Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη νουβέλα της Ίζαμπελ Βάνγκερ [Isabel Wanger] «Στο στέκι», σε μετάφραση της Γιώτα Ποταμιάνου, η οποία θα κυκλοφορήσει στις 7 Φεβρουαρίου από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Σάββατο, 1η μέρα
Την επόμενη μέρα, ο Αντριάνο πηγαίνει σε ένα οπλοπωλείο που γνωρίζει επειδή περνάει συχνά από εκεί. Σφυρίζει ένα τραγούδι των Deep Purple ικανοποιημένος και στέκεται για λίγο μπροστά από το μαγαζί για να ανάψει ένα τσιγάρο. Τραβάει τον καπνό βαθιά μες στα πνευμόνια του. Όλο αυτό το διάστημα, που το κάπνισμα του έχει προκαλέσει πολλές μικρές πνευμονικές εμβολές χωρίς να αντιληφθεί τίποτα επειδή το σώμα του διαλύει πάλι τους θρόμβους, έχει αναπτύξει χρόνια πνευμονική υπέρταση. Τα συμπτώματα –τη ναυτία, την ταχυπαλμία, τη ζάλη και την περιστασιακή δύσπνοια– δεν τα παρατηρεί πια.
Ανακαλύπτει ένα μικρό μπαρ δίπλα στο μαγαζί. Είναι λίγο μετά το μεσημέρι. Δύο γυναίκες με λεοπάρ κολάν και αξιοπρόσεκτα μακριά περιποιημένα νύχια τσακώνονται δυνατά στα πορτογαλικά μπροστά από το μπαρ. Παραδίπλα, ένας άντρας γύρω στα σαράντα, με πλατιά μύτη και φαλάκρα, κλοτσάει οργισμένος τον τοίχο. Δύο αστυνομικοί βρίσκονται στην απέναντι μεριά του δρόμου και παίζουν πέτρα-ψαλίδι-χαρτί. Ο πιο κοντός χάνει, και αρχίζει να τις πλησιάζει για να διευθετήσει τον καβγά. Δύο έφηβοι παρακολουθούν διασκεδάζοντας. Ο Αντριάνο δεν ενδιαφέρεται για την έκβαση του γεγονότος. Γεμάτος ευφορία, που έχει να νιώσει πολύ καιρό, κι όσο πιο δυναμικά του επιτρέπει το ταλαιπωρημένο, αλλά ανθεκτικό, σώμα του, μπαίνει στο κατάστημα.
Είναι περήφανος για τον εαυτό του που κατορθώνει τελικά να κάνει ακόμα μία καλή πράξη προς το τέλος της ζωής του: Με την ακριβή αγορά του, υποστηρίζει ένα μικρό ανεξάρτητο κατάστημα, που μπορεί να μην έχει κάποιον προφανή λόγο ύπαρξης για τους περαστικούς αλλά για κάποιον άλλο σημαίνει τα πάντα – ένα από εκείνα τα καταστήματα όπου δεν μπαίνει πια κανείς, όπου το αφεντικό, συνήθως από την εποχή του λίθου, κάθεται άπραγο, χωρίς ποτέ να μπορεί να πληρώσει έστω κι έναν μισθό, και που πρέπει τελικά να κλείσει το μαγαζί του, που αποτελεί το έργο της ζωής του, λόγω έλλειψης πελατών, πράγμα που καταστρέφει την πίστη προς τον εαυτό του και την ύπαρξη πιθανών ομοϊδεατών στον κόσμο, και εξαφανίζει τις οικονομίες του. Στη συνέχεια, ένας έξυπνος επιχειρηματίας αγοράζει το κατάστημα και το μετατρέπει σ’ ένα κερδοφόρο μπαρ που σερβίρει μεζέδες, τάπας, βιολογικό παγωμένο τσάι και χάμπουργκερ. Ύστερα, οι κάτοικοι της συνοικίας διαμαρτύρονται αγανακτισμένοι για την ανάπλαση των υποβαθμισμένων περιοχών που καταστρέφει τα πάντα, εξακολουθώντας ωστόσο να αγοράζουν το παγωμένο τσάι επειδή είναι βιολογικό και καλό.
Ο Αντριάνο μπαίνει στο μικρό μαγαζί. Τα πάντα είναι διατηρημένα σε νοσταλγικούς τόνους σέπια, καφέ και σκούρο γκρι. Δίπλα στο ταμείο, στέκεται ένας φασιανός με ένα κυνηγετικό καπελάκι και μια καραμπίνα κάτω από τη δεξιά φτερούγα του, ο οποίος στοχεύει μια αλεπού που της λείπει το αριστερό μάτι. Μια καρτ ποστάλ μ’ αυτή τη σκηνή θα είχε εξαιρετικές πωλήσεις στο διπλανό κατάστημα με το βιολογικό παγωμένο τσάι. Από το άνοιγμα της πόρτας, που κλείνει αργά, λίγος ήλιος φωτίζει τα σωματίδια σκόνης που αιωρούνται στον αέρα, τα οποία βρίσκονται τόσο κοντά μεταξύ τους ώστε κάποιοι θα αηδίαζαν στη σκέψη να πάρουν βαθιά ανάσα. Όταν η πόρτα κλείνει με θόρυβο, σταματάει ο ανελέητος ήχος αλά Μαξ Φρις [4] ενός πληκτρολογίου από το διπλανό δωμάτιο και ξεπροβάλλει ένας γεράκος – όπως ακριβώς το είχε φανταστεί ο Αντριάνο.
Από το άνοιγμα της πόρτας, που κλείνει αργά, λίγος ήλιος φωτίζει τα σωματίδια σκόνης που αιωρούνται στον αέρα, τα οποία βρίσκονται τόσο κοντά μεταξύ τους ώστε κάποιοι θα αηδίαζαν στη σκέψη να πάρουν βαθιά ανάσα.
Του δείχνει ένα όμορφο περίστροφο στη βιτρίνα, ένα παλιό μοντέλο με διακοσμημένη λαβή, μακριά κάννη κι έναν κύλινδρο για έξι σφαίρες. Ένα τέτοιο είχε δει ο Αντριάνο παλιότερα στα γουέστερν, κι ένα τέτοιο θέλει να αποκτήσει. Η τιμή του είναι κάτι λιγότερο από δώδεκα χιλιάδες φράγκα, όμως πληρώνει με τη χρεωστική του Μαξ, ο οποίος τον διαβεβαίωσε πολλές φορές ότι δεν υπάρχει ανώτατο όριο αγορών.
Ο ανθρωπάκος γνέφει, ανοίγει μ’ ένα κλειδί τη βιτρίνα, βγάζει το περίστροφο και μπαίνει πίσω από τον πάγκο. Μια μικρή λάμψη διακρίνεται στα μάτια του καθώς καθαρίζει το όπλο με ένα πανί από μικροΐνες. Σίγουρα έχει χρόνια να κοιτάξει έτσι τη γυναίκα του. Ο Αντριάνο βρίσκει αυτή του την αφοσίωση σχεδόν λίγο συγκινητική και πολύ θα ήθελε να χτυπήσει τον άντρα φιλικά στον ώμο. Ωστόσο, ύστερα αποφασίζει να του κάνει πλάκα και του λέει: «Πέντε στους έξι ανθρώπους θεωρούν τη ρώσικη ρουλέτα απολύτως ασφαλή!»
Ο καταστηματάρχης χαμογελάει και του ζητάει την άδεια απόκτησης όπλου, που φυσικά ο Αντριάνο δεν έχει. Από πού να γνωρίζει εξάλλου ότι είναι απαραίτητη η άδεια για την κατοχή ενός όπλου; Άλλωστε κι εκείνος είχε παλιότερα στο σπίτι του ένα εργαλείο για να σκοτώνει κουνέλια – είναι πρακτικά το ίδιο πράγμα. Ο καταστηματάρχης του δίνει ένα επαναληπτικό όπλο κυνηγιού, ωστόσο μ' αυτό δεν γίνεται να παίξουν ρώσικη ρουλέτα. Ο Αντριάνο αρχίζει να ιδρώνει, γίνεται νευρικός. Μια αίτηση θα έπαιρνε αρκετές εβδομάδες. Εκτός αυτού, το ποινικό του μητρώο δεν είναι επαρκώς καθαρό για να βγάλει ένα τέτοιο πιστοποιητικό. Κουνάει για λίγο τη χρεωστική στον αέρα, ωστόσο ο ανθρωπάκος γνέφει λυπημένος αρνητικά κι έτσι ο Αντριάνο φεύγει οργισμένος απ’ το κατάστημα.
[4]. Ο Max Frisch ήταν Ελβετός θεατρικός συγγραφέας και πεζογράφος. Η γραφή του θεωρείται αντιπροσωπευτική της μεταπολεμικής γερμανόφωνης λογοτεχνίας και ο ίδιος ένας από τους κορυφαίους Ευρωπαίους συγγραφείς του εικοστού αιώνα.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Όταν η Λάρα κοιτάζει έξω από το μπαρ και βλέπει τη Μαρτίνα, τον Μαξ, τον Αντριάνο και τον Σεμπάστιαν να έρχονται προς εκείνη, ξέρει ότι η βραδιά δεν θα κυλήσει καλά. Ετοιμάζει ήδη τα ποτήρια για τα σφηνάκια.
Η βραδιά διαρκεί πολύ. Όλο και κάποιοι έρχονται στα λόγια, εντός της Συνάντησης Βιβλίου αλλά και εκτός. Επικρατεί επιθετικότητα στην ατμόσφαιρα, όλοι είναι φορτωμένοι. Λίγο πριν κλείσει επίσημα το μπαρ, ο Μαξ αρπάζει τον χαρτοφύλακά του και βγάζει το περίστροφό του…
Λογοτεχνία, ένα μπαρ, πέντε διαφορετικοί άνθρωποι. Αυτή είναι η αρχή μιας ιστορίας για τον ανθρώπινο παραλογισμό και όσα κουβαλάμε μέσα μας. Ένα βιβλίο με πολύ ποτό και ατελείωτες σκέψεις, όπου καταλήγουν σε ένα ερώτημα: Τι στο καλό σημαίνουν όλα αυτά;