Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βραβευμένο με το «Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2013» μυθιστόρημα της Λίντια Ντίμκοφσκα [Lidija Dimkovska] «Μια ακόμα ζωή» (μτφρ. Γιούλη Σταματίου), το οποίο κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Εκείνη την Παραμονή Πρωτοχρονιάς, όπως συνηθιζόταν, ο πατέρας μας στόλισε το χριστουγεννιάτικο δένδρο καθώς η Σρέμπρα κι εγώ καθόμασταν σκυμμένες, κοιτώντας τον να βάζει τα στολίδια, να τυλίγει την κόκκινη, ξεφτισμένη γιρλάντα γύρω του και να τοποθετεί μερικά κομμάτια βαμβάκι εδώ κι εκεί πάνω στα πράσινα κλαδιά. Το δένδρο ήταν μικρό, μισό μέτρο σε ύψος, με λιγοστά στολίδια που τα έβαζε μόνος του έτσι ώστε να μην τα σπάσουμε. Μόνο έξι υπήρχαν από δαύτα, το καθένα τους διαφορετικό. Ύστερα εκείνος το μετέφερε στο μεγάλο δωμάτιο, το δικό τους. Το ακουμπούσε πάνω στο μικρό τραπεζάκι που βρισκόταν στο κέντρο του χώρου και η μητέρα μας αμέσως άφηνε ένα μπολ ρώσικη σαλάτα με μαγιονέζα στα αριστερά του κι ένα πιάτο που πάνω του είχε ένα κομμάτι τούρτα γεμισμένη με ροζ πουτίγκα φράουλα πασπαλισμένη με τρίμματα καρυδιών στα δεξιά του. Έτσι λοιπόν δημιουργούνταν η ατμόσφαιρα της Παραμονής Πρωτοχρονιάς, όχι όμως στην τραπεζαρία όπου καθόμασταν σε σκληρά ξύλινα καθίσματα και βλέπαμε τηλεόραση, ούτε και στο δωμάτιό μας όπου η Σρέμπρα κι εγώ κοιμόμασταν σε έναν καναπέ-κρεβάτι, εκεί όπου στη μέση του χώρου βρισκόταν η ραπτομηχανή της μαμάς σκεπασμένη με ένα κεντητό κάλυμμα κι ένα βάζο γεμισμένο με πλαστικά λουλούδια να στέκεται πάνω της. Όχι, σε κείνα τα σημεία δεν υπήρχαν πρωτοχρονιάτικοι εορτασμοί, παρά μόνο στο κρύο δωμάτιο των γονιών μας, μέσα στο οποίο η Σρέμπρα κι εγώ βρισκόμασταν μόλις μερικά λεπτά τη μέρα, ίσα για να προλάβουμε να κοιτάξουμε το δένδρο και να φάμε μια μπουκιά από την τούρτα.
Όσο εκείνοι έπαιρναν το μεσημεριανό τους στο μικρό τραπέζι της κουζίνας –ο πατέρας καθιστός στην πλατιά καρέκλα μας και η μητέρα κάθετα προς αυτόν– η Σρέμπρα κι εγώ, έχοντας τελειώσει το φαγητό μας, στεκόμασταν στην τραπεζαρία κι ακούγαμε ένα σέρβικο τραγούδι να παίζει στο ραδιόφωνο: «Με ρωτούν, με ρωτούν, λατρεία μου…» Ο χτύπος της καρδιάς μας αντήχησε στους κροτάφους μας. Το πρόσωπο της Σρέμπρα φάνηκε να συννεφιάζει. Έμοιαζε σαν να ήθελε να κλάψει, μα εγώ ήμουν πανευτυχής, σαν να μου είχαν κάνει μάγια. Μετά βίας μπορούσα να περιμένω το τέλος του 1984 και την αρχή της επόμενης χρονιάς, η οποία σίγουρα θα έφερνε κάτι καινούριο, μια νέα ζωή, ίσως μια άλλη ελπίδα για το μέλλον. Το παιδικό περιοδικό Ο κόσμος μας ζήτησε να εκδώσει μια φωτογραφία μας με τη λεζάντα «Ο νέος χρόνος θα φέρει επίσης ελπίδα στις Σκοπιανές σιαμαίες με τα ενωμένα κεφάλια» όμως η δασκάλα μας δεν τους επέτρεψε να μας φωτογραφίσουν. «Όλοι μας κοιτούν σαν χάνοι όπου πάμε ως έχει. Αν εμφανιστείτε και στις φυλλάδες, δεν θα έχουν τελειωμό οι φωτογραφίες! Όπου σταθούμε, θα μας περιμένει κι ένας δημοσιογράφος. Η πεθερά μου μένει μαζί μας, μια γυναίκα από χωριό. Αν έβλεπε κάτι τέτοιο, θα με κουτσομπόλευε με τους γείτονες για το τι είδους μαθητές έχω. Πάνω από το πτώμα μου θα σας φωτογραφίσουν, τέλος!»
Έτσι, λόγω των κουτσομπολίστικων συνηθειών της πεθεράς της δασκάλας μας, τα μέσα δεν γνώριζαν τίποτα για την ύπαρξή μας κατά τη διάρκεια της παιδικής μας ηλικίας και ο εκδότης του περιοδικού παραήταν ευγενικός για να θελήσει το κακό μας.
Η Σρέμπρα κι εγώ ξεγλιστρήσαμε ήσυχα από το σπίτι και χτυπήσαμε το κουδούνι της Ρόζα. Στην πόρτα ήρθε η αδελφή της, καλοντυμένη και έτοιμη για κάποιο ρεβεγιόν. Την ενημερώσαμε πως η παράσταση ακυρώθηκε κι εκείνη φώναξε στη Ρόζα όσο έβαζε το παλτό της: «Ρόζα, ακυρώνεται η παράσταση». Ύστερα βγήκε έξω χαμογελώντας και μας τσίμπησε τα μάγουλα.
Εκείνο το βράδυ, ακριβώς τα μεσάνυχτα, είχαμε κανονίσει να παίξουμε το θεατρικό «Γραμματόσουπα!» στα σκαλιά της εισόδου της πολυκατοικίας μας μαζί με τη Ρόζα, όμως όταν η Σρέμπρα ανακοίνωσε τα σχέδιά μας, ο πατέρας μας αφηνίασε. «Όποιος θέλει να το δει αυτό το πράγμα, ας το δει. Εγώ θα μείνω μέσα». «Δεν γίνεται να παγώσουμε από το κρύο εκεί έξω για βλακείες. Κάνετε ό,τι σας κατέβει και τώρα θέλετε να δώσετε παράσταση;» πρόσθεσε η μαμά. Η Σρέμπρα κι εγώ ξεγλιστρήσαμε ήσυχα από το σπίτι και χτυπήσαμε το κουδούνι της Ρόζα. Στην πόρτα ήρθε η αδελφή της, καλοντυμένη και έτοιμη για κάποιο ρεβεγιόν. Την ενημερώσαμε πως η παράσταση ακυρώθηκε κι εκείνη φώναξε στη Ρόζα όσο έβαζε το παλτό της: «Ρόζα, ακυρώνεται η παράσταση». Ύστερα βγήκε έξω χαμογελώντας και μας τσίμπησε τα μάγουλα. Μετά έκλεισε την πόρτα πίσω της κι έτσι εμείς ανεβήκαμε τις σκάλες, τραβώντας η μία την άλλη και πηδώντας τα σκαλοπάτια ένα προς ένα με συγχρονισμό, φορώντας μονάχα τις κάλτσες μας στα πόδια. Πήγαμε στην τουαλέτα. Το κρύο ήταν αφόρητο καθώς το παραθυράκι του μπάνιου δεν έκλεινε ποτέ. Στεκούμενες μπροστά από τον καθρέφτη, η καθεμιά μας μάζεψε τα μαλλιά της σε κοτσίδα με ένα κόκκινο λαστιχάκι. Όποτε τα πιάναμε κατ’ αυτό τον τρόπο, το σημείο όπου ενωνόμασταν πάνω από το αριστερό μου και το δεξί της αυτί ήταν πιο εμφανές. Το δέρμα ξεκινούσε από τη μία και κατέληγε στην άλλη. Δεν υπήρχε κάποιο σημάδι ή τίποτα τέτοιο. Οι κρόταφοί μας έσμιγαν σαν την άμμο της ερήμου. Ίσα που υπήρχε αρκετός χώρος ανάμεσά μας για να στηριχθούν τα γυαλιά μου. Μοιάζαμε τόσο πολύ, που αν δεν τα φορούσα, κανείς δεν θα καταλάβαινε ποια ήταν η Σρέμπρα και ποια εγώ. Κοιταχτήκαμε στον καθρέφτη, το βλέμμα μας επικεντρωμένο και αδύναμο. Σταθήκαμε στο ίδιο μέρος για αρκετή ώρα χωρίς να ανταλλάξουμε κουβέντα, η Σρέμπρα μουτρωμένη κι εγώ με δάκρυα να τρέχουν πίσω από τα γυαλιά μου. Τέλος, εκείνη με έσυρε μέχρι τη λεκάνη. Αφού τράβηξε το καζανάκι, ξεκλειδώσαμε την πόρτα και φύγαμε.
Η Παραμονή Πρωτοχρονιάς είχε άρωμα ψητού κοτόπουλου με πατάτες. Η Σρέμπρα κι εγώ φάγαμε πρώτες, κι όταν σηκωθήκαμε από την καρέκλα μας στην κουζίνα, τη θέση μας πήρε ο μπαμπάς. Η μαμά κάθισε κάθετα προς αυτόν και άρχισαν να τρώνε. Έπειτα, η Σρέμπρα κι εγώ μεταφερθήκαμε στο μεγάλο δωμάτιο για να παρατηρήσουμε άλλη μία φορά το γιορτινό δένδρο στο τραπεζάκι. Σταθήκαμε εκεί για δυο τρία λεπτά, τρέμοντας από το κρύο όσο μασουλούσαμε λίγη από την τούρτα που ήταν πασπαλισμένη με τριμμένα καρύδια και είχε γέμιση πουτίγκα φράουλα. Χαιρετήσαμε το δένδρο και βγήκαμε από το δωμάτιο. Στη συνέχεια, οι τέσσερίς μας καθίσαμε γύρω από το τραπέζι, με ένα κίτρινο πιάτο καβουρδισμένα φιστίκια ο καθένας, και παρακολουθήσαμε το πρόγραμμα που μεταδιδόταν από το Βελιγράδι για την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Μισή ώρα πριν τον ερχομό του 1985, οι γονείς μας ξάπλωσαν ενώ η Σρέμπρα κι εγώ φάγαμε τα τελευταία φιστίκια που είχαν μείνει, μετρώντας αντίστροφα μέχρι τα μεσάνυχτα χαμηλόφωνα. Ύστερα στραφήκαμε η μία προς την άλλη όσο μπορούσαμε, ανταλλάσσοντας αέρινα φιλιά και μουρμουρίζοντας «Καλή χρονιά». Μετά από αυτό ξεκίνησε μια ταινία στην οποία η Ντέμι Μουρ είχε έναν άνδρα και μια γυναίκα για εραστές της. Έβγαζαν στριγκλιές και ξάπλωναν ο ένας πάνω στον άλλο. Οι γυναίκες άγγιζαν η μία τα στήθη της άλλης και όταν η Ντέμι Μουρ συνευρέθηκε με τον σύζυγό της, εκείνος τοποθέτησε τα χέρια του στους γοφούς της, γραπώνοντάς τους όσο περισσότερο μπορούσε. Εκείνη αναστέναζε από την απόλαυση. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή. Ένιωσα ενθουσιασμό ανάμεσα απ’ τα πόδια μου. Και η Σρέμπρα το ίδιο πρέπει να αισθανόταν, αφού συνεχώς ξεροκατάπινε. Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα του δωματίου των γονιών μας. Ο πατέρας μας στάθηκε μπροστά της. Προχώρησε ως την τραπεζαρία, έκλεισε την τηλεόραση και είπε απότομα: «Πηγαίνετε για ύπνο. Αυτή δεν είναι ταινία για παιδιά». Η Σρέμπρα κι εγώ κάναμε αυτό που μας είπε. Συνήθως κοιμόμασταν ανάσκελα με τα χέρια μας κολλημένα στο σώμα και τα πόδια μας τεντωμένα η μία μακριά από της άλλης. Εκείνη την Παραμονή Πρωτοχρονιάς, ξαπλώσαμε μπρούμυτα με τα πρόσωπά μας θαμμένα στα μαξιλάρια μας. Εγώ βρισκόμουν στη δική της πλευρά κι εκείνη στη δική μου. Απομακρυνθήκαμε όσο το δυνατόν περισσότερο, χωρίς να προκαλέσουμε ενόχληση στο σημείο που μας ένωνε. Το αριστερό μου χέρι ήταν χωμένο κάτω από την κοιλιά μου, το δεξί χέρι της Σρέμπρα κάτω απ’ τη δική της. Σκεφτόμασταν τη μέρα που το καλοκαιρινό μας παιχνίδι, η μαντεία, θα γινόταν πραγματικότητα, τη μέρα που θα είχαμε πλέον τους συζύγους μας οι οποίοι θα μας έκαναν να ουρλιάξουμε από ηδονή. Δεν τολμήσαμε να σκεφτούμε γυναίκες. Μας πήρε ο ύπνος στην ίδια στάση. Όταν ξυπνήσαμε, είχε ξημερώσει η πρώτη μέρα του 1985.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
1984, Σκόπια. Οι δωδεκάχρονες δίδυμες Ζλάτα και Σρέμπρα ζουν όπως τα περισσότερα κορίτσια της ηλικίας τους σε όλο τον κόσμο, μονάχα με μία σημαντική διαφορά: οι δυο τους είναι σιαμαίες, ενωμένες στο κεφάλι. Χρόνια μετά, ένα συμβάν απειλεί να καταστρέψει τον αδελφικό τους δεσμό. Αποφασίζουν να διαχωριστούν ιατρικά. Θα τις απελευθερώσει όμως αυτή η εγχείρηση ή θα τις παγιδεύσει ακόμα περισσότερο;
Στο μυθιστόρημα Μία ακόμα ζωή, η Λίντια Ντίμκοφσκα εξιστορεί με τρυφερότητα την πορεία δύο κοριτσιών προς την ενηλικίωση, αλλά και τον μετασχηματισμό της κομμουνιστικής ανατολικής Ευρώπης. Μια ιστορία για την οικογένεια, τις αδελφικές σχέσεις, την αποξένωση.