
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το τελευταίο μυθιστόρημα του Πολ Όστερ [Paul Auster] «Μπαουμγκάρτνερ» (μτφρ. Ιωάννα Ηλιάδη), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 24 Σεπτεμβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Τα σκαλιά προς το υπόγειο είναι ετοιμόρροπα, καθόλου σταθερά, άλλο ένα πράγμα που ο Μπαουμγκάρτνερ έχει υποσχεθεί στον εαυτό του να επισκευάσει και δεν έχει επισκευάσει ακόμη, κι ας έχουν περάσει χρόνια που δίνει την ίδια υπόσχεση με το ίδιο αίσθημα ειλικρινούς αποφασιστικότητας, διότι ποτέ δεν του περνούν απ’ το μυαλό τα σκαλιά ως τη στιγμή που αποφασίζει να κατέβει στο υπόγειο και, μόλις τα ανέβει πάλι και κλείσει την πόρτα, τα ξεχνάει τελείως. Τώρα, χωρίς φως από πάνω του να φωτίζει τη σκάλα και με μοναδική βοήθεια τον φακό του Εντ πίσω του, ο Μπαουμγκάρτνερ πάει να κρατηθεί επιφυλακτικά από την ξύλινη κουπαστή, που είναι γεμάτη σκλήθρες, μα δεν προφταίνει να σφίξει το χέρι του γύρω της και η καψαλισμένη παλάμη και τα δάχτυλά του κεντρίζονται από χιλιάδες φασματικές ακίδες − σαν να καίγονται ξανά. Αμέσως τραβάει το χέρι του και, καθώς δεν υπάρχει κουπαστή στα αριστερά του, δεν έχει πια από πού να πιαστεί, και πάλι όμως, σίγουρος ότι γνωρίζει καλά αυτά τα σκαλιά, έχοντας ζήσει σ’ αυτό το σπίτι για τόσο πολλά χρόνια, αποτολμάει ένα πρώτο βήμα προς τα κάτω, του ξεφεύγει το σανίδι για δυο πόντους, χάνει την ισορροπία του μες στο σκοτάδι και κατρακυλάει στη βάση της σκάλας, χτυπώντας τον έναν αγκώνα, χτυπώντας μετά και τον άλλο και τσακίζοντας στη συνέχεια το δεξί του γόνατο πάνω στο σκληρό τσιμεντένιο δάπεδο.
Για δεύτερη φορά το ίδιο πρωί ο Μπαουμγκάρτνερ ξεφωνίζει από πόνο.
Η κραυγή δίνει τη θέση της σε ένα παρατεταμένο σπασμωδικό βογκητό καθώς το στραπατσαρισμένο σώμα του κυλά πάνω στο νοτερό πάτωμα. Ο Μπαουμγκάρτνερ δεν έχει ιδέα ότι τα μέλη του κινούνται, γνωρίζει ωστόσο ότι εξακολουθεί να έχει τις αισθήσεις του, γιατί στο κεφάλι του χοροπηδούν ένα σωρό ασύνδετες σκέψεις, έστω κι αν οι σκέψεις αυτές είναι για τον ίδιο αχνές και ακατανόητες, κάτι που θα τις ακύρωνε ως αληθινές σκέψεις, υποθέτει, και θα τις υποβίβαζε στην κατηγορία των σχεδόν σκέψεων ή των μη σκέψεων, με τη διαφορά ίσως ότι, παρά τον πόνο που μαίνεται στους αγκώνες και στο δεξί του γόνατο, το κεφάλι του δεν πονάει, κάτι που υποδηλώνει ότι το κρανίο του έχει αντέξει την πτώση χωρίς κάποιο σοβαρό πλήγμα, κάτι που με τη σειρά του υποδηλώνει ότι σε τελική ανάλυση το ατύχημα δεν θα τον μετατρέψει σε έναν ασυνάρτητο άνου που θα του τρέχουν τα σάλια, έτοιμο για απόσυρση. Την επόμενη στιγμή όμως, όταν ο Εντ έρχεται και στέκεται από πάνω του και του φωτίζει το πρόσωπο με τον φακό του, ο Μπαουμγκάρτνερ αδυνατεί να βρει τις λέξεις για να του πει να στρέψει αλλού το φως και στη θέση τους βγάζει άλλο ένα βογκητό καθώς σηκώνει το δεξί του χέρι για να καλύψει τα μάτια του. Αυτή η αδυναμία να αρθρώσει τις σκέψεις του τον προβληματίζει, ακόμα και τον τρομάζει. Αν μη τι άλλο, αποδεικνύεται ότι ο εγκέφαλός του εξακολουθεί να μη λειτουργεί σωστά, αν υποθέσουμε δηλαδή ότι δεν έχει υποστεί ανήκεστο βλάβη, ή αλλιώς προς στιγμήν απλώς κολλήσει από τον πόνο, που εξακολουθεί να κεντρίζει διάφορα μέλη του σώματός του πέρα από το κεφάλι του, ιδιαίτερα τον δεξή του αγκώνα, που πήρε φωτιά όταν ο Μπαουμγκάρτνερ σήκωσε το χέρι να σκεπάσει τα μάτια με την παλάμη του, την ίδια δεξιά παλάμη που έκαψε το πρωί και τον πονάει ακόμη τώρα, το δίχως άλλο επειδή ανέκοψε το τελευταίο στάδιο της πτώσης του τεντώνοντας μπροστά τα χέρια του καθώς προσγειωνόταν στο τσιμεντένιο δάπεδο, ακόμα κι αν δεν θυμάται ούτε στο ελάχιστο να έκανε κάτι τέτοιο.
Χριστέ και Παναγιά, λέει ο Εντ. Είσαι εντάξει;
Ύστερα από μια μεγάλη παύση ο Μπαουμγκάρτνερ καταφέρνει επιτέλους να ξεστομίσει μερικές λέξεις. Δεν είμαι σίγουρος, λέει. Όσο ευχάριστο κι αν είναι να μαθαίνει ότι δεν έχει χάσει την ικανότητα για ομιλία, ο πόνος εξακολουθεί να είναι πολύ έντονος, δεν του επιτρέπει να πανηγυρίσει τη νίκη. Τουλάχιστον δεν πέθανα, συνεχίζει. Κάτι είναι κι αυτό, υποθέτω.
Φυσικά και είναι, αποκρίνεται ο υπάλληλος των μετρήσεων. Και με το παραπάνω. Πες μου όμως, Σάι, πού πονάς;
Καθώς ο Μπαουμγκάρτνερ απαριθμεί τα στραπατσαρισμένα σημεία του σώματός του, ο Εντ, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του επαγγελματία προπονητή, αξιολογεί προσεκτικά την πιθανή ζημιά σε κάθε χτυπημένο μυ, τένοντα και οστό και, μόλις η καταγραφή ολοκληρώνεται, ρωτάει τον Μπαουμγκάρτνερ αν νιώθει αρκετά δυνατός, ώστε να σηκωθεί με λίγη βοήθεια από το πάτωμα και να ανέβει τα σκαλιά.
Ας κάνουμε μια προσπάθεια, λέει ο Μπαουμγκάρτνερ. Αν δεν μπορώ, θα το μάθουμε λίαν συντόμως.
Έτσι, ο Εντ Παπαδόπουλος, ένας άγνωστος που μπήκε στο σπίτι του Μπαουμγκάρτνερ λιγότερο από δέκα λεπτά πριν, σηκώνει τον ηλικιωμένο άντρα από το έδαφος με το δεξί του χέρι ενώ κρατάει τον φακό με το αριστερό του κι ύστερα, με το δεξί του μπράτσο γερά σφιγμένο γύρω από τα πλευρά και τον κορμό του Μπαουμγκάρτνερ, αρχίζει την επίπονη διαδικασία να τον μανουβράρει προς τα πάνω στη στενή, ξεχαρβαλωμένη σκάλα. Απ’ όλα όσα πονάνε, διαπιστώνει ο Μπαουμγκάρτνερ, αυτό που τον πονάει περισσότερο είναι το γόνατό του, τον πονάει τόσο πολύ, ώστε και μόνο το να πατάει το πόδι του προκαλεί έναν πόνο σαν ουρλιαχτό, σαν τα στριγκά και κακόφωνα ουρλιαχτά που θα έβγαζαν εν χορώ σαράντα αγριόγατες, ωστόσο, παρακινημένος από την ευγνωμοσύνη του για τη συμπονετική φροντίδα του Εντ και για το ικανό, μυώδες μπράτσο του, ο Μπαουμγκάρτνερ είναι αποφασισμένος να βάλει τα δυνατά του και να μην παραπονεθεί, να υπομείνει τα ουρλιαχτά και τις στριγκλιές σιωπηλά, με ακλόνητη στωικότητα. Επομένως, ακόμα και όταν ο Εντ αρχίζει να περιγράφει τον δικό του τραυματισμό στο γόνατο πριν από τέσσερα χρόνια, μια ρήξη μηνίσκου που τον κράτησε στον πάγκο για το μεγαλύτερο μέρος της σεζόν και τελικά κατέστρεψε την καριέρα του ως πίτσερ, ο Μπαουμγκάρτνερ δεν βγάζει κιχ, μόνο βογκάει πού και πού, ούτε μιλάει ούτε βάζει τις φωνές όταν ο Εντ συνεχίζει εξηγώντας πως, όταν επέστρεψε μετά τον τραυματισμό του, η γρήγορη μπαλιά του είχε χάσει τη φόρα της και η φαλτσαριστή μπαλιά του είχε χάσει το φάλτσο της, κι ιδού τα αποτελέσματα, λέει, Πάρε δρόμο, φιλαράκι, χαρήκαμε για τη γνωριμία, κι ακόμη και τότε, ενώ ο Μπαουμγκάρτνερ παραμένει παγιδευμένος στην ατελείωτη ιστορία του πρώην πίτσερ περί διαψευσμένων ονείρων και χαμένων ευκαιριών, η οποία διαρκεί και τα τέσσερα λεπτά που χρειάζονται για να ανέβουν τη σκάλα, δεν κακιώνει με τον Εντ και στην πραγματικότητα κρέμεται από τα χείλη του υπαλλήλου της εταιρείας ηλεκτρικού αντιμετωπίζοντας τα λόγια του σαν έναν δυσάρεστο αλλά ευπρόσδεκτο περισπασμό από τον πόνο.
Απ’ όλα όσα πονάνε, διαπιστώνει ο Μπαουμγκάρτνερ, αυτό που τον πονάει περισσότερο είναι το γόνατό του, τον πονάει τόσο πολύ, ώστε και μόνο το να πατάει το πόδι του προκαλεί έναν πόνο σαν ουρλιαχτό, σαν τα στριγκά και κακόφωνα ουρλιαχτά που θα έβγαζαν εν χορώ σαράντα αγριόγατες, ωστόσο, παρακινημένος από την ευγνωμοσύνη του για τη συμπονετική φροντίδα του Εντ και για το ικανό, μυώδες μπράτσο του, ο Μπαουμγκάρτνερ είναι αποφασισμένος να βάλει τα δυνατά του και να μην παραπονεθεί, να υπομείνει τα ουρλιαχτά και τις στριγκλιές σιωπηλά, με ακλόνητη στωικότητα.
Όταν φτάνουν στην κορυφή της σκάλας, ο Μπαουμγκάρτνερ εξακολουθεί να στηρίζεται πάνω στον Εντ καθώς προχωράει κουτσαίνοντας προς το καθιστικό, όπου ο προστάτης του τον αφήνει με το μαλακό στον καναπέ κι ύστερα του στηρίζει το κεφάλι με ένα ζευγάρι κεντητά μαξιλάρια. Πρέπει να βάλουμε λίγο πάγο σ’ αυτό το γόνατο, λέει ο νεαρός άντρας και, προτού προλάβει ο Μπαουμγκάρτνερ να του πει ότι η κατάψυξη του ψυγείου είναι χαλασμένη, ο Εντ βγαίνει σαν σίφουνας από το δωμάτιο. Ο Μπαουμγκάρτνερ ακούει την κατάψυξη να ανοίγει κι ύστερα να κλείνει. Λίγα δευτερόλεπτα μετά ο Εντ εμφανίζεται πάλι, με μια έκφραση σύγχυσης αλλά και ενόχλησης. Δεν έχει παγάκια, λέει, μιλώντας με τον θλιμμένο τόνο ενός παιδιού που μόλις ανακάλυψε ότι δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης ή ενός έφηβου ερευνητή που μόλις ανακάλυψε ότι δεν υπάρχει Θεός ή ενός ετοιμοθάνατου που μόλις ανακάλυψε ότι δεν υπάρχει αύριο.
Μην ανησυχείς, λέει ο Μπαουμγκάρτνερ, μια χαρά είμαι.
Δεν είμαι και τόσο σίγουρος, λέει ο υπάλληλος των μετρήσεων. Εμένα μου φαίνεσαι αρκετά στραπατσαρισμένος, Σάι. Τα μαλλιά σου άνω κάτω, το παντελόνι σου βρομισμένο και γεμάτο λεκέδες. Καλύτερα να πάμε στο νοσοκομείο να βγάλεις καμιά ακτινογραφία. Ίσα για να σιγουρευτούμε ότι δεν έχεις σπάσει τίποτα.
Ξέχνα το, λέει ο Μπαουμγκάρτνερ. Ούτε νοσοκομεία ούτε ακτινογραφίες. Το μόνο που χρειάζομαι είναι λίγη ξεκούραση, λίγο χρόνο να ανασυνταχτώ. Θα συνέλθω στο άψε σβήσε.
Τέλος πάντων, όπως θέλεις, λέει ο Εντ, κοιτάζοντας προσεκτικά τον ασθενή του καθώς μικρά αόρατα γρανάζια αρχίζουν να γυρίζουν στο κεφάλι του. Τουλάχιστον άσε με να σου φέρω ένα ποτήρι νερό, εντάξει;
Σ’ ευχαριστώ. Ένα ποτήρι νερό είναι ό,τι πρέπει.
Ενάμισι λεπτό αργότερα, ενώ ο Μπαουμγκάρτνερ πίνει το νερό, ο Εντ κάθεται απότομα στο πάτωμα, γέρνει μπροστά και σχεδόν κολλάει το πρόσωπό του στο πρόσωπο του Μπαουμγκάρτνερ. Για πες μου, Σάι, ρωτάει, τι χρονιά έχουμε;
Ο Μπαουμγκάρτνερ κόβει τη γουλιά του στα μισά, καταπίνει το νερό που έχει στο στόμα του και λέει: Τι σόι ερώτηση είναι αυτή;
Απλώς κάνε μου τη χάρη, Σάι. Τι χρονιά έχουμε;
Λοιπόν, για να δούμε. Αν μπορούμε να αποκλείσουμε το 1906 και το 1687, μαζί με το 1777 και το 1944, τότε πρέπει να έχουμε 2018. Τι λες; Το πέτυχα;
Ο Εντ χαμογελάει και λέει: Διάνα.
Ικανοποιημένος;
Δυο τρία πραγματάκια ακόμα − έτσι, για την πλάκα.
Με έναν βαθύ αναστεναγμό αγανάκτησης ο Μπαουμγκάρτνερ συλλογίζεται αν πρέπει να ρίξει μια μπουνιά στα μούτρα του Εντ ή να του κάνει το χατίρι από ευγένεια. Κλείνει τα μάτια του, ταλαντεύεται −να είναι ο δύστροπος γεροστριμμένος ή ο απόκοσμος σοφός;− και τελικά λέει: Εντάξει, γιατρέ. Επόμενη ερώτηση.
Πού είμαστε;
Πού είμαστε; Μα εδώ φυσικά, εδώ που είμαστε πάντα − κλειδωμένοι όλοι μας, άντρες γυναίκες, καθένας στο δικό του εδώ από τη στιγμή που γεννιόμαστε ως τη μέρα που θα πεθάνουμε.
Δεν διαφωνώ, αλλά αυτό που είχα στο μυαλό μου ήταν πιο σχετικό με τη γεωγραφική μας θέση. Το μέρος στον χάρτη όπου βρισκόμαστε εμείς οι δύο αυτήν ακριβώς τη στιγμή.
Τότε, σ’ αυτή την περίπτωση, βρισκόμαστε στο Πρίνστον, έτσι δεν είναι; Στο Πρίνστον του Νιου Τζέρσι, για την ακρίβεια. Ένα όμορφο αλλά μουντό μέρος, κατά την άποψή μου, αλλά αυτή είναι απλώς η δική μου άποψη. Εσύ τι πιστεύεις;
Δεν ξέρω. Δεν έχω. Δεν ξέρω. Δεν έχω ξανάρθει ποτέ εδώ. Εμένα μου φαίνεται ωραιότατο, αλλά εγώ δεν ζω εδώ όπως εσύ, άρα στ’ αλήθεια δεν ξέρω.
Ο Μπαουμγκάρτνερ θέλει να συνεχίσει να πειράζει τον Εντ καθώς προχωρούν με τις υπόλοιπες ερωτήσεις, αλλά δεν του πάει η καρδιά. Η δύναμη της καλοσύνης του νεαρού άντρα καταπνίγει κάθε παρόρμηση για χλευασμό.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Η ζωή του Σάι Μπαουμγκάρτνερ έχει καθοριστεί από τη βαθιά, διαρκή αγάπη του για τη γυναίκα του, την Άννα, που σκοτώθηκε σε ένα ατύχημα στη θάλασσα πριν από εννιά χρόνια. Τώρα, στα εβδομήντα ένα του, ο Μπαουμγκάρτνερ συνεχίζει να παλεύει για να ζήσει χωρίς εκείνη. Το μυθιστόρημα ξετυλίγεται μέσα από τις μνήμες και τις ιστορίες που αναδύονται, πηγαίνοντάς μας πίσω στο 1968, όταν γνωρίστηκαν ο Σάι και η Άννα, άφραγκοι φοιτητές στη Νέα Υόρκη, και στην παθιασμένη τους σχέση, διάρκειας σαράντα ετών, ενώ στη συνέχεια επιστρέφουμε στα νεανικά χρόνια του Μπαουμγκάρτνερ στο Νιούαρκ και στον πολωνικής καταγωγής πατέρα του, ιδιοκτήτη ενός καταστήματος ρούχων και αποτυχημένο επαναστάτη.
Γεμάτο συμπόνια και οξυδέρκεια, με τη διεισδυτική ματιά του Paul Auster, που ξέρει να εντοπίζει την ομορφιά στις πιο εφήμερες και μικρές στιγμές της καθημερινής ζωής, το μυθιστόρημα θέτει το εξής ερώτημα: Γιατί θυμόμαστε για πάντα κάποια πράγματα ενώ άλλα τα ξεχνάμε; Σε ένα από τα πιο λαμπρά έργα του ο Paul Auster απαθανατίζει ολόκληρες ζωές.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Paul Auster (Πολ Όστερ) γεννήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου του 1947 στο Νιου Τζέρσι από γονείς πολωνοεβραϊκής καταγωγής. Απόφοιτος του Πανεπιστηµίου Κολούµπια, μετά τις σπουδές του έζησε για ένα διάστημα στη Γαλλία. Το πρώτο του πεζογραφικό βιβλίο είναι το αυτοβιογραφικό δοκίμιο Η επινόηση της μοναξιάς (1982). Ακολούθησε η Τριλογία της Νέας Υόρκης (Γυάλινη πόλη [1985], Φαντάσµατα [1986] και Το κλειδωμένο δωμάτιο [1986]), μεταµοντέρνες παραλλαγές της ιστορίας μυστηρίου που τον καθιέρωσαν ως έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους συγγραφείς. Έκτοτε έχει γράψει πλήθος πεζογραφικών έργων μεταξύ των οποίων τα μυθιστορήματα Mr. Vertigo, Το βιβλίο των ψευδαισθήσεων, Σάνσετ Παρκ, Αόρατος, 4 3 2 1, Φλεγόμενο αγόρι, καθώς και το δοκίμιο Αιματοβαμμένο έθνος. Ασχολήθηκε επίσης µε τον κινηματογράφο, τόσο ως σκηνοθέτης όσο και ως σεναριογράφος. Ήταν µέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων. Πέθανε σε ηλικία 77 ετών στις 30 Απριλίου του 2024.