
Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη συλλογή διηγημάτων της Σλοβένας Άνια Μούγκερλι [Anja Mugerli] «Η οικογένεια των μελισσών» (μτφρ. Βίκυ Πορφυρίδου), η οποία θα κυκλοφορήσει στις 14 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Στην πραγματικότητα, αυτό που προσελκύει τον Καρλ στην πλατεία δεν είναι οι χιλιάδες στρατιώτες οι οποίοι περιδιαβαίνουν την πόλη, ούτε οι άνθρωποι που κρατάνε τις σημαίες. Είναι που άκουσε ότι όλα θα αλλάξουν τώρα που η Αυστρία συμμάχησε με τη Γερμανία. Θα μπορούν να αγοράζουν σοκολάτες, μαρμελάδα και καραμέλες στα μαγαζιά, και οι γλυκές προοπτικές αυτής της νέας εποχής τον κάνουν να πιστεύει πως οι στρατιώτες δεν έφεραν μαζί τους όπλα, μα σακιά γεμάτα ζάχαρη. Τον σπρώχνουν μέσα στο πλήθος. Μικρόσωμος καθώς είναι, μετά βίας μπορεί να δει το οτιδήποτε. Ανοίγει δρόμο μπροστά του, μέχρι που βλέπει μία μεγάλη πομπή στρατιωτών με πράσινες στολές. Ο κρύος ήλιος του Μαρτίου αστράφτει στα κράνη τους, μα αυτό είναι το μόνο όμορφο που βλέπει πάνω τους. Μαζί με τη χαρά, αισθάνεται και κάτι άλλο στον αέρα· είναι κάτι χοντρό, που τρέμει σαν τεντωμένο πανί στην καταιγίδα η οποία απειλεί να το σκίσει από στιγμή σε στιγμή. Τότε κάποιος πυροβολεί στον αέρα και το πλήθος διογκώνεται. Αναγκάζεται να προσπαθήσει να βγει από αυτό και να οπισθοχωρήσει, να βρει καταφύγιο σε κάποιο κατάστημα. Πίσω του ακούει φωνές. Είναι τα αγόρια από το σχολείο, στέκονται μόλις λίγα μέτρα μακριά. Τα μάτια τους μοιάζουν πεινασμένα, ένας από αυτούς έχει μια κόκκινη σημαία στο χέρι, ενώ ένας άλλος κρατάει ένα ξύλο.
Αν σε κυνηγήσουν, βάλ’ το στα πόδια για εκεί όπου υπάρχει πολύς κόσμος – αυτός είναι ο πρώτος κανόνας. Έτσι, βαδίζει γρήγορα προς το πάρκο. Όμως κάτι δεν πάει καθόλου καλά· το μέρος είναι άδειο, όλοι βρίσκονται στην αγορά, φυσικά. Οι εικόνες γύρω του τρέχουν: το ταραγμένο είδωλό του στο ποτάμι, παγκάκια, και ένα άγαλμα του φημισμένου ποιητή κάτω από το οποίο έστεκε κάποτε ένας παγωτατζής. «Πάμε για ποίηση και παγωτό» έλεγε πάντα η μαμά του, και κάθονταν στο παγκάκι, στο καταφύγιο του ποιητή, με τον ίδιο να γλείφει το παγωτό του και εκείνη να του διαβάζει ποιήματα στα γερμανικά. Παρεμπιπτόντως, είχε πια ξεχάσει τη γεύση του παγωτού, ή και οποιουδήποτε γλυκού – στο μαγαζί μπορούσες πλέον να βρεις μονάχα πατάτες, αλεύρι, και μια στο τόσο λίγο κρέας. Οι γερμανικές βρισιές τον χτυπούν στην πλάτη σαν πέτρες. Τα αγόρια είναι γρήγορα, με τον δυνατό ενθουσιασμό που υπάρχει στην ατμόσφαιρα να τα οδηγεί, ο ίδιος, ωστόσο, θα προτιμούσε να καταρρεύσει στο γρασίδι. Συγκεντρώνοντας τις τελευταίες του δυνάμεις, κατεβαίνει την πλαγιά.
«Πάμε για ποίηση και παγωτό» έλεγε πάντα η μαμά του, και κάθονταν στο παγκάκι, στο καταφύγιο του ποιητή, με τον ίδιο να γλείφει το παγωτό του και εκείνη να του διαβάζει ποιήματα στα γερμανικά.
Θαρρείς και ξεπρόβαλε από το έδαφος, εμπρός του εμφανίζεται μια κυψέλη και δίπλα μια φιγούρα. Ο άνδρας κοιτάζει πίσω, πρώτα αυτόν, μετά τους διώκτες του. Στα αλήθεια τον είδε να του κλείνει το μάτι; Δεν το σκέφτεται στιγμή, αντ’ αυτού τρέχει προς το μέρος του, ακριβώς πίσω από την κυψέλη. Βλέπει μία πόρτα. Ο άνδρας την ανοίγει και τον σπρώχνει μέσα.
Μη μιλάς σε ξένους και μην μπαίνεις σε ξένα σπίτια – αυτός είναι ο δεύτερος κανόνας, και τον παρέβη και αυτόν, αν και μόνο σπίτι δεν θα τον έλεγες αυτό τον μικρό χώρο. Με το ζόρι θα μπορούσε να κάνει τρεις δρασκελιές, αν φυσικά το ήθελε, πράγμα που δεν συμβαίνει. Αντ’ αυτού, παρέμεινε απολύτως ακίνητος, λες και είχε γίνει πέτρα, και αφουγκραζόταν. Το μόνο που άκουγε ήταν ένα βουητό· ολόκληρη η κυψέλη δονούνταν, το ίδιο και αυτός μαζί της. Ο φόβος που τον καταλαμβάνει τώρα είναι εντελώς διαφορετικός, τον παραλύει, νιώθει πως θα πνιγεί από τη γλυκιά μυρωδιά. Αν δεν είχε τρέξει στο πάρκο, δεν θα κατέληγε εδώ μέσα. Τα αγόρια μπορεί να τον είχαν πιάσει, να τον είχαν χτυπήσει, όμως δεν θα ήταν τόσο άσχημα τα πράγματα – το είχε συνηθίσει· μετά από λίγο θα βαριούνταν, και τότε θα μπορούσε να τηρήσει τουλάχιστον τον τρίτο κανόνα: Ό,τι κι αν γίνει, πάντα να γυρίζεις στο σπίτι. Βλέπει τη μητέρα του να μπαλώνει ακόμα ένα πουκάμισο, το λεκιασμένο ύφασμα στέκει εκεί, ανάμεσα σε πινέλα, μπογιές και καμβάδες, εκεί όπου θα γεννηθούν οι πίνακες ζωγραφικής, με μια ακρίβεια με την οποία δεν θα μπορέσει ποτέ να ράψει ένα κουμπί εκείνη, και όλο του το κορμί λαχταρά το σπίτι.
Μετά από ώρα, καθώς δεν συμβαίνει τίποτα, ανοίγει τα μάτια του. Το βουητό τον ζαλίζει, ο φόβος στο στήθος του λιώνει όπως η ζάχαρη σε ένα ζεστό τηγάνι. Κάνει ένα βήμα προς το δίχτυ απ’ το οποίο έρχεται το βουητό. Πίσω του υπάρχουν κυψέλες, και συνειδητοποιεί ότι οι μέλισσες δεν μπορούν να τον φτάσουν. Δεν είχε ποτέ του ξαναδεί τόσο πολλές μαζεμένες σε ένα μέρος. Φαίνονταν ήμερες, λες και ο άνδρας τις είχε εξημερώσει, ή ήταν τόσο προσηλωμένες στην εργασία τους που ούτε καν τον πρόσεξαν – δεν θα το έκαναν, ακόμα κι αν δεν υπήρχε το δίχτυ. Είχε ξαναδεί κυψέλη, όμως ποτέ τέτοιο μελισσοκομείο. Στο δάπεδο υπάρχουν καλώδια και πλαίσια, τα ράφια είναι γεμάτα αντικείμενα που του είναι άγνωστα, και ανάμεσά τους βρίσκονται χρυσά δοχεία με την επιγραφή μέλι. Πλησιάζει το ένα και κάνει μια προσπάθεια να ανοίξει το καπάκι – πασχίζει για ώρα, το τρέξιμο τον έχει εξουθενώσει. Όταν τα καταφέρνει, στέκει στη μέση του μελισσοκομείου, με το ανοιχτό δοχείο στο χέρι. Μια στιγμή δισταγμού έρχεται και φεύγει, και προτού το καταλάβει, τα δάχτυλά του είναι μέσα στο μέλι. Τα βάζει στο στόμα και τα γλείφει, με τα μάτια του κλειστά όλη αυτή την ώρα, πανευτυχής. Η πόρτα ανοίγει και ένας μελισσοκόμος εμφανίζεται εμπρός του, πριν προλάβει να βγάλει τα δάχτυλά του.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Στο επίκεντρο των επτά διηγημάτων της συλλογής βρίσκεται η οικογένεια: μια οικογένεια μη συνειδητοποιημένη, μια οικογένεια που ενώνεται και χωρίζεται ξανά από τις περιστάσεις της ζωής, μια οικογένεια που θα μπορούσε να είναι αληθινή σε ένα αλλιώτικο σκηνικό.
Με συνδετικό κρίκο τα τελετουργικά, τα αρχαία ήθη και έθιμα, και τις παραδόσεις της Σλοβενίας, οι ιστορίες διαδραματίζονται σε ένα διαφορετικό, σύγχρονο πλαίσιο, όπου οι ήρωές της αποκτούν έναν νέο ρόλο, μια καινούρια μορφή.
Η γεμάτη επιδεξιότητα χρήση της γλώσσας μάς παρασύρει σε έναν κόσμο που δεν γνωρίζουμε, παρότι ζούμε σε αυτόν. Διαβάζοντας αυτά τα διηγήματα, είναι λες και διασχίζουμε διαρκώς τα σύνορα –γλωσσικά, πολιτισμικά, γεωγραφικά– αλλά και τη λεπτή γραμμή μεταξύ πραγματικότητας και υποσυνείδητου.
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η Άνια Μούγκερλι (Anja Mugerli) είναι Σλοβένα συγγραφέας. Η συλλογή διηγημάτων της Η πράσινη πολυθρόνα (2015) ήταν υποψήφια για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα στην έκθεση βιβλίου της Λιουμπλιάνας και το μυθιστόρημά της Οινοποιείο (2017) ήταν υποψήφιο για το Εθνικό Βραβείο Kresnik. Η συλλογή διηγημάτων της Η οικογένεια των μελισσών έλαβε το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUPL) το 2021, έχει μεταφραστεί σε δέκα γλώσσες και είναι το πρώτο βιβλίο της που κυκλοφορεί στα ελληνικά.