
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο του Άρθουρ Μάκεν [Arthur Machen] «Οι τρεις απατεώνες ή οι μεταμορφώσεις» (μτφρ. – εισαγωγή: Χρυσόστομος Τσαπραΐλης), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 8 Απριλίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Η περιπέτεια του χρυσού Τιβέριου
Η γνωριμία του κυρίου Ντάισον με τον κύριο Τσαρλς Φίλιπς οφείλεται σε μια από κείνες τις μυριάδες συμπτώσεις που λαμβάνουν χώρα καθημερινά στους δρόμους του Λονδίνου. Ο κύριος Ντάισον ήταν άνθρωπος των γραμμάτων και μια ατυχής περίπτωση κακοδιαχείρισης ταλέντου. Διαθέτοντας χαρίσματα που θα μπορούσαν να τον έχουν τοποθετήσει από το άνθος ακόμα της νιότης του ανάμεσα στους πιο αγαπημένους συγγραφείς του Μπέντλεϊ, εκείνος είχε επιλέξει την ξεροκεφαλιά και την αδιαλλαξία· η αλήθεια είναι πως γνώριζε τη λογική των βιβλίων, αλλά δεν ήξερε τίποτα για τη λογική της ζωής, και κολάκευε τον εαυτό του με τον τίτλο του καλλιτέχνη ενώ στην πραγματικότητα ήταν απλώς ένας αργόσχολος και φιλοπερίεργος θεατής των έργων άλλων ανθρώπων. Ανάμεσα στις πολλές ψευδαισθήσεις που έτρεφε, είχε ιδιαίτερη αδυναμία σε μία, πως τάχα εργαζόταν σκληρά· με έκφραση απόλυτης εξάντλησης έμπαινε στο αγαπημένο του καταφύγιο, ένα μικρό καπνοπωλείο στην οδό Γκρέιτ Κουίν, και ανακοίνωνε, σε όποιον ενδιαφερόταν να ακούσει, πως από την τελευταία φορά που κοιμήθηκε είχε δει τον ήλιο να ανατέλλει και να δύει δύο διαδοχικές φορές. Ο ιδιοκτήτης του καταστήματος, ένας μεσήλικας απαράμιλλης ευγένειας, τον ανεχόταν εν μέρει λόγω της καλόβολης φύσης του και εν μέρει επειδή ο Ντάισον ήταν τακτικός πελάτης. Του επέτρεπε να κάθεται πάνω σε ένα άδειο βαρέλι και να εκφράζεται σχετικά με λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά ζητήματα μέχρι να κουραστεί ή μέχρι να έρθει η ώρα που το μαγαζί έκλεινε· και ακόμα κι αν δεν προσέλκυε κάποιον νέο πελάτη, λέγεται πως η ευγλωττία του δεν έδιωχνε κανέναν. Ο Ντάισον ήταν εθισμένος σε αλλοπρόσαλλους πειραματισμούς με τον καπνό· δεν κουραζόταν ποτέ να δοκιμάζει νέους συνδυασμούς· ένα απόγευμα, αφότου μπήκε στο μαγαζί και ψέλλισε στο ταμείο το πιο πρόσφατο εξωφρενικό χαρμάνι που είχε σκαρφιστεί, άκουσε έναν νεαρό περίπου στην ηλικία του, ο οποίος είχε μπει ένα λεπτό ύστερα από αυτόν, να ζητάει από τον μαγαζάτορα χαμογελώντας ευγενικά να διπλασιάσει την παραγγελία του κυρίου Ντάισον και να τη χρεώσει στον λογαριασμό του. Ο Ντάισον ένιωσε βαθιά κολακευμένος και έπειτα από λίγες αβρότητες οι δυο τους έπιασαν την κουβέντα, ώστε μία ώρα αργότερα ο καπνοπώλης είδε τους καινούργιους φίλους να έχουν καθίσει πάνω σε δυο πλαϊνά βαρέλια και να έχουν απορροφηθεί από τη συζήτησή τους.
«Καλέ μου κύριε» είπε ο Ντάισον «θα συνοψίσω το καθήκον του καλλιτέχνη με μία φράση. Οφείλει να κάνει μονάχα ένα πράγμα – να συλλαμβάνει μια υπέροχη ιστορία και να την αφηγείται με εξίσου υπέροχο τρόπο».
«Συμφωνώ μαζί σας» είπε ο κύριος Φίλιπς «αλλά θα μου επιτρέψετε να επιμείνω πως στα χέρια του πραγματικού καλλιτέχνη όλες οι ιστορίες είναι θαυμαστές και κάθε περιστατικό έχει τις δικές του ιδιαίτερες χάρες. Η θεματική είναι ήσσονος σημασίας, το ύφος είναι τα πάντα. Ειλικρινά, η μεγαλύτερη δεξιότητα που μπορεί να έχει κανείς είναι να παίρνει κάποιο κοινότοπο θέμα και να το μεταστοιχειώνει σε αγνό καλλιτεχνικό χρυσό με την υψηλή αλχημεία του ύφους».
«Αυτό είναι πράγματι απόδειξη μεγάλης δεξιότητας, μιας δεξιότητας, όμως, που εξασκείται με ανόητο, ή έστω απερίσκεπτο, τρόπο. Είναι σαν κάποιος ξακουστός βιολιστής να μας δείχνει τι θαυμαστές αρμονίες μπορεί να παίξει σε ένα παιδικό μπάντζο».
«Όχι, όχι, ειλικρινά κάνετε λάθος. Βλέπω πως έχετε μια δραστικά λανθασμένη οπτική για τη ζωή. Πρέπει να τη συζητήσουμε διεξοδικά. Ελάτε στο διαμέρισμά μου· δεν ζω μακριά αποδώ».
Με αυτόν τον τρόπο ο κύριος Ντάισον έγινε φίλος με τον κύριο Τσαρλς Φίλιπς, ο οποίος ζούσε σε μια ήσυχη πλατεία κοντά στο Χόλμπορν. Έκτοτε σύχναζαν ανά διαστήματα ο ένας στο διαμέρισμα του άλλου, συνήθως συστηματικά μα ενίοτε σποραδικά, και έδιναν ραντεβού στο μαγαζί στην οδό Κουίν, όπου η κουβέντα τους ζημίωνε το κέρδος του καπνοπώλη. Υπήρχε μια διαρκής διαμάχη σχετικά με τις λογοτεχνικές φόρμουλες, με τον Ντάισον να εξυμνεί τις αρετές της αγνής φαντασίας, ενώ ο Φίλιπς, που σπούδαζε φυσική και ήταν ερασιτέχνης εθνολόγος, επέμενε πως η λογοτεχνία πρέπει να έχει επιστημονική βάση. Χάρη στην ακούσια καλοσύνη εκλιπόντων συγγενών, οι δυο νεαροί είχαν γλιτώσει από τα νύχια της πείνας, και έτσι ξόδευαν ευχάριστα τον χρόνο τους σκεπτόμενοι πώς θα υλοποιήσουν διάφορα σημαντικά επιτεύγματα και απολάμβαναν τις ανέμελες χαρές ενός μποεμισμού που παρέμενε απρόσβλητος από το πικρό καρύκευμα της αντιξοότητας.
Χάρη στην ακούσια καλοσύνη εκλιπόντων συγγενών, οι δυο νεαροί είχαν γλιτώσει από τα νύχια της πείνας, και έτσι ξόδευαν ευχάριστα τον χρόνο τους σκεπτόμενοι πώς θα υλοποιήσουν διάφορα σημαντικά επιτεύγματα και απολάμβαναν τις ανέμελες χαρές ενός μποεμισμού που παρέμενε απρόσβλητος από το πικρό καρύκευμα της αντιξοότητας.
Ένα βράδυ του Ιουνίου ο κύριος Φίλιπς καθόταν στο δωμάτιό του στην ήρεμη και απομονωμένη πλατεία Ρεντ Λάιον. Είχε ανοίξει το παράθυρο και κάπνιζε γαλήνια, παρακολουθώντας την κίνηση αποκάτω. Ο ουρανός ήταν καθαρός και το λυκόφως δεν έλεγε να σβήσει. Το ροδοκόκκινο ηλιοβασίλεμα της καλοκαιρινής βραδιάς συναγωνιζόταν τη λάμψη από τους φανοστάτες αερίου στην πλατεία και έβαφε το τοπίο με ένα κάπως απόκοσμο κιαροσκούρο· και τα παιδιά που έτρεχαν πέρα δώθε στο πεζοδρόμιο, οι αργόσχολοι που άραζαν πλάι στην παμπ και οι ανέμελοι περαστικοί, όλοι αυτοί δεν ξεχώριζαν ως αυτόνομες, ακλόνητες υπάρξεις, μα έμοιαζαν να τρεμοπαίζουν και να αιωρούνται μέσα στο παιχνίδι των φωτεινών λάμψεων. Σταδιακά, τα παράθυρα στα απέναντι σπίτια άρχισαν να φωτίζονται το ένα μετά το άλλο, μια σειρά από λαμπερά τετράγωνα· πού και πού μια φιγούρα εμφανιζόταν πίσω από κάποιες γρίλιες και μετά χανόταν, και μέσα σε όλη αυτή την ημιθεατρική μαγεία οι τρίλιες και οι φιοριτούρες μιας τολμηρής ιταλικής όπερας που κάποιος έπαιζε στο πιάνο λίγο παραπέρα ήταν ταιριαστή συντροφιά, ενώ ο βαθύς ήχος της συνεχόμενης κίνησης στους δρόμους του Χόλμπορν δεν σταματούσε ούτε μια στιγμή. Ο Φίλιπς απολάμβανε τη σκηνή και την επίδραση που είχε πάνω του· το φως στον ουρανό ξεθώριασε κι έγινε σκοτάδι, η πλατεία σταδιακά ησύχασε, και αυτός ακόμη καθόταν ονειροπόλα στο παράθυρο μέχρι που το διαπεραστικό χτύπημα του κουδουνιού τον ανάγκασε να σηκωθεί και, κοιτάζοντας το ρολόι του, είδε πως η ώρα ήταν περασμένες δέκα. Ακούστηκε ένα χτύπημα στην εξώπορτα και ο φίλος του, ο κύριος Ντάισον, μπήκε και, όπως συνήθιζε, κάθισε σε μια πολυθρόνα και άρχισε να καπνίζει σιωπηλός.
«Γνωρίζεις, Φίλιπς» είπε έπειτα από λίγο «ότι πάντοτε ήμουν υπέρμαχος του θαυμαστού. Σε θυμάμαι να ισχυρίζεσαι καθισμένος σε τούτο δω το κάθισμα πως στη λογοτεχνία κανένας δεν πρέπει να χρησιμοποιεί το θαυμαστό, το απίθανο, τη σύμπτωση, και υποστήριζες ότι αυτό είναι το σωστό επειδή το θαυμαστό και το απίθανο δεν συμβαίνουν ποτέ και οι ζωές των ανθρώπων δεν διαμορφώνονται από συμπτώσεις. Να ξέρεις πως ακόμα και αν αυτό ίσχυε όντως, δεν θα δεχόμουν το συμπέρασμά σου, επειδή νομίζω πως η θεωρία ότι η λογοτεχνία οφείλει να αντικατοπτρίζει την καθημερινή ζωή είναι σκέτη ανοησία· αλλά μπορώ να πω ότι αρνούμαι και την υπόθεσή σου. Κάτι μοναδικό μού συνέβη απόψε».
«Αλήθεια, Ντάισον, χαίρομαι πολύ που το ακούω. Φυσικά, αντιτάσσομαι στο επιχείρημά σου, όποιο κι αν είναι αυτό· αλλά θα ήθελα πολύ να μου διηγηθείς την περιπέτειά σου».
«Ωραία, άκου πώς συνέβη. Σήμερα ήταν μια πολύ δύσκολη μέρα όσον αφορά τη δουλειά· ειλικρινά, από τις επτά χτες το βράδυ έχω σηκωθεί ελάχιστα απ’ το παλιό μου γραφείο. Ήθελα να αναλύσω την ιδέα που συζητήσαμε την περασμένη Τρίτη, αν θυμάσαι, σχετικά με αυτούς που πιστεύουν σε μαγικά φυλαχτά».
«Ναι, θυμάμαι. Κατάφερες να βγάλεις κάποια άκρη;»
«Ναι· καλύτερα απ’ ό,τι περίμενα· αλλά αντιμετώπισα τις αναμενόμενες δυσκολίες που ελλοχεύουν ανάμεσα στη σύλληψη μιας ιδέας και στην υλοποίησή της. Όπως και να ’χει, τέλειωσα γύρω στις επτά απόψε και σκέφτηκα πως χρειαζόμουν λίγο φρέσκο αέρα. Βγήκα και περιπλανήθηκα στους δρόμους δίχως να έχω κάποιον συγκεκριμένο προορισμό κατά νου· η ιστορία που είχα σκεφτεί κυριαρχούσε στο μυαλό μου και δεν έδινα ιδιαίτερη προσοχή σε όσα συνέβαιναν γύρω μου. Έφτασα σ’ εκείνο το ήσυχο μέρος που βρίσκεται βόρεια της Όξφορντ Στριτ όπως πηγαίνεις δυτικά, στην αριστοκρατική συνοικία που είναι γεμάτη γύψινες διακοσμήσεις και αποπνέει μια αίσθηση ευημερίας. Έστριψα ξανά ανατολικά χωρίς να το καταλάβω και είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει όταν πέρασα από μια μικρή μελαγχολική πάροδο, κακοφωτισμένη και αδειανή. Προς στιγμή δεν ήξερα καθόλου πού βρισκόμουν, αλλά μετά ανακάλυψα πως δεν ήμουν πολύ μακριά από την οδό Τότεναμ Κορτ. Περπάτησα αργά στο δρομάκι απολαμβάνοντας την ηρεμία· στη μια μεριά του δρόμου ήταν η πίσω όψη ενός μεγάλου καταστήματος· σειρές επί σειρών σκονισμένα παράθυρα υψώνονταν μέσα στη νύχτα, με προεξοχές για την ανύψωση βαριών εμπορευμάτων που θύμιζαν αγχόνες, και αποκάτω υπήρχαν μεγάλες πόρτες, κλειδωμένες κι αμπαρωμένες, σκοτεινές και έρημες. Μετά είδα την τεράστια αποθήκη κάποιας μεταφορικής εταιρείας· και απέναντι έναν βλοσυρό άδειο τοίχο, δυσοίωνο σαν τείχος φυλακής, και μετά τα κεντρικά κάποιου εθελοντικού σώματος, και πιο πέρα ένα πέρασμα που οδηγούσε σε μια αυλή όπου υπήρχαν κάρα προς ενοικίαση· ήταν, θα μπορούσαμε να πούμε, ένας δρόμος δίχως κατοίκους, και σε κανένα παράθυρο δεν υπήρχε η παραμικρή υποψία φωτός. Στεκόμουν μπερδεμένος και συλλογιζόμουν την παράξενη ηρεμία και σκοτεινιά που επικρατούσε, παρότι το μέρος πρέπει να ήταν κοντά σε κάποια θορυβώδη κεντρική αρτηρία του Λονδίνου, όταν ξαφνικά άκουσα γρήγορα βήματα να αντηχούν στο πεζοδρόμιο και από ένα στενό πέρασμα, έναν στάβλο ή κάτι παρεμφερές, ένας άντρας πετάχτηκε μπροστά μου σαν να τον είχαν εκτοξεύσει με καταπέλτη, και καθώς με προσπερνούσε φουριόζος, πέταξε κάποιο αντικείμενο. Από τη μια στιγμή στην άλλη, σχεδόν πριν καταλάβω τι συνέβη, χώθηκε σε κάποιον άλλον δρόμο· όμως δεν ασχολήθηκα μαζί του γιατί η προσοχή μου είχε στραφεί αλλού. Σου είπα ότι πέταξε κάποιο αντικείμενο· λοιπόν, είδα κάτι που έμοιαζε με μικρή φλόγα να αστράφτει στον αέρα και να περνάει σφυρίζοντας πάνω από το πεζοδρόμιο, και δίχως να το σκεφτώ άρχισα να το κυνηγάω. Η ορμή του ελαττώθηκε και είδα κάτι που έμοιαζε με λαμπερό νόμισμα της μισής πένας να κυλάει όλο και πιο αργά και ύστερα να στρίβει απότομα προς τον υπόνομο, να ταλαντεύεται για μια στιγμή στην άκρη και να πέφτει μέσα στη σχάρα. Πρέπει να κραύγασα από αγανάκτηση, παρότι δεν είχα την παραμικρή ιδέα τι κυνηγούσα· και μετά, γεμάτος ανακούφιση, είδα πως αντί να πέσει μέσα στον υπόνομο, το αντικείμενο είχε σταθεί ανάμεσα σε δύο κάγκελα της σχάρας. Έσκυψα και το σήκωσα και το έβαλα στην τσέπη μου, και ήμουν έτοιμος να φύγω, όταν άκουσα κάποιον άλλον να τρέχει. Δεν ξέρω γιατί, αλλά μπήκα γρήγορα στον στάβλο, ή ό,τι ήταν τέλος πάντων αυτό το κτίσμα, και χώθηκα όσο βαθύτερα μπορούσα στις σκιές. Ένας άντρας πέρασε τρέχοντας, λίγα βήματα παρακεί που στεκόμουν, και χάρηκα πολύ που ήμουν κρυμμένος. Δεν μπορούσα να διακρίνω πολλά, αλλά είδα πως τα μάτια του γυάλιζαν και το στόμα του ήταν ανοιχτό έτσι που τα δόντια του φαίνονταν, και κρατούσε ένα απειλητικό μαχαίρι στο ένα χέρι, και σκέφτηκα πως δεν θα ήθελα να ήμουν στη θέση του πρώτου άντρα αν τον έπιανε ο δεύτερος, ό,τι κι αν ήταν εκείνος, κλέφτης, θύμα κλοπής ή κάτι άλλο. Σου λέω, Φίλιπς, το κυνήγι της αλεπούς είναι αρκούντως συναρπαστικό όταν το κέρας ηχεί διαπεραστικά στο χειμωνιάτικο πρωινό και τα σκυλιά αρχίζουν να γαβγίζουν και οι κυνηγοί ορμούν, αλλά δεν συγκρίνεται με τη συγκίνηση που προσφέρει ένα ανθρωποκυνηγητό, αυτό δηλαδή που παρακολούθησα, έστω για λίγο, απόψε. Το βλέμμα του δεύτερου άντρα ήταν πραγματικά φονικό όταν με προσπέρασε, και δεν νομίζω ότι απείχαν πάνω από πενήντα δευτερόλεπτα ο ένας από τον άλλον. Ελπίζω αυτά να ήταν αρκετά για τον πρώτο».
Ο Ντάισον έγειρε στην πολυθρόνα, άναψε ξανά την πίπα του και τράβηξε μια τζούρα σκεφτικός. Ο Φίλιπς άρχισε να βηματίζει στο δωμάτιο σκεπτόμενος το βίαιο περιστατικό που είχε εκτυλιχτεί στο πεζοδρόμιο, το μαχαίρι που έλαμπε στο φως της λάμπας, τη μανία του κυνηγού και τον τρόμο του καταδιωκόμενου.
«Λοιπόν» είπε τελικά «τι ήταν αυτό που διέσωσες από τον υπόνομο;»
Ο Ντάισον τινάχτηκε, εμφανώς ξαφνιασμένος. «Δεν έχω την παραμικρή ιδέα. Δεν κοίταξα. Θα μάθουμε όμως τώρα».
Έψαξε στην τσέπη του γιλέκου του, έβγαλε ένα μικρό και γυαλιστερό αντικείμενο και το ακούμπησε στο τραπέζι. Κάτω από το φως της λάμπας αυτό ακτινοβολούσε με τη λάμψη του σπάνιου παλιού χρυσού· η ανάγλυφη εικόνα και τα γράμματα ξεχώριζαν καθαρά, ήταν ευδιάκριτα σαν να μην είχε περάσει ούτε μήνας από όταν το νόμισμα βγήκε από το νομισματοκοπείο. Οι δυο άντρες έσκυψαν αποπάνω και ο Φίλιπς το σήκωσε και το εξέτασε προσεκτικά.
«Imp. Tiberius Coesar Augustus» διάβασε, και μετά, όταν γύρισε το νόμισμα από την άλλη μεριά, έμεινε έκπληκτος και στράφηκε στον Ντάισον με θριαμβευτικό βλέμμα.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Δύο φίλοι ανακαλύπτουν τον χρυσό Τιβέριο, ένα αρχαίο νόμισμα που αναζητούν απεγνωσμένα οι μυστηριώδεις «Τρεις απατεώνες», μέλη μιας πανίσχυρης απόκρυφης ομάδας. Καθώς η αφήγηση ξετυλίγεται στο σκοτεινό υπογάστριο του Λονδίνου, στην ουαλική εξοχή και στην αμερικανική Δύση, οι πρωταγωνιστές βρίσκονται μπλεγμένοι σε έναν ιστό εξαπάτησης, συναντώντας στην πορεία τους παράξενες συμπτώσεις, αλλόκοτους χαρακτήρες και ζοφερές διηγήσεις.
Αρχετυπικό έργο τρόμου και αγωνίας που ενέπνευσε συγγραφείς όπως ο H.P. Lovecraft, οι Τρεις απατεώνες είναι μια περίτεχνη συλλογή εγκιβωτισμένων «παράξενων ιστοριών» που βυθίζουν τους αναγνώστες σε ένα σύμπαν αινιγματικών μυστικών, πολλαπλών ταυτοτήτων και υπερφυσικών συναντήσεων.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Arthur Machen (Άρθουρ Μάκεν, ψευδώνυμο του Arthur Llewellyn Jones, 1863-1947) ήταν Ουαλός συγγραφέας, γνωστός για τα έργα τρόμου, φαντασίας και μαγικού ρεαλισμού. Τα έργα του άσκησαν μεγάλη επιρροή στους H.P. Lovecraft, Jorge Luis Borges, Paul Bowles και Javier Marίas. Το βιβλίο του Οι τρεις απατεώνες ή οι μεταμορφώσεις μεταφράζεται για πρώτη φορά ολόκληρο στα ελληνικά.