Προδημοσίευση αποσπάσματος από το θεατρικό έργο του Μάριν Ντζιτς [Marin Držić] «Μπάρμπα Μάρογιε» (μτφρ. Irena Bogdanović), το οποίο θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Νίκας.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
ΤΡΙΤΗ ΠΡΑΞΗ
Πρώτη σκηνή
ΠΟΠΙΒΑ: Μπόκτσιλο, πού είπες ότι θα βρούμε τον Μάρογιε;
ΜΠΟΚΤΣΙΛΟ: Στον ξενώνα «επί της καμπάνας».
ΠΟΠΙΒΑ: Μπορείς να περπατάς;
ΜΠΟΚΤΣΙΛΟ: Εγώ, ο καημένος, δεν ξέρω ούτε πού είμαι ούτε πού πάω, είμαι τύφλα.
ΠΟΠΙΒΑ: Έλα μαζί μου, εγώ θα σε οδηγήσω.
ΜΠΟΚΤΣΙΛΟ: Με σένα, Πόπιβα, η καρδιά μου τραγουδά. Με σένα θα πήγαινα ακόμα και στην κόλαση! Καλό κρασί στην καλή σου κυρία. Πανέμορφη είναι η βασίλισσα.
ΠΟΠΙΒΑ: Από τις Δαλματικές ακτές είναι, Μπόγκο μου, το δικό μας γάλα βύζαινε.
ΜΠΟΚΤΣΙΛΟ: Φαίνεται αμέσως, δεν είναι όπως οι άλλες μαραμένες φλύαρες Ιταλίδες.
ΠΟΠΙΒΑ: Το αφεντικό Μάρογιε έφερε τα χρυσά δουκάτα;
ΜΠΟΚΤΣΙΛΟ: Έφερε μία κασέλα, πολύ βαριά, γεμάτη, νομίζω, με νομίσματα.
ΠΟΠΙΒΑ: Καλά πάει η δουλειά μας, πάμε γρήγορα!
ΜΠΟΚΤΣΙΛΟ: Θα μαγειρέψουν κάτι για μας;
ΠΟΠΙΒΑ: Μην ανησυχείς, θα έχεις απ’ όλα.
ΜΠΟΚΤΣΙΛΟ: Σε σένα προσκυνώ, Ποπό, Πόπιβα, βασιλιά μου και κύριε!
ΠΟΠΙΒΑ: Τι άλλο θες παρά να ’σαι χορτάτος και μεθυσμένος;
ΜΠΟΚΤΣΙΛΟ: Τίποτ’ άλλο.
Δεύτερη Σκηνή
ΤΖΙΒΟ: (μόνος του)
Αχ, Θεέ μου, δύσκολο είναι να ζεις στον κόσμο, δύσκολο είναι να ξέρεις τι θέλει ο άνθρωπος. Εμείς οι νέοι νομίζουμε ότι όλα τα ξέρουμε και τα μπορούμε, μα ο χρόνος, ο δάσκαλός μας, μας μαθαίνει, μέρα με τη μέρα, ότι ξέροντας πιο πολλά μπορούμε λιγότερα. Αξίζουν σίγουρα πιο πολύ οι άνθρωποι που νομίζουν ότι μπορούν λίγα, παρά αυτοί που πιστεύουν ότι όλα τα ξέρουν και τα καταλαβαίνουν, αφού στο τέλος δεν μπορούν να τα καταφέρουν και μεγαλύτερη ζημιά έχουν παρά όφελος. Στη Ραγούζα νόμισα ότι όλα τα ξέρω, κι έτσι θρασύς που ήμουν έπεισα την πρώτη εξαδέλφη μου, την Πέρα, να ψάξει τον αρραβωνιαστικό της, τον Μάρο, και να έρθει στη Ρώμη. Δική μου ιδέα ήταν και να κλέψει από το φιογκάκι της θείας της τριακόσια δουκάτα, όπως κι έκανε. Δεν σκεφτόμουνα τι θα μας περιμένει εδώ, ακολούθησα την επιθυμία μου να δω τη Ρώμη − που μου φαινότανε γλυκιά, μα τώρα αναποδογύρισε σε πικρή. Εδώ είμαι και δεν ξέρω τι να κάνω. Δεν υπάρχει ελπίδα να βρει η Πέρα τον αρραβωνιαστικό της, κι εγώ δεν μπορώ να της το πω. Φοβάμαι και αν τον βρούμε αυτός θα τρελαθεί που την έφερα εδώ στη Ρώμη και μπορεί και να με σκοτώσει. In fine δεν θέλει αυτός να μαθευτούν αυτά τα πράγματα, δεν ξέρω τι να κάνω. Όταν ήμουν στη Ραγούζα, μου άρεσε να έρθω στη Ρώμη, μα ήρθα στη στενοχώρια, στην αϋπνία, στον μεγάλο μπελά. Και η χειρότερη σκέψη μου είναι τι θα με περιμένει όταν επιστρέψω στο Ντουμπρόβνικ. Και αν νόμισα ότι μπορώ, τώρα βλέπω πού με έφερε το θράσος μου. Στον διάβολο, δεν μπορώ να πάω ούτε μπρος ούτε πίσω, δεν ξέρω και δεν μπορώ να κάνω τίποτα, περιμένω από τον ουρανό ένα μεγάλο θαύμα, αλλιώς θα βουλιάξουμε γρήγορα. Αχ, τύχη, πού με έφερες; Πάω να κάνω βόλτες στη Ρώμη για να μου περάσει η θλίψη και θα περιμένω το μάννα εξ ουρανού, αλλιώς είμαι κατεστραμμένος.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Ο Μπάρμπα Μάρογιε, αφού πληροφορείται τις σπατάλες του γιου του, Μάρο, παίρνει τον υπηρέτη του και φτάνουν στη Ρώμη για να βρουν και να τιμωρήσουν τον απείθαρχο γιο. Τον Μάρο αναζητεί και η αρραβωνιαστικιά του, η οποία καταφθάνει και αυτή στη Ρώμη μαζί με τον ξάδελφό της και την νταντά της. Εκείνος, όμως, έχει μάτια μόνο για την ερωμένη του, Λάουρα, και αναζητεί τρόπους για να ξεφύγει από τον ανθρώπινο αυτόν κλοιό. Οι συγκρούσεις και η συμπλοκή όλων αυτών των χαρακτήρων συνθέτουν αναπόφευκτα ένα γαϊτανάκι παρεξηγήσεων και κωμικών καταστάσεων.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Marin Držić (1508 -1597) ήταν Κροάτης συγγραφέας από τη Δημοκρατία της Ραγούσας (1358 – 1808), μια μια αριστοκρατική ναυτική δημοκρατία με κέντρο το Ντουμπρόβνικ.
Άγαλμα του Marin Držić στο Ντουμπρόβνικ. |
Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους αναγεννησιακούς θεατρικούς συγγραφείς και πεζογράφους της κροατικής λογοτεχνίας.