
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Φιλιππινέζου συγγραφέα Μπλέιζ Κάμπο Γκακόσκος [Blaise Campo Gacoscos] «Χαρταετοί μέσα στη νύχτα» (μτφρ. Βίκυ Πορφυρίδου) που αναμένεται να κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Ο Βίκτορ είχε δει το παιχνίδι που έπαιζαν στο σχολείο. Τα κορίτσια πηδούσαν πάνω από ένα τεντωμένο λάστιχο, με τις φούστες τους να ανοίγουν διάπλατα, εκθέτοντας τους μηρούς και τα εσώρουχά τους σε κοινή θέα. Τα αγόρια από τις μεγαλύτερες τάξεις στριμώχνονταν, με τα μάτια τους καρφωμένα στο κάθε κοριτσίστικο άλμα που αψηφούσε τη βαρύτητα. Στεκόταν ανάμεσά τους και παρατηρούσε τις κινήσεις των κοριτσιών, θαρρείς και ήταν επιστήμη.
Ένα απόγευμα, ο Βίκτορ, μαυρισμένος από τον ήλιο, έπαιζε κινέζικο λάστιχο [1] με τον αδερφό του και τις ξαδέρφες τους, όταν ένα φορτηγάκι πέρασε γρήγορα από τον δρόμο, καλύπτοντας κάθε φύλλο και όλο το γρασίδι με ένα στρώμα σκόνης. Σταμάτησε μπροστά από το σπίτι του γείτονά τους και μια γυναίκα γύρω στα σαράντα βγήκε από το όχημα. Την ακολούθησε ένα αγόρι –περίπου δέκα χρονών, σαν τον Βίκτορ– που τέντωσε τα χέρια του. Κοίταξε πρώτα τα κορίτσια και ύστερα τον Βίκτορ, ο οποίος τον κοίταξε κι αυτός, σιωπηλός και ακίνητος. Το αγόρι ήταν ψηλόλιγνο, με δέρμα άσπρο σαν το γάλα.
Κατακλυσμένος από μια παρόρμηση να εντυπωσιάσει τον καινούριο, ο Βίκτορ ζήτησε από τους συμπαίκτες του να ανεβάσουν πιο πάνω το λάστιχο. Αμέσως, δίπλωσε τις άκρες της κοντής βερμούδας του ψηλά στους μηρούς του και όρμησε προς το λάστιχο. Σήκωσε και τα δυο του χέρια στον αέρα και έκανε κατακόρυφο, αγγίζοντάς το με την άκρη των δαχτύλων των ποδιών του. Έπειτα, πήδηξε και πάλι στα πόδια του. Η τέλεια τούμπα! Έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο του τινάζοντας τη σκόνη από τα χέρια του, μα το αγόρι είχε ήδη μπει στο σπίτι.
Μετά το παιχνίδι, ο Βίκτορ και ο μεγαλύτερος αδερφός του, ο Ράφι, πήγαν στο σπίτι. Η μητέρα τους πότιζε με ένα λάστιχο τα φυτά στην πίσω αυλή.
«Ήρθαν κάποιοι άνθρωποι στο σπίτι του γείτονα σήμερα, μαμά» είπε ο Βίκτορ.
«Έφεραν κάτι τεράστια κουτιά» πρόσθεσε ο Ράφι.
«Μάλλον θα είναι συγγενείς που ήρθαν για τις καλοκαιρινές διακοπές» αποκρίθηκε η μαμά τους, η Γκρέις, ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά στα παιδιά της. Τα πρόσωπα, τα χέρια και τα πόδια τους ήταν βρόμικα, ενώ τα ρούχα τους μύριζαν ξεραμένο ιδρώτα. «Εσείς οι δύο, γρήγορα για μπάνιο και βάλτε τις πιτζάμες σας. Σε λίγο θα φάμε βραδινό».
«Εντάξει» είπαν και μπήκαν στο σπίτι.
Το δείπνο ήταν ένα φειδωλό γεύμα με ροβίτσα και ένα σωρό φύλλα πικρού πεπονιού. Όταν ο Βίκτορ τελείωσε το φαγητό του, ανέβηκε στο δωμάτιό του και στάθηκε στο παράθυρο. Το σπίτι των γειτόνων τους ήταν φωτισμένο, σαν το δημαρχείο όταν είχαν κάποια γιορτή. Κατά διαστήματα μπορούσε να ακούσει μερικά αχνά γέλια από το εσωτερικό του. Το φορτηγάκι ήταν σταθμευμένο κάτω από ένα δέντρο και έξω δεν υπήρχε ψυχή. Ύστερα από λίγα λεπτά, ο Βίκτορ ξάπλωσε στο κρεβάτι του. Σκεφτόταν το αγόρι. Πώς τον λένε, από πού έρχεται, ποια είναι εκείνη η γυναίκα μαζί του και πόσο θα μείνουν εδώ; Όλες αυτές οι ερωτήσεις έτρεχαν μέσα στο μυαλό του, ώσπου αποκοιμήθηκε.
Όταν ο Βίκτορ τελείωσε το φαγητό του, ανέβηκε στο δωμάτιό του και στάθηκε στο παράθυρο. Το σπίτι των γειτόνων τους ήταν φωτισμένο, σαν το δημαρχείο όταν είχαν κάποια γιορτή. Κατά διαστήματα μπορούσε να ακούσει μερικά αχνά γέλια από το εσωτερικό του. Το φορτηγάκι ήταν σταθμευμένο κάτω από ένα δέντρο και έξω δεν υπήρχε ψυχή.
Την επόμενη μέρα, ξύπνησε και κατέβηκε αργά τις σκάλες. Η μαμά του έπινε τον καφέ της στην τραπεζαρία, μιλώντας στην οικιακή βοηθό, η οποία ετοίμαζε το πρωινό. Η μάνανγκ [2] Μίντα ήταν μακρινή τους συγγενής, που είχε προσφέρει τις υπηρεσίες της στο σπίτι, με αντάλλαγμα λίγο φαγητό και χρήματα, τα οποία είχε μεγάλη ανάγκη. Στράφηκαν προς το μέρος του όταν τον άκουσαν να έρχεται.
Τις χαιρέτησε λέγοντας καλημέρα και κάθισε σε μια καρέκλα δίπλα στη μαμά του.
«Νωρίς σηκώθηκες σήμερα» είπε εκείνη, περνώντας τα δάχτυλά της μέσα από τα μαλλιά του. «Θα πας κάπου;»
«Όχι» της απάντησε καθώς χασμουριόταν.
Έξω, οι κότες τους φτερούγιζαν και κακάριζαν. Ο Βίκτορ τεντώθηκε από το παράθυρο και είδε τη γυναίκα που είχε καταφθάσει χθες, να περπατάει προς το σπίτι τους.
«Κυρία Γκρέις Μολίνα, είστε εδώ;» φώναζε χαρωπά.
Η μαμά του έριξε μια ματιά από το παράθυρο και είπε με κάποια δυσπιστία: «Κάρολ; Εσύ είσαι;» Έτρεξε στην πόρτα της κουζίνας για να συναντήσει τη γυναίκα. Οι δυο τους αγκαλιάστηκαν σφιχτά. Ο Βίκτορ τις άκουγε περιχαρείς και γεμάτες ζωντάνια, να ανταλλάσσουν φιλοφρονήσεις.
«Για κοίτα εδώ! Έχεις ακόμη αυτό το σέξι κορμί, έπειτα από τόσα χρόνια» είπε η μητέρα του με μια κάποια δουλοπρέπεια, καθώς παρατηρούσε τη λεπτή μέση της Κάρολ, η οποία φορούσε μια μπλούζα που άφηνε την κοιλιά της σε κοινή θέα, και ένα κολάν.
«Κι εσύ, αγάπη μου, είσαι πιο όμορφη από ποτέ» είπε η Κάρολ, τσιμπώντας τα αψεγάδιαστα μάγουλα της μαμάς. «Βλέπω ότι δεν έχει αλλάξει το παραμικρό εδώ, ούτε καν, οφείλω να το πω, οι εκλεγμένοι αξιωματούχοι του Κουιναράγιαν που κάνουν τις δουλειές τους κούτσα κούτσα. Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν έχουν ακόμη αντικαταστήσει αυτή την παλιά, ετοιμόρροπη, ξύλινη γέφυρα, η οποία μπορεί να καταρρεύσει από στιγμή σε στιγμή. Βέβαια, ξέρω την απάντηση. Τέλος πάντων, προτού παρασυρθώ, πώς είσαι εσύ, γλυκιά μου;»
«Καλά» απάντησε η μητέρα. «Επιβιώνουμε».
«Λυπήθηκα πολύ για τη νάνανγκ [3] σου» έκανε η Κάρολ. «Από τι πέθανε;»
«Κάποια επιπλοκή στους πνεύμονες και γεράματα, υποθέτω».
«Πώς είναι ο τάτανγκ [4] σου;»
«Θα προτιμούσε να πεθάνει, παρά να κάνει την επέμβαση για τον καταρράκτη».
«Φαντάζομαι πως όταν είσαι μεγάλος, δεν θέλεις άλλον πόνο στη ζωή σου, έτσι δεν είναι;»
«Σωστά» είπε η μητέρα. «Έλα, ας τα πούμε μέσα».
«Φυσικά, όμως δεν μπορώ να μείνω πολύ, γιατί θα έρθουν κάποιοι για μερικές εργασίες στο σπίτι σήμερα. Εσύ με ξέρεις, πάντα βρίσκω κάτι. Δεν μπορώ να κάθομαι δίχως να κάνω το παραμικρό».
«Ε, λοιπόν, εσύ δεν έχεις αλλάξει καθόλου» είπε η μητέρα και οι δύο φίλες γέλασαν.
Όταν μπήκαν στο σπίτι, ο Βίκτορ στεκόταν πλάι στην τραπεζαρία.
«Θεέ μου! Ο Βίκτορ είναι αυτός;» αναφώνησε η Κάρολ.
«Ναι» απάντησε η μητέρα. «Ο Ράφι, ο μεγαλύτερός μου, κοιμάται ακόμη. Έχω δύο παιδιά».
«Πώς μεγάλωσες!» σχολίασε, προχωρώντας προς το μέρος του Βίκτορ.
«Αυτή είναι η νίνανγκ [5] σου, η Κάρολ» εξήγησε η μητέρα. «Η καλύτερή μου φίλη». Η Κάρολ ήταν συμμαθήτριά της από τον παιδικό σταθμό ως και την πρώτη λυκείου, πρόσθεσε. Ήταν γιατρός και είχε συμμετάσχει σε μια καμπάνια για τη διατροφή στα νησιά Βισάγιας, όπου γνώρισε τον Καναδό σύντροφό της. Παντρεύτηκαν στις Φιλιππίνες προτού μετακομίσουν στον Καναδά – εκεί ζουν από τότε.
Ο Βίκτορ πήρε το χέρι της Κάρολ και το έβαλε στο μέτωπό του.
«Ο Θεός να σ’ έχει καλά, αγάπη μου» είπε εκείνη.
«Κι εσύ;» ρώτησε η μητέρα. «Πόσα παιδιά έχεις;»
«Δυο αγόρια κι εγώ, μα έφερα μόνο τον μικρό μαζί μου» αποκρίθηκε. «Αχ, τι τέλεια! Ο Κένεθ θα έχει συντροφιά για παιχνίδι όσο θα είμαστε εδώ».
«Πόσο θα κάτσετε;»
«Τρεις εβδομάδες περίπου».
Όταν η οικιακή βοηθός έφερε στην Κάρολ τον καφέ της, ο Βίκτορ κάθισε ήσυχα με τη μαμά και τη νονά του, ακούγοντας τη συζήτησή τους. Μιλούσαν όλο ενθουσιασμό για την παιδική τους ηλικία, πώς τριγυρνούσαν στην πόλη με το μονόφθαλμο άλογο της μητέρας του, πώς μια φορά είχαν πιάσει μια μέδουσα με τα γυμνά τους χέρια, φέρνοντας μεγάλη ταραχή στις οικογένειές τους. Πήραν να λένε για τους συμμαθητές τους, οι περισσότεροι από τους οποίους δούλευαν πλέον σε διάφορα μέρη σε όλο τον κόσμο. Θυμήθηκαν τις δασκάλες τους, άλλες εν ζωή και άλλες πεθαμένες, ώσπου η συζήτηση άρχισε να φθίνει και έπεσε σιωπή. Μετά από μια μεγάλη παύση, η Κάρολ είπε: «Πρέπει να πηγαίνω. Ευχαριστώ για τον καφέ και την κουβεντούλα».
Οδήγησε τη φίλη της στην πόρτα της κουζίνας. «Α, παραλίγο να το ξεχάσω!» έκανε η Κάρολ γελώντας. «Θα κάνουμε ένα πάρτι για το καλωσόρισμα στο σπίτι μας το Σαββατοκύριακο. Ελπίζω να σας δω εκεί».
«Δεν θα το χάναμε με τίποτα» είπε η μητέρα χαμογελώντας.
Όταν έφυγε η νίνανγκ του, η μαμά του του ζήτησε να ρίξει μια ματιά στον παππού του. «Είναι ώρα για φαγητό» είπε. Ο Βίκτορ έτρεξε στο δωμάτιο του παππού του. Ο λόλο [6] του είχε φορέσει καθαρά ρούχα και καθόταν στην άκρη του κρεβατιού. Εκείνος κάθισε δίπλα του. Πήρε τη χτένα από το κομοδίνο και χτένισε τα μαλλιά του λόλο του. Είχαν γίνει γκρίζα. Άσπρες τρίχες είχαν φυτρώσει στα φρύδια του. Έξω από το παράθυρο, ο Βίκτορ είδε τη νίνανγκ του να μιλάει σε κάποιους άνδρες που κρατούσαν τα μπόλο [7] τους. Πήρε το χέρι του παππού του και τον οδήγησε στην τραπεζαρία για το πρώτο του γεύμα της ημέρας.
1. Παραδοσιακό παιχνίδι στις Φιλιππίνες, στο οποίο δύο άτομα κρατούν ένα λάστιχο και ένα τρίτο προσπαθεί να πηδήξει από πάνω χωρίς να σκοντάψει.
2. Manang (φιλιππινέζικα): Μεγαλύτερη αδερφή, όρος που χρησιμοποιείται ως ένδειξη σεβασμού.
3. Nanang (φιλιπ.): Μητέρα.
4. Tatang (φιλιπ.): Πατέρας.
5. Ninang (φιλιπ.): Νονά.
6. Lolo (φιλιπ.): Παππούς.
7. Bolo (φιπιπ.): Μεγάλα μαχαίρια που χρησιμοποιούνται στη γεωργία ή ως όπλα.