
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο του Ζαν Νταρό [Jean Darot] «Ο σπορέας» (μτφρ. Ελένη Γ. Γύζη), το οποίο θα κυκλοφορήσει το επόμενο διάστημα από τις εκδόσεις Στίξις.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Δεν γνωρίζαμε τίποτα. Δεν γνωρίζαμε αν οι εξόριστοι άνδρες ζούσαν. Κανείς δεν ερχόταν στον τόπο μας. Ούτε κι εμείς πήγαμε σε άλλους τόπους, από τον φόβο, από τον τρόμο μήπως ανακαλύψουμε πως, πέρα από τον ορίζοντα των αγρών μας, ίσως υπήρχε μόνο η σιωπή και ο θάνατος, τίποτα παραπάνω. Δεν φύγαμε ποτέ από το χωριό, πνιγμένες με τη θέλησή μας στη δουλειά που απαιτούν, από την αυγή ως το βαθύ σκοτάδι, τα πεινασμένα στόματα των παιδιών, των ζώων, των αγρών.
Την Πρωτομαγιά, έπειτα από πολλούς μήνες μάταιης και βασανιστικής προσμονής, η Ροζ, η κόρη του αρτοποιού, έφερε το νυφικό της. Αυτό το φόρεμα ήταν απλώς το ωραιότερο φόρεμά της, τίποτα παραπάνω. Θυμάμαι πως είχε το χρώμα της νύχτας, πως το είχα ζηλέψει. Έντυσε ένα σκιάχτρο που το έμπηξε στην άκρη του κάμπου. Θυμάμαι πως έκλαιγε από οργή. Πάνω στον γιακά του φορέματος έδεσε το ταπεινό περιδέραιο με τα κέρινα άνθη πορτοκαλιάς που η φτωχή οικογένειά της το είχε αποκτήσει με χίλιες στερήσεις. Εμείς, οι υπόλοιπες, δεν κάναμε τίποτα για να την εμποδίσουμε, όμως μοιραστήκαμε μαζί τα δάκρυά της, μέχρι που τα μάτια μας στέρεψαν. Η Ροζ θα παντρευόταν τον Απρίλιο.
Τότε, η μητέρα του νέου που θα παντρευόταν τη Ροζ έφερε τη γαμπριάτικη φορεσιά του γιου της κι έντυσε ένα δεύτερο σκιάχτρο που το έμπηξε πλάι στο πρώτο. Από τότε, το χωριό των γυναικών ζει κάτω από το βλέμμα εκείνου του ζευγαριού που ποτέ δεν έσμιξε και οι δύο ακίνητες φιγούρες στρέφουν την πλάτη τους στον κάμπο. Είναι ένα σημάδι πως εδώ υπάρχει ζωή.
Αυτός ο άνδρας που έρχεται αργά προς το μέρος μας είναι ο πρώτος. Σφίγγω το μήλο που έχω στην τσέπη μου. Το μάζεψα άγουρο φεύγοντας το πρωί, καθώς είχε πέσει από το δέντρο αν και βρισκόμαστε στα μέσα του Ιουλίου. Σφίγγω τη λεία επιφάνεια του μήλου με τη σημαδεμένη φλούδα, όπου κάτι σαν ένα τσίμπημα βελόνας μαρτυρά την ύπαρξη του σκουληκιού που το έκανε να πέσει καταγής. Χαϊδεύω το μήλο, το γυαλίζω, και σκέφτομαι την Εύα. Ξαφνικά θέλω να πιστέψω εκείνο τον μύθο, θέλω να είμαι η πρώτη γυναίκα.
Πρέπει να περιμένουμε σχεδόν μία ώρα πριν εμφανιστεί ο άνδρας στην άκρη του αγρού. Τον κοιτάζουμε και μας κοιτάζει. Βράδυνε το βήμα του κι εμείς τις κινήσεις μας. Χαμογελά και θαρρώ πως η ένταση συσπά μόνο τα πρόσωπά μας. Όταν με ένα ακόμα βήμα του μας πλησιάζει, πέφτουμε με τα μούτρα στη δουλειά. Ξαφνικά το χέρι του ακουμπά το μπράτσο μου για να το σταματήσει. Τον κοιτάζω κι από εκείνη τη στιγμή ξέρω πως ανήκω σε αυτόν τον άνδρα. Ξέρω, επίσης, ότι πρέπει να τον μοιράζομαι.
Επαναπαυμένη στο όνειρό μου για τον Μαρτέν και στην κατάσταση της αγνής χήρας, ούτε καν έβαζα με τον νου μου πως θα μπορούσα να σαγηνευτώ από τον άγνωστο που προσμέναμε. Τον φανταζόμουν σαν ένα αντικείμενο, κι είναι ένας άνθρωπος. Θεωρούσα τη σχέση μας ως μια απλή χρηστική ανταλλαγή...
Ποτέ δεν φαντάστηκα ότι μπορούσα να ερωτευτώ. Συζητήσαμε πολύ μεταξύ μας. Είχαμε όλο τον χρόνο να σκεφτούμε, καθεμιά από την πλευρά της, ό,τι αφορούσε εκείνον τον άνδρα, πολύ πριν εμφανιστεί. Επαναπαυμένη στο όνειρό μου για τον Μαρτέν και στην κατάσταση της αγνής χήρας, ούτε καν έβαζα με τον νου μου πως θα μπορούσα να σαγηνευτώ από τον άγνωστο που προσμέναμε. Τον φανταζόμουν σαν ένα αντικείμενο, κι είναι ένας άνθρωπος. Θεωρούσα τη σχέση μας ως μια απλή χρηστική ανταλλαγή, και τα συναισθήματά μου με κατακλύζουν σαν να πλημμυρίζει ο Ας, σαν ένα κύμα ανεξέλεγκτο που σαρώνει τις αποφάσεις, τις επιθυμίες, τη θέλησή μου.
Προβλέψαμε τα πάντα για τον ερχομό ενός άνδρα. Πρώτο μας μέλημα ήταν το σπέρμα του, έπειτα η δύναμή του στη δουλειά, εντέλει η παρουσία του. Ποτέ ο έρωτάς του. Ακόμη κι ενδόμυχα, δεν αντιμετώπισα αυτό το ενδεχόμενο, ούτε και οι συντρόφισσές μου. Νιώθαμε έντονα την αρχέγονη ανάγκη, το κάλεσμα της ζωής που από τα βάθη των αιώνων υπάρχει στους ανθρώπους όπως και στα ζώα: την αναπαραγωγή.
Ωστόσο, πόσες φορές δεν ονειρεύτηκα ότι έσφιγγα στην αγκαλιά μου τον Μαρτέν, ότι δεχόμουν την αδέξια τρυφερότητά του, χάιδευα το σώμα του και με συνέθλιβε με το δικό του σώμα για να φτεροκοπήσω όπως φτεροκοπούν οι όρνιθες μόλις έχουν ζευγαρώσει με τον πετεινό.
Είμαι πολύ αναστατωμένη. Δεν ξέρω ούτε τι να κάνω, ούτε τι θα συμβεί. Πράγματι, είμαι ερωτευμένη. Πράγματι, ήμουν η πρώτη που άγγιξε. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι θα με διαλέξει. Αναρωτιέμαι μάλιστα αν οι συντρόφισσές μου έχουν ερωτευτεί, όπως εγώ, αυτόν τον άνδρα, τον άνδρα μας. Ντρέπομαι και φοβάμαι. Ντρέπομαι που σαγηνεύτηκα από τον πρώτο άνδρα που εμφανίστηκε μετά τον Μαρτέν, ντρέπομαι που ήδη έχω μπει στον πειρασμό να προδώσω τον όρκο που με δένει με τις άλλες γυναίκες του χωριού. Φοβάμαι πως δεν ξέρω να μοιράζομαι, φοβάμαι πως θα υποφέρω.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Το 1852, η Βιολέτ Αγιό είναι σε ηλικία γάμου όταν το χωριό της, στις Κάτω Άλπεις, χάνει αναπάντεχα όλους τους άνδρες του, ως επακόλουθο της καταστολής της δημοκρατικής εξέγερσης τον Δεκέμβριο του 1851. Δύο χρόνια κυλάνε μέσα στην απόλυτη απομόνωση. Οι γυναίκες δίνουν όρκο: αν ένας άνδρας έρθει στον τόπο τους, θα γίνει ο σύντροφος όλων, για να συνεχιστεί η ζωή.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Jean Darot γεννήθηκε στις 19 Ιουνίου 1950 στο Ανσύ, όπου έζησε τα παιδικά του χρόνια. Τα χρόνια της εφηβείας τα έζησε στη Ρουέν και της νεότητάς του στο Αλγέρι. Εργάστηκε αρχικά σε αλιευτικό, ακολούθως σε υπηρεσία ταχυμεταφορών και για περισσότερο από τριάντα χρόνια ως κειμενογράφος, δημοσιογράφος, εκδότης, συντάκτης. Ίδρυσε τον εκδοτικό οίκο «Parole» από τον οποίο αποχώρησε το 2020. Το έργο του «L’amer du thé» απέσπασε το βραβείο στο Φεστιβάλ Πρώτου Μυθιστορήματος του Σαμπερύ (Chambéry) το 2020. «Ο σπορέας» (Parole, 2006 / Passiflore, 2023), που αρχικά κυκλοφόρησε με το ψευδώνυμο Violette Ailhaud αποτελεί το πρώτο μέρος της τριλογίας του με θέμα τη δύναμη της γυναίκας.