνωρίζουν την κοινωνική πραγματικότητα της σημερινής Γαλλίας.
Έχω επανειλημμένα βιώσει την υπεραγορά ως έναν μεγάλο χώρο συνάντησης ανθρώπων, ένα θέαμα – την πρώτη φορά έντονα, με κάποιο απροσδιόριστο αίσθημα ντροπής. Για να γράψω, απομονώθηκα εκτός περιόδου αιχμής σ’ ένα χωριό της Νιέβρ, μα δεν το κατάφερα. Το να πάω «στο Leclerc», πέντε χιλιόμετρα αποκεί, ήταν μια ανακούφιση: αν γινόμουν ένα με αγνώστους, αν «έβλεπα κόσμο», θα ξανάβρισκα ακριβώς αυτόν, τον κόσμο. Την απαραίτητη παρουσία του κόσμου. Κι έτσι ανακάλυψα πως ήμουν ίδια με όλους εκείνους που κυκλοφορούν στο εμπορικό κέντρο για ψυχαγωγία ή για να ξεφύγουν απ’ τη μοναξιά τους. Εντελώς αυθόρμητα, άρχισα να περιγράφω πράγματα που είχα δει στα μεγάλα εμπορικά κέντρα.
Πολιτικοί, δημοσιογράφοι, «επαΐοντες », όλοι αυτοί που δεν έχουν πατήσει ποτέ το πόδι τους σε μια υπεραγορά δεν γνωρίζουν την κοινωνική πραγματικότητα της σημερινής Γαλλίας.
Επομένως, για να «αφηγηθώ τη ζωή», το δικό μας σήμερα, δεν είχα τον παραμικρό δισταγμό να επιλέξω τις υπεραγορές ως αντικείμενο της γραφής μου. Το είδα σαν μια ευκαιρία να κατανοήσω την αληθινή πρακτική της καθημερινής χρήσης τους, μακριά από συμβατικές μακρηγορίες, συνήθως με μια υποψία απέχθειας την οποία αυτοί οι υποτιθέμενοι non-places προκαλούν και που ουδόλως αντιστοιχούν στη δική μου εμπειρία από αυτούς.
Έτσι, απ’ τον Νοέμβρη του 2012 μέχρι τον Οκτώβρη του 2013, κατέγραφα λεπτομερώς τις περισσότερες επισκέψεις μου στην υπεραγορά Auchan του Σερζί στην οποία πηγαίνω συνήθως για λόγους ευκολίας κι ευχαρίστησης, που οφείλονται κυρίως στο γεγονός ότι βρίσκεται στο Trois-Fontaines, το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο του Βαλ-ντ’ Ουάζ. Προσβάσιμο με τα πόδια απ’ τον σταθμό του προαστιακού και με αυτοκίνητο απ’ τον αυτοκινητόδρομο Α15, το Trois-Fontaines βρίσκεται στην καρδιά της περιοχής Κλερζί-Πρεφεκτίρ. Όλοι οι δημόσιοι οργανισμοί είναι συγκεντρωμένοι εκεί –η νομαρχία, το κεντρικό ταχυδρομείο, η υπηρεσία κοινωνικών επιδομάτων, οι τερματικοί σταθμοί του προαστιακού και των λεωφορείων, το ταμιευτήριο, το αστυνομικό τμήμα, το θέατρο, η βιβλιοθήκη πολυμέσων, το ωδείο, η πισίνα, η πίστα πατινάζ, κ.λπ.–, καθώς και ορισμένα ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης (η Φιλοσοφική Σχολή, η Ανώτατη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών, η Εθνική Ανώτατη Σχολή Εφαρμοσμένης Πληροφορικής, η Εθνική Σχολή Τέχνης) και τράπεζες. Τόσο που ευχαρίστως θα όριζα αυτό τον χώρο –που άλλωστε τον αποκαλούσαν Grand Centre– ως μια προσθήκη, ή ακόμα κι ένα σύμπλεγμα όγκων, που δημιουργούν από κοινού μια παλλόμενη ζωντάνια τη μέρα κι ένα έρημο τοπίο τη νύχτα.
Το εμπορικό κέντρο καταλαμβάνει τη μεγαλύτερη έκταση αυτής της ζώνης. Ας φανταστούμε ένα πελώριο ορθογώνιο κάστρο από καφεκόκκινα τούβλα, η μεγάλη πρόσοψη του οποίου, στραμμένη προς τον αυτοκινητόδρομο, έχει τζαμαρίες-καθρέφτες που αντανακλούν τα σύννεφα. Η απέναντι πρόσοψη, που βλέπει σε κτίρια γραφείων και σ’ έναν ουρανοξύστη κατοικιών, είναι εξ ολοκλήρου φτιαγμένη με τούβλα, σαν παλιό εργοστάσιο του Βορρά. Μετά την κατασκευή της το 1972, στο ένα άκρο προστέθηκε μια κάθετη πτέρυγα όπου, σήμερα, την καταλαμβάνει κυρίως το κατάστημα της FNAC. Περιβάλλεται σε τρεις πλευρές από αχανή, πολυεπίπεδα πάρκινγκ, όπου τα μισά είναι σκεπαστά. Δέκα προστώα παρέχουν πρόσβαση στο εσωτερικό, από τα οποία ορισμένα, μνημειώδη, μου θυμίζουν είσοδο ναού, μισο-ελληνικού, μισο-ασιατικού, με τις τέσσερις κολόνες τους στεφανωμένες από δύο απομακρυσμένες σκεπές, σε σχήμα αψίδας, που η κορυφή τους, φτιαγμένη από γυαλί και μέταλλο, προεξέχει με χάρη.
Το εμπορικό κέντρο Les Trois-Fontaines αποτελεί ένα κέντρο πόλης νέου τύπου: ανήκει σε ιδιωτικό όμιλο, είναι ολότελα κλειστό, υπό διαρκή ηλεκτρονική παρακολούθηση, και κανείς δεν μπορεί να μπει πέραν του καθορισμένου ωραρίου. Αργά το βράδυ, όταν βγαίνεις απ’ τον προαστιακό, ο σιωπηλός όγκος του είναι πιο θλιβερός κι από νεκροταφείο.
Εδώ, είναι συγκεντρωμένα σε τρία επίπεδα όλα τα καταστήματα και όλες οι επί πληρωμή υπηρεσίες που καλύπτουν το σύνολο των αναγκών ενός δεδομένου πληθυσμού – σουπερμάρκετ, μπουτίκ, κομμωτήρια, ιατρικό κέντρο και φαρμακεία, βρεφονηπιακός σταθμός, ταχυφαγεία, σημεία πώλησης ειδών καπνιστού-εφημερίδων-περιοδικών, κ.λπ. Υπάρχουν δωρεάν τουαλέτες και αναπηρικά αμαξίδια που μπορείς να τα δανειστείς. Αλλά το μοναδικό καφέ, Le Troquet, ο κινηματογράφος Les Tritons και το βιβλιοπωλείο Le Temps de vivre έχουν κλείσει οριστικά. Εδώ, βρίσκεις ελάχιστες φίρμες πολυτελείας. Οι πελάτες, στην πλειονότητά τους, ανήκουν στις μεσαίες και λαϊκές τάξεις.
Υπάρχουν δωρεάν τουαλέτες και αναπηρικά αμαξίδια που μπορείς να τα δανειστείς. Αλλά το μοναδικό καφέ, Le Troquet, ο κινηματογράφος Les Tritons και το βιβλιοπωλείο Le Temps de vivre έχουν κλείσει οριστικά. Εδώ, βρίσκεις ελάχιστες φίρμες πολυτελείας. Οι πελάτες, στην πλειονότητά τους, ανήκουν στις μεσαίες και λαϊκές τάξεις.
Αν δεν είσαι εξοικειωμένος, το μέρος είναι αποπροσανατολιστικό, όχι με τον τρόπο ενός λαβύρινθου όπως η Βενετία, αλλά λόγω μιας γεωμετρικής διάταξης όπου μαγαζιά, που εύκολα τα μπερδεύεις μεταξύ τους, είναι βαλμένα στη σειρά σε κάθε πλευρά ενός ορθογώνιου διαδρόμου. Ο ίλιγγος της συμμετρίας, εντεινόμενος από το περίκλειστο του χώρου, έστω κι αν αυτός ο χώρος δέχεται το φως του ήλιου μέσα από ένα μεγάλο γυάλινο σκέπαστρο που αντικαθιστά τη σκεπή.
Η υπεραγορά Auchan καταλαμβάνει σχεδόν το μισό της επιφάνειας του κέντρου, σε δύο επίπεδα. Είναι η καρδιά του, εφόσον, με την πελατεία της, τροφοδοτεί τα υπόλοιπα μαγαζιά. Η υπεροχή της είναι ολοφάνερη, τη βλέπεις στο πάνω μέρος της κεντρικής εισόδου του κέντρου όπου τ’ όνομά της προβάλλει με πελώρια γράμματα, επισκιάζοντας εκείνα, πιο μικρά εννοείται, της FNAC και του Darty. Στο πάρκινγκ, οι σκεπαστές θέσεις για τα καρότσια αγορών φέρουν το ίδιο λογότυπο, κόκκινο, μ’ ένα πουλί. Είναι το κατάστημα με το πιο διευρυμένο ωράριο –από τις οχτώ και μισή το πρωί ως τις δέκα το βράδυ– ενώ τ’ άλλα είναι ανοιχτά από τις δέκα το πρωί ως τις οχτώ το βράδυ. Στο εσωτερικό του κέντρου, η υπεραγορά Auchan αποτελεί έναν αυτόνομο θύλακα που, εκτός από τρόφιμα, διαθέτει ηλεκτρικές οικιακές συσκευές, ρούχα, βιβλία, εφημερίδες και περιοδικά, καθώς και υπηρεσίες – έκδοση εισιτηρίων, οργάνωση ταξιδιών, εκτύπωση φωτογραφιών, κ.λπ. Υπό μία έννοια, αντιγράφει αγαθά και υπηρεσίες που παρέχουν άλλα καταστήματα, όπως το Darty, όταν βέβαια δεν τα εκδιώκει απ’ το κέντρο, όπου δεν υπάρχει αρτοποιείο, κρεοπωλείο, οινοπωλείο, κ.λπ. Το επίπεδο 1, είδη εκτός των τροφίμων, είναι ένα μακρύ ορθογώνιο. Συνδέεται με κυλιόμενη σκάλα με το επίπεδο 2, η επιφάνεια του οποίου χωρίζεται σε δύο χώρους, που επικοινωνούν μεταξύ τους, πράγμα που, περιορίζοντας τον ατέλειωτο ορίζοντα των εμπορευμάτων, αμβλύνει την εντύπωση του αχανούς. Σε όλες τις εισόδους βλέπεις φύλακες.
Αυτά λοιπόν για τη φυσιογνωμία του χώρου στον οποίο περιφερόμουν συνήθως, με τη λίστα για τα ψώνια στο χέρι, πασχίζοντας ταυτόχρονα να δίνω μεγαλύτερη προσοχή απ’ ό,τι συνήθως σε όλους τους συντελεστές του, εργαζόμενους και πελάτες, καθώς και στις εμπορικές στρατηγικές. Επομένως, καμιά συστηματική έρευνα ή εξερεύνηση, απλώς ένα ημερολόγιο, η μορφή που ταιριάζει όσο καμιά άλλη στην ιδιοσυγκρασία μου, που αρέσκεται στην ιμπρεσιονιστική καταγραφή πραγμάτων, ανθρώπων, ατμόσφαιρας. Μια ελεύθερη παράθεση σχολίων, εντυπώσεων, η οποία σκοπό έχει να αποτυπώσει κάτι από τη ζωή που εκτυλίσσεται εδώ.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Για έναν χρόνο, η Ανί Ερνό κρατούσε ημερολόγιο των επισκέψεών της σε ένα μεγάλο σουπερμάρκετ στα προάστια του Παρισιού. «Όταν βλέπεις για να γράψεις βλέπεις διαφορετικά» γράφει. Και πράγματι, αντί να καταλήξει μια αγγαρεία, το σουπερμάρκετ εδώ παίρνει άλλες διαστάσεις: γίνεται ένας σημαντικός τόπος συνάντησης των ανθρώπων, ένα κανονικό θέαμα. Με αυτή την τοπογραφία αισθήσεων και παρατηρήσεων, το σουπερμάρκετ, τόπος οικείος όπου συναναστρέφονται σχεδόν οι πάντες, αναδεικνύεται σε μεγαλειώδες λογοτεχνικό θέμα.
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η Ανί Ερνό (Annie Ernaux, 1940) είναι μία από τις σημαντικότερες σύγχρονες συγγραφείς της Γαλλίας. Έχει λάβει πλήθος διακρίσεων για το πλούσιο πεζογραφικό της έργο που αφορμάται από την προσωπική της εμπειρία, στο οποίο ξεχωριστή θέση έχει η αυτοβιογραφία της με τίτλο Τα χρόνια (2008). Μεταξύ άλλων τιμήθηκε με το βραβείο Μαργκερίτ Γιουρσενάρ για τη συνολική της συνεισφορά στα γράμματα, ενώ ήταν υποψήφια για το Man Booker International το 2019. Κυκλοφορούν, επίσης τα βιβλία της Ο τόπος (2019), Μια γυναίκα (2020), Τα χρόνια (2021) και Το γεγονός (2022). Το 2022 η Σουηδική Ακαδημία της απένειμε το Νόμπελ Λογοτεχνίας.