Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Ντόνα Ταρτ [Donna Tartt] «Ο μικρός φίλος» (νέα μτφρ. Μιχάλης Δελέγκος), το οποίο κυκλοφορεί στις 24 Ιανουαρίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Δώδεκα χρόνια μετά τον θάνατο του Ρόμπιν, κανένας δεν είχε μάθει τίποτα παραπάνω για το πώς είχε καταλήξει να κρεμαστεί από το δέντρο στην αυλή του από όσα έγιναν γνωστά τη μέρα του συμβάντος.
Οι κάτοικοι της πόλης εξακολουθούσαν να το συζητούν. Το χαρακτήριζαν «δυστύχημα», παρόλο που όλα τα στοιχεία (όπως λεγόταν σε παρέες που μαζεύονταν για να παίξουν μπριτζ, στο κουρείο, σε μαγαζιά με είδη για ψάρεμα, στις αίθουσες αναμονής ιατρείων και στη μεγάλη τραπεζαρία του Κάντρι Κλαμπ) έδειχναν ότι μόνο για δυστύχημα δεν επρόκειτο. Βέβαια ήταν δύσκολο να φανταστεί κανείς ένα εννιάχρονο παιδί να καταφέρνει να απαγχονιστεί μόνο του εξαιτίας κάποιου λάθους ή επειδή έτυχε μια κακιά ώρα. Όλοι γνώριζαν τις λεπτομέρειες, που αποτελούσαν την πηγή ατελείωτων εικασιών και συζητήσεων. Ο Ρόμπιν είχε κρεμαστεί με ένα καλώδιο από αυτά που χρησιμοποιούσαν οι ηλεκτρολόγοι, κάτι σχετικά δυσεύρετο, και κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει πώς είχε φτάσει στα χέρια του. Ήταν χοντρό και δύσκαμπτο, και ο επιθεωρητής από το Μέμφις είχε πει στον σερίφη της πόλης (που τώρα πια είχε βγει στη σύνταξη) ότι, κατά τη γνώμη του, ήταν αδύνατο ένα μικρό παιδί σαν τον Ρόμπιν να έχει δέσει τους κόμπους μόνο του. Το καλώδιο ήταν δεμένο στο δέντρο με τσαπατσούλικο και ερασιτεχνικό τρόπο, αλλά κανείς δεν ήξερε αν αυτό έδειχνε απειρία ή βιασύνη από την πλευρά του δολοφόνου. Και τα σημάδια στο κορμάκι του Ρόμπιν (όπως είπε ο παιδίατρός του, που είχε μιλήσει με τον ιατροδικαστή της πολιτείας, ο οποίος, με τη σειρά του, είχε μελετήσει την έκθεση του ιατροδικαστή της κομητείας) έδειχναν ότι η αιτία θανάτου του Ρόμπιν δεν ήταν η ρήξη αυχένα αλλά ο στραγγαλισμός. Ορισμένοι πίστευαν ότι ο δολοφόνος τον είχε στραγγαλίσει όσο βρισκόταν στην κρεμάλα. Άλλοι υποστήριζαν ότι τον είχε στραγγαλίσει στο έδαφος και κατόπιν τον κρέμασε στο δέντρο, σαν να το αποφάσισε την τελευταία στιγμή.
Τόσο οι κάτοικοι της πόλης όσο και η οικογένεια του Ρόμπιν δεν είχαν καμία αμφιβολία ότι ο μικρός ήταν θύμα εγκληματικής ενέργειας. Αλλά κανείς δεν ήξερε ποιος ήταν ο δράστης και με τι κίνητρο είχε προβεί σε αυτή την πράξη. Από τη δεκαετία του 1920 είχαν συμβεί μόνο δύο φόνοι. Δύο γυναίκες από εξέχουσες οικογένειες είχαν δολοφονηθεί από τους ζηλιάρηδες συζύγους τους, αλλά αυτές οι ιστορίες ήταν παλιά και ξεχασμένα σκάνδαλα, αφού όλοι οι εμπλεκόμενοι είχαν πεθάνει από καιρό. Και μια στο τόσο, έβρισκαν νεκρό κάποιον μαύρο στην Αλεξάνδρεια, αλλά (όπως έσπευδαν να τονίσουν οι πιο πολλοί λευκοί) αυτούς τους φόνους τους διέπρατταν άλλοι νέγροι, με αφορμή κάποιες υποθέσεις που αφορούσαν αποκλειστικά τους νέγρους. Όμως, ο θάνατος ενός μικρού παιδιού ήταν εντελώς διαφορετικό ζήτημα – τρόμαζε τους πάντες, πλούσιους και φτωχούς, μαύρους και λευκούς, και κανείς δεν μπορούσε να διανοηθεί ποιος ήταν ικανός να κάνει τέτοιο πράγμα και γιατί. Στη γειτονιά γινόταν λόγος για έναν Μυστηριώδη Περιπλανώμενο, και χρόνια μετά τον θάνατο του Ρόμπιν υπήρχαν ακόμα κάμποσοι που ισχυρίζονταν ότι τον είχαν δει. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, επρόκειτο για έναν γιγαντόσωμο άντρα, αλλά, πέρα από αυτό το χαρακτηριστικό, οι περιγραφές διέφεραν πολύ μεταξύ τους. Άλλοι έλεγαν ότι ήταν μαύρος, άλλοι ότι ήταν λευκός. Κάποιες εκδοχές τον ήθελαν να έχει έντονα διακριτικά σημάδια, όπως ένα κομμένο δάχτυλο, ραιβοποδία, μια βαθιά ουλή στο ένα μάγουλο. Έλεγαν ότι ήταν ένας αδίστακτος πληρωμένος δολοφόνος που είχε στραγγαλίσει το παιδί ενός γερουσιαστή από το Τέξας και είχε δώσει το πτώμα να το φάνε τα γουρούνια. Ένας πρώην κλόουν του ροντέο, που παρέσυρε μικρά παιδιά κάνοντας εντυπωσιακά κόλπα με το λάσο και μετά τα σκότωνε. Ένας ψυχοπαθής μισότρελος, καταζητούμενος σε έντεκα πολιτείες, που το είχε σκάσει από το ψυχιατρείο του Γουίτφιλντ. Όμως, παρόλο που οι γονείς στην Αλεξάνδρεια έλεγαν στα παιδιά τους να έχουν τον νου τους και να προσέχουν, και παρόλο που όλο και κάποιος έβλεπε αυτόν τον γίγαντα να περιφέρεται κουτσαίνοντας στα πέριξ της οδού Τζορτζ κάθε Χαλοουίν, ο Περιπλανώμενος παρέμενε ασύλληπτος, άπιαστος. Η αστυνομία είχε μαζέψει στο τμήμα και είχε ανακρίνει όλους τους περιπλανώμενους ανέστιους και ματάκηδες σε ακτίνα εκατόν πενήντα χιλιομέτρων μετά τον θάνατο του μικρού Κλιβ, αλλά η έρευνα δεν κατέληξε πουθενά. Και αφού σε κανέναν δεν άρεσε η ιδέα ότι υπήρχε ένας φονιάς που κυκλοφορούσε ελεύθερος, ο φόβος εξακολουθούσε να κυριαρχεί και να τρέφεται από την εντύπωση ότι ο γίγαντας συνέχιζε να παραμονεύει στη γειτονιά και να παρακολουθεί από ένα σεντάν παρκαρισμένο απόμερα τα παιδιά που έπαιζαν.
Από τη δεκαετία του 1920 είχαν συμβεί μόνο δύο φόνοι. Δύο γυναίκες από εξέχουσες οικογένειες είχαν δολοφονηθεί από τους ζηλιάρηδες συζύγους τους, αλλά αυτές οι ιστορίες ήταν παλιά και ξεχασμένα σκάνδαλα, αφού όλοι οι εμπλεκόμενοι είχαν πεθάνει από καιρό.
Αυτά τα πράγματα τα έλεγαν οι κάτοικοι της πόλης. Η οικογένεια του Ρόμπιν δεν συζητούσε ποτέ το ζήτημα. Μα ποτέ όμως.
Θέμα συζήτησης της οικογένειάς του ήταν ο ίδιος ο Ρόμπιν. Αφηγούνταν περιστατικά από τότε που ήταν μωρό, που πήγαινε στο νηπιαγωγείο και έπαιζε στην παιδική ομάδα μπέιζμπολ, όλα τα γλυκά και αστεία και ασήμαντα πράγματα που θυμούνταν ότι είχε κάνει ή είχε πει. Οι ηλικιωμένες θείες του ανακαλούσαν στη μνήμη τους ατελείωτες μικρολεπτομέρειες. Τα παιχνίδια που είχε, τα όνειρα που έβλεπε στον ύπνο του και που τους αφηγούνταν, τα πράγματα που αντιπαθούσε, αυτά που επιθυμούσε και αγαπούσε πιο πολύ. Κάποιες από αυτές τις λεπτομέρειες ήταν ακριβείς. Κάποιες άλλες όχι. Κάμποσες δεν ήταν δυνατόν να τις επιβεβαιώσουν με σιγουριά, αλλά όταν οι Κλιβ έκριναν ότι ένα υποκειμενικό θέμα ήταν ακριβές, τότε αυτό μεταμορφωνόταν, αυτόματα και τελεσίδικα, σε αλήθεια, χωρίς κανείς τους να αντιλαμβάνεται την αλχημεία που είχαν κάνει όλοι μαζί προκειμένου να πετύχουν αυτή τη μετατροπή. Οι μυστηριώδεις και περίεργες συνθήκες του θανάτου του Ρόμπιν δεν αποτελούσαν αντικείμενο αυτής της αλχημείας. Οι Κλιβ, όσο δεσποτικά κι αν ήταν τα ένστικτα αναθεωρητισμού τους, δεν δέχονταν με τίποτα ότι αυτή η ιστορία μπορούσε να εξηγηθεί με βάση μια λογική αλληλουχία γεγονότων ικανή να ενώσει αυτά τα θραύσματα· ότι ήταν δυνατόν να συναχθεί κάποιο λογικό συμπέρασμα, να πάρουν εκ των υστέρων ένα μάθημα, να αποκομίσουν ένα ηθικό δίδαγμα. Το μόνο που τους είχε απομείνει ήταν ο ίδιος ο Ρόμπιν, ή έστω οι αναμνήσεις τους από εκείνον. Και το μεγαλύτερο αριστούργημά τους ήταν η άψογη περιγραφή του χαρακτήρα του, διεξοδικά και φιλόπονα εμπλουτισμένη στην πάροδο των χρόνων. Επειδή ήταν ένα τόσο αξιαγάπητο και τρελούτσικο αγοράκι και επειδή τα καπρίτσια και οι ιδιαιτερότητές του ήταν ο λόγος για τον οποίο τον αγαπούσαν όλοι τόσο πολύ, μέσα από τις αναπαραστάσεις και τις αναπλάσεις του η παρορμητική ζωηράδα του ζωντανού Ρόμπιν προβαλλόταν κάποιες στιγμές με οδυνηρή ευκρίνεια, και τότε ήταν σαν να τον έβλεπαν να κατηφορίζει τον δρόμο τρέχοντας με το ποδήλατό του, να σκύβει μπροστά, τα μαλλιά του να ανεμίζουν, να κάνει πετάλι τόσο γοργά που το ποδήλατο κλυδωνιζόταν ελαφρά, ένα παιδί αεικίνητο, απρόβλεπτο, ολοζώντανο. Αλλά αυτή η ευκρίνεια ήταν απατηλή και προσέδιδε παραπλανητική αληθοφάνεια σε κάτι που κατά κύριο λόγο ήταν μύθευμα, γιατί η ιστορία, σε άλλα σημεία της, ξέφτιζε και γινόταν σχεδόν διάφανη, ακτινοβόλα αλλά παράδοξα ασαφής, όπως είναι μερικές φορές οι βίοι των αγίων.
Ο επιβλητικός, φωτεινός και απαράλλακτος χαρακτήρας του έλαμπε σταθερά κόντρα στην αβεβαιότητα και την αμφιταλάντευση των δικών τους χαρακτήρων, αλλά και του χαρακτήρα των ανθρώπων τους οποίους γνώριζαν. Και μεγάλωσαν με την πίστη ότι αυτό οφειλόταν στη σπάνια και ακτινοβόλα προσωπικότητα του Ρόμπιν και σε καμία περίπτωση στο γεγονός ότι ήταν πεθαμένος.
«Πόσο θα του άρεσε του Ρόμπιν αυτό!» έλεγαν οι θείες στοργικά. «Τι γέλια θα έκανε ο Ρόμπιν!» Στην πραγματικότητα, ο Ρόμπιν ήταν ένα απρόβλεπτο, ελαφρόμυαλο παιδί, σοβαρό τις πιο απίθανες στιγμές, πρακτικά σε κατάσταση υστερίας κάποιες άλλες, και, όσο ζούσε, μεγάλο μέρος της γοητείας του οφειλόταν στον άστατο χαρακτήρα του. Οι μικρές αδελφές του, όμως, που ουσιαστικά δεν τον είχαν γνωρίσει καθόλου, μεγάλωσαν με τη βεβαιότητα ότι γνώριζαν με ακρίβεια ποιο ήταν το αγαπημένο του χρώμα (το κόκκινο), το αγαπημένο του βιβλίο (Ο Άνεμος στις Ιτιές*) και ο αγαπημένος του ήρωας σε αυτό (ο κύριος Βάτραχος), η αγαπημένη του γεύση παγωτού (σοκολάτα) και η αγαπημένη του ομάδα μπέιζμπολ (οι Κάρντιναλς) και χίλια δυο άλλα πράγματα που αυτές, παιδιά ζωντανά, που προτιμούσαν παγωτό σοκολάτα τη μία εβδομάδα και ροδάκινο την άλλη, δεν ήταν καν σίγουρες ότι ήξεραν για τον ίδιο τους τον εαυτό. Κατά συνέπεια, η σχέση τους με τον πεθαμένο αδελφό τους ήταν εξαιρετικά στενή. Ο επιβλητικός, φωτεινός και απαράλλακτος χαρακτήρας του έλαμπε σταθερά κόντρα στην αβεβαιότητα και την αμφιταλάντευση των δικών τους χαρακτήρων, αλλά και του χαρακτήρα των ανθρώπων τους οποίους γνώριζαν. Και μεγάλωσαν με την πίστη ότι αυτό οφειλόταν στη σπάνια και ακτινοβόλα προσωπικότητα του Ρόμπιν και σε καμία περίπτωση στο γεγονός ότι ήταν πεθαμένος.
Οι μικρές αδελφές του Ρόμπιν, όταν μεγάλωσαν, έγιναν πολύ διαφορετικές από εκείνον, αλλά και πολύ διαφορετικές μεταξύ τους.
Η Άλισον είχε γίνει πια δεκαέξι χρονών. Ενώ πριν ήταν ένα δειλό και συνεσταλμένο κοριτσάκι που όλο χτυπούσε και πάθαινε μελανιές, καιγόταν εύκολα από τον ήλιο και έκλαιγε με το παραμικρό, μεγαλώνοντας έγινε, παραδόξως, η ωραία της οικογένειας. Μακριά πόδια, πυρρόξανθα μαλλιά, υγρά ανοιχτοκάστανα μάτια. Όλη της τη χάρη τη χρωστούσε στην αέρινη εμφάνισή της. Η φωνή της ήταν απαλή, οι τρόποι της νωχελικοί, τα χαρακτηριστικά του προσώπου της ονειρικά και ακαθόριστα. Η γιαγιά της η Ίντι, που της άρεσαν το σπινθηροβόλο βλέμμα και τα έντονα χρώματα, ήταν απογοητευμένη με το πώς είχε εξελιχθεί η εγγονή της. Η Άλισον ήταν ντελικάτη και ανεπιτήδευτη, σαν τα αγριολούλουδα του Ιουνίου, είχε μια νεανική φρεσκάδα που (η Ίντι το ήξερε αυτό καλύτερα από τον καθένα, δεν σήκωνε αντιρρήσεις) ήταν το πρώτο χαρακτηριστικό που χανόταν. Ονειροπολούσε. Αναστέναζε συνέχεια.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Στην πόλη Αλεξάνδρεια της Πολιτείας του Μισισίπι, ανήμερα της Γιορτής της Μητέρας, ένα μικρό αγόρι, ο Ρόμπιν Κλιβ Ντιφρέσν, βρέθηκε απαγχονισμένο σε ένα δέντρο στην αυλή του σπιτιού του.
Δώδεκα χρόνια αργότερα, η δολοφονία του Ρόμπιν παραμένει ανεξιχνίαστη και η οικογένειά του εξακολουθεί να ζει χαμένη στην οδύνη.
Έτσι, η αδελφή του Ρόμπιν, η Χάριετ –ιδιαίτερα ευφυής, απόλυτα αποφασισμένη και επηρεασμένη σε υπερβολικό βαθμό από τη μυθοπλασία του Κίπλινγκ και του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον–, ξεκινά να ανακαλύψει τον δολοφόνο.
Έχοντας τη βοήθεια μόνο του Χίλι, του αγαπημένου της φίλου, περνά τα αυστηρά όρια που περιχαρακώνουν τις φυλές και τις κάστες της πόλης της και βυθίζεται στην ιστορία των απωλειών της οικογένειάς της.