Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Γιάρα Μοντέιρο [Yara Monteiro] «Αυτή η κυρία δεν αστειεύεται!» (μτφρ. Ζωή Καραμπέκιου), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 8 Ιανουαρίου από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
22
Ο ήλιος έχει πλέον ανέβει ψηλά στον ουρανό. Η Βιτόρια προσπαθεί να διώξει τον εκνευρισμό που της προκάλεσε η Ζουλιάνα. Δεν θέλει να εμπλακεί σε μια συζήτηση όπου θα προσπαθεί να εκμαιεύσει απαντήσεις ή να μαντέψει. Το παρελθόν μας είναι δικαίωμά μας. Είναι προσωπικό, ιδιωτικό και αδιαπραγμάτευτο. Ακόμα κι αν μπορεί να θεωρηθεί κοινός τόπος στις ιστορίες του πολέμου. Όμως δεν θέλει τριβές με τη Ζουλιάνα. Στο κάτω κάτω, μόλις είχε φτάσει απροειδοποίητα και είχε εγκατασταθεί στο σπίτι.
Η Βιτόρια αποφασίζει να αγνοήσει το συμβάν και μπαίνει στο δωμάτιο.
Η Μαρικίνιας δεν είναι πλέον εκεί, σε αντίθεση με τη μυρωδιά του αποξηραμένου ψαριού, που βρίσκεται παντού. Νιώθει ότι θέλει να κάνει εμετό. Οι πόνοι που αισθάνεται στο σώμα έχουν ενταθεί. Η Βιτόρια ανοίγει το παράθυρο, για να μπει καθαρός αέρας και να φύγει η μυρωδιά του ψαριού.
Μετά από το πρωινό με μαύρο τσάι και χυλό καλαμποκιού, αρχίζουν να περπατούν στον χωματόδρομο, με προορισμό την εκκλησία. Η Βιτόρια δεν αισθάνεται καλύτερα, αλλά κρατά την αδιαθεσία της για τον εαυτό της. Περπατούν σε έναν δρόμο με ψηλά χόρτα στις δύο πλευρές. Πού και πού περνούν μια-δυο μοτοσικλέτες. Όταν συμβαίνει αυτό, σηκώνεται σκόνη. Κανένας δεν ακολουθεί την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που οδηγεί στην εκκλησία. Στην πορεία μαζεύονται όλο και περισσότεροι άνθρωποι. Πηγαίνουν με τα πόδια ή με αυτοσχέδια μεταφορικά μέσα.
Ένα παλιό καρότσι χειρός έχει αναδιαμορφωθεί. Στον τροχό και στη μεταλλική κατασκευή των δύο βραχιόνων έχει προσαρτηθεί το κουφάρι ενός παλιού καναπέ. Πάνω του κάθονται μια μητέρα με την κόρη της. Τα ποδαράκια της μικρής ταλαντεύονται στην άκρη του καναπέ, εκείνα της μητέρας όχι. Ούτε που φαίνονται τα πόδια της, γιατί δεν υπάρχουν. Δεν είναι η μοναδική, η Βιτόρια παρατηρεί πως είναι πολλοί οι ακρωτηριασμένοι που ακολουθούν την κατεύθυνση για την εκκλησία. Θυμάται στις ειδήσεις τη Lady D να περπατάει σε ένα ναρκοπέδιο όπου κόκκινα τριγωνικά σημαιάκια υποδείκνυαν τον κίνδυνο του θανάτου. Εκεί που βαδίζει η Βιτόρια δεν υπάρχουν προειδοποιήσεις, όμως ο θάνατος είναι αισθητός παντού. Μιλάνε λίγο. Με εξαίρεση ελάχιστες λέξεις, ανταλλάσσουν επιφωνήματα. Για όλα τα υπόλοιπα, αρκεί η ανταλλαγή ματιών.
Οι άνθρωποι είναι πιο ήρεμοι εδώ από ό,τι στη Λουάντα, σκέφτεται η Βιτόρια.
Όταν φτάνουν, η εκκλησία είναι σχεδόν γεμάτη. Από την ομάδα της Ζουλιάνα, κάποιες μπαίνουν και μερικές άλλες μένουν έξω. Η Βιτόρια χρειάζεται καθαρό αέρα και, αν είναι δυνατό, ένα σημείο σε μια σκιά για να καθίσει. Έχει πυρετό.
Έξω από την εκκλησία οι πιστοί κάθονται στο έδαφος· κάποιοι γύρω από την κεντρική είσοδο και άλλοι κάτω από ένα μεγάλο δέντρο με τεράστια και καταπράσινη κορυφή. Ο ήλιος δεν φαίνεται από κάτω του. Παρ’ όλα αυτά, το απαλό υγρό αεράκι που φυσάει δεν διώχνει τη ζέστη.
Με τη φωτογραφική της μηχανή, η Βιτόρια απαθανατίζει την εικόνα της απλής και όμορφης εκκλησίας. Αποφασίζει να πάει κι εκείνη κάτω από τη σκιά του μεγάλου δέντρου.
Ακουμπάει την πλάτη της στον κορμό. Καθώς είναι όλοι ακίνητοι, η ηρεμία είναι απόλυτη. Δυο-τρία λεπτά αργότερα, η σιωπή καταλαμβάνεται σιγά σιγά από φωνές που αναδύονται από το εσωτερικό της εκκλησίας και διασκορπίζονται εκεί έξω. Ήπια και αρμονικά, αρχίζουν να τραγουδούν όλοι μαζί.
Ο ρυθμός των φωνών θυμίζει στη Βιτόρια τη θάλασσα που χτυπάει στα βράχια της παραλίας. Σκύβει ακολουθώντας ένα κύμα που φτάνει στην ακτή. Το κεφάλι της είναι βαρύ και ο ιδρώτας κυλάει στην πλάτη της. Κοιτάζει τα πόδια της, που έχουν μπερδευτεί με τις ρίζες του δέντρου. Το τραγούδι σταματάει.
Ο ρυθμός των φωνών θυμίζει στη Βιτόρια τη θάλασσα που χτυπάει στα βράχια της παραλίας. Σκύβει ακολουθώντας ένα κύμα που φτάνει στην ακτή. Το κεφάλι της είναι βαρύ και ο ιδρώτας κυλάει στην πλάτη της. Κοιτάζει τα πόδια της, που έχουν μπερδευτεί με τις ρίζες του δέντρου. Το τραγούδι σταματάει. Ο ήχος από τα χειροκροτήματα είναι η ταραγμένη θάλασσα που πλημμυρίζει την παραλία. Ξέρει πως έχει παραισθήσεις. Κλείνει τα μάτια για να διώξει το φως που τα πληγώνει. Τότε είναι που βλέπει τον εαυτό της μικρούλα, στο έδαφος, να κοιτάζει το ίδιο δέντρο. Χάνει την ισορροπία της και πέφτει.
Η λιποθυμία της, αν και αναπάντεχη, δεν είναι θεαματική. Στην πραγματικότητα, όσοι βρίσκονται δίπλα της αργούν να αντιληφθούν τι συμβαίνει. Ξαπλωμένη στο έδαφος και με το κεφάλι της να ακουμπάει στο δέντρο, η Βιτόρια ανακτά τις αισθήσεις της. Βλέπουν πως είναι καλά. Ανοίγουν χώρο γύρω της και τη βοηθάνε να καθίσει με την πλάτη στον κορμό. Το βαρύ της κεφάλι έρχεται σε αντίθεση με την αίσθηση ότι το σώμα της αιωρείται.
Όταν συνέρχεται, έχει το κεφάλι της στα πόδια της Ζουλιάνα. Από τις αναταράξεις και τον θόρυβο καταλαβαίνει πως βρίσκονται μέσα σε κάποιο αυτοκίνητο.
Η θλίψη και ο φόβος την κυριεύουν ξανά:
«Δεν θέλω να πεθάνω».
«Δεν σε άφησα να πεθάνεις στο παρελθόν. Δεν πρόκειται να το κάνω τώρα».
«Δώσε μου το χέρι σου».
Όταν η Βιτόρια νιώθει τα δάχτυλα της Ζουλιάνα, μπλέκει με αυτά τα δικά της. Ο φόβος χάνεται και κλείνει ξανά τα μάτια.