Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Λεϊλά Σλιμανί [Leïla Slimani] «Δείτε μας που χορεύουμε» (μτφρ. Κλαιρ Νεβέ, Μανώλης Πιμπλής), που κυκλοφορεί στις 9 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Η Ματίλντ στεκόταν στο παράθυρο και κοιτούσε τον κήπο. Τον οργιαστικό και άναρχο, σχεδόν κακόγουστο κήπο της. Τη δική της εκδίκηση για τη λιτότητα που της είχε επιβάλει ο άντρας της σε όλα. Δεν είχε καλά καλά ξημερώσει και ο ήλιος, δειλά ακόμα, ξεπρόβαλλε ανάμεσα στις φυλλωσιές. Μια γιακαράντα που τα μενεξεδιά της λουλούδια δεν είχαν ακόμη ανοίξει. Μια γέρικη ιτιά κλαίουσα και τα δύο αβοκάντο με τα κλαριά να λυγίζουν κάτω από το βάρος των καρπών που κανένας δεν έτρωγε και σάπιζαν πεσμένα στο χορτάρι. Ο κήπος δεν ήταν ποτέ τόσο όμορφος όσο αυτή την εποχή του χρόνου. Ήταν αρχές Απριλίου του 1968 και η Ματίλντ σκέφτηκε ότι ο Αμίν δεν είχε επιλέξει τυχαία εκείνη τη στιγμή. Τα τριαντάφυλλα που είχε φέρει από το Μαρακές είχαν ανοίξει λίγες μέρες νωρίτερα και στον κήπο πλανιόταν μια δροσερή και γλυκιά μυρωδιά. Κάτω από τα δέντρα απλώνονταν παρτέρια από αγάπανθους, ντάλιες, συστάδες λεβάντας και δεντρολίβανου. Η Ματίλντ έλεγε πως τα πάντα φύτρωναν εκεί. Για τα λουλούδια, αυτή η γη ήταν ευλογημένη.
Ήδη ερχόταν στ’ αυτιά της το κελάηδημα των ψαρονιών και είδε δυο κοτσύφια που, χοροπηδώντας πάνω στο γρασίδι, έχωναν τα πορτοκαλιά ράμφη τους μέσα στο χώμα. Ένα από αυτά είχε άσπρα φτερά στο κεφάλι και η Ματίλντ αναρωτήθηκε αν τα άλλα κοτσύφια το κορόιδευαν ή, αντίθετα, αν αυτό καθιστούσε τούτο το πουλί ένα ξεχωριστό ον, κάτι που υποχρέωνε τα άλλα του είδους του να το σέβονται. «Ποιος ξέρει πώς ζουν τα κοτσύφια» σκέφτηκε η Ματίλντ.
Άκουσε τον θόρυβο ενός κινητήρα και τις ομιλίες των εργατών. Στο μονοπάτι που οδηγούσε στον κήπο εμφανίστηκε ένα τεράστιο κίτρινο τέρας. Πρώτα είδε τον μεταλλικό βραχίονα και, στην άκρη αυτού του βραχίονα, το γιγάντιο μηχανικό φτυάρι. Το μηχάνημα ήταν τόσο φαρδύ που δυσκολευόταν να περάσει ανάμεσα από τις σειρές των ελαιόδεντρων και οι εργάτες έδιναν οδηγίες φωνάζοντας στον οδηγό του εκσκαφέα που έσπαζε κλαδιά στο πέρασμά του. Εντέλει, το μηχάνημα στάθμευσε και η ηρεμία επανήλθε.
Αυτός ο κήπος ήταν η φωλιά της, το καταφύγιό της, το καμάρι της. Είχε παίξει εκεί με τα παιδιά της. Είχαν ρίξει μεσημεριανούς ύπνους κάτω από την κλαίουσα και είχαν κάνει πικνίκ στη σκιά του βραζιλιάνικου φίκου. Τους είχε μάθει πώς να ξετρυπώνουν τα ζώα που κρύβονταν μέσα στα δέντρα και στους θάμνους. Την κουκουβάγια και τις νυχτερίδες, τους χαμαιλέοντες που τους έκλειναν σε χαρτονένια κουτιά και τους άφηναν μερικές φορές να ψοφήσουν κάτω από το κρεβάτι τους. Και όταν τα παιδιά της μεγάλωσαν, όταν βαρέθηκαν τα παιχνίδια και τη στοργή της, εκείνη ερχόταν εδώ για να ξεχάσει τη μοναξιά της. Είχε φυτέψει, κλαδέψει, σπείρει, μεταφυτέψει. Είχε μάθει να αναγνωρίζει την κάθε ώρα της ημέρας, το κελάηδημα των πουλιών. Πώς θα μπορούσε τώρα να συλλάβει το χάος και την καταστροφή; Να ευχηθεί τον αφανισμό όσων είχε αγαπήσει;
Η Ματίλντ ανασκίρτησε και έκλεισε τα μάτια. Όταν τα ξανάνοιξε, η τεράστια μεταλλική δαγκάνα βυθιζόταν στο έδαφος. Το χέρι ενός γίγαντα χωνόταν μέσα στο μαύρο χώμα απελευθερώνοντας μια μυρωδιά από μούσκλια και χούμο. Ξερίζωνε τα πάντα στο πέρασμά του και, όσο περνούσε η ώρα, σχηματιζόταν ένας ψηλός λοφίσκος από χώμα και πέτρες, πάνω στον οποίο κείτονταν άψυχοι θάμνοι και αποκεφαλισμένα λουλούδια.
Οι εργάτες μπήκαν στον κήπο και έμπηξαν πασσάλους έτσι ώστε να σχηματίσουν ένα ορθογώνιο είκοσι μέτρα επί πέντε. Φρόντισαν να μην πατήσουν τα λουλούδια με τις γαλότσες τους καθώς μετακινούνταν και αυτή η λεπτότητα, συγκινητική μεν αλλά μάταιη, άγγιξε τη Ματίλντ. Έκαναν νόημα στον οδηγό του εκσκαφέα, ο οποίος πέταξε το τσιγάρο του από το παράθυρο και έβαλε μπρος τον κινητήρα. Η Ματίλντ ανασκίρτησε και έκλεισε τα μάτια. Όταν τα ξανάνοιξε, η τεράστια μεταλλική δαγκάνα βυθιζόταν στο έδαφος. Το χέρι ενός γίγαντα χωνόταν μέσα στο μαύρο χώμα απελευθερώνοντας μια μυρωδιά από μούσκλια και χούμο. Ξερίζωνε τα πάντα στο πέρασμά του και, όσο περνούσε η ώρα, σχηματιζόταν ένας ψηλός λοφίσκος από χώμα και πέτρες, πάνω στον οποίο κείτονταν άψυχοι θάμνοι και αποκεφαλισμένα λουλούδια.
Αυτό το ατσάλινο χέρι ήταν το χέρι του Αμίν. Να τι σκέφτηκε η Ματίλντ εκείνο το πρωινό που πέρασε ακίνητη πίσω από το παράθυρο του σαλονιού. Παραξενεύτηκε που ο σύζυγός της δεν θέλησε να παραστεί σε αυτό το θέαμα και να δει να πέφτουν ένα ένα τα φυτά και τα δέντρα. Είχε υποστηρίξει πως η τρύπα δεν μπορούσε να γίνει πουθενά αλλού. Ότι έπρεπε να σκάψουν δίπλα στο σπίτι, στο πιο ηλιόλουστο σημείο του οικοπέδου. Ναι, εκεί όπου βρισκόταν η πασχαλιά. Εκεί όπου κάποτε είχε φυτρώσει η λεμονοπορτοκαλιά.
Αρχικά είχε πει όχι. Όχι επειδή δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα. Αλλά διότι το νερό ήταν ένα σπάνιο και πολύτιμο αγαθό που δεν μπορούσε να το χρησιμοποιεί κανείς για τη διασκέδασή του. Είχε πει όχι βάζοντας τις φωνές, επειδή η ιδέα της επίδειξης αυτού του απρεπούς θεάματος σε εξαθλιωμένους χωρικούς τού ήταν απεχθής. Τι θα έλεγαν για την ανατροφή που έδινε στον γιο του, για το πώς χειριζόταν τη γυναίκα του, αν την έβλεπαν μισόγυμνη να κολυμπά σε μια πισίνα; Τότε κι αυτός δεν θα ήταν καλύτερος από τους παλιούς αποίκους ή από κείνους τους αστούς με τα έκλυτα ήθη που αφθονούσαν στη χώρα και πρόβαλλαν ασύστολα την εκθαμβωτική επιτυχία τους.
Όμως η Ματίλντ δεν το έβαλε κάτω. Έκανε πέρα τις αντιρρήσεις του. Χρόνο με τον χρόνο έφερνε πάλι το θέμα στο τραπέζι. Κάθε καλοκαίρι, όταν φυσούσε το σάρκι και όταν η εξοντωτική ζέστη τής έσπαγε τα νεύρα, πετούσε ξανά την ιδέα της πισίνας που ο σύζυγός της αποστρεφόταν. Εκείνη σκεφτόταν ότι δεν μπορούσε να την καταλάβει, μια και δεν ήξερε κολύμπι και φοβόταν το νερό. Τον καλόπιασε, του ψιθύρισε γλυκόλογα, τον ικέτεψε. Δεν ήταν ντροπή να επιδεικνύουν την επιτυχία τους. Δεν έβλαπταν κανέναν, είχαν κάθε δικαίωμα να απολαμβάνουν τη ζωή, αφού είχαν θυσιάσει τα καλύτερά τους χρόνια στον πόλεμο κι έπειτα στην εκμετάλλευση αυτού του αγροκτήματος. Την ήθελε αυτή την πισίνα, την ήθελε ως αποζημίωση για τις θυσίες της, για τη μοναξιά της, για τα χαμένα της νιάτα. Είχαν πλέον περάσει τα σαράντα και δεν είχαν να αποδείξουν τίποτα σε κανέναν. Όλοι οι κτηματίες της γύρω περιοχής, τουλάχιστον όσοι ζούσαν μια μοντέρνα ζωή, είχαν πισίνα. Θα προτιμούσε μήπως να πηγαίνει να δείχνει τα κάλλη της στο δημοτικό κολυμβητήριο;
Τον κολάκεψε. Παίνεψε τις επιτυχίες του στην έρευνα για καινούργιες ποικιλίες ελαιόδεντρων και για τις εξαγωγές εσπεριδοειδών. Πίστεψε ότι για να τον ρίξει αρκούσε να σταθεί μπροστά του με τα ρόδινα και καυτά μάγουλά της, με τα μαλλιά κολλημένα στους κροτάφους από τον ιδρώτα, με τις γάμπες της γεμάτες κιρσούς. Του θύμισε πως όλα όσα είχαν κατορθώσει τα όφειλαν στη δουλειά τους, στην επιμονή τους. Κι εκείνος τη διόρθωσε: «Εγώ είμαι που δούλεψα. Εγώ είμαι που θα αποφασίσω πώς θα χρησιμοποιήσουμε αυτά τα χρήματα».
Όταν το είπε αυτό, η Ματίλντ ούτε έκλαψε ούτε θύμωσε. Χαμογέλασε μέσα της σκεπτόμενη όλα όσα είχε κάνει για κείνον, για το αγρόκτημα, για τους εργάτες που τους γιάτρευε. Τον χρόνο που είχε δαπανήσει για να μεγαλώσει τα παιδιά τους, να τα συνοδεύει στα μαθήματα χορού και μουσικής, να επιβλέπει τις σχολικές τους εργασίες. Εδώ και μερικά χρόνια ο Αμίν τής είχε αναθέσει τα λογιστικά του αγροκτήματος. Έκοβε τιμολόγια, πλήρωνε τους μισθούς και τους προμηθευτές. Και μερικές φορές, ναι, μερικές φορές, της συνέβαινε να παραποιήσει τους λογαριασμούς. Άλλαζε μια γραμμή, επινοούσε έναν επιπλέον εργάτη ή μια παραγγελία που δεν είχε γίνει ποτέ. Και σε ένα συρτάρι του οποίου μόνο εκείνη είχε το κλειδί έκρυβε μάτσα χαρτονομίσματα τυλιγμένα σε ρολό που τα συγκρατούσε ένα μπεζ λαστιχάκι. Το έκανε εδώ και τόσον καιρό που δεν ένιωθε πια ντροπή ούτε και φοβόταν μήπως την ανακαλύψουν. Το ποσό ολοένα και μεγάλωνε και εκτιμούσε πως ήταν μια παρακράτηση που την άξιζε, ένας φόρος που επέβαλλε ως αποζημίωση για τις ταπεινώσεις που είχε υποστεί. Και ως εκδίκηση.
Η Ματίλντ είχε γεράσει και μάλλον εξαιτίας εκείνου, σίγουρα εξαιτίας εκείνου, έδειχνε μεγαλύτερη από την ηλικία της. Το δέρμα του προσώπου της, διαρκώς εκτεθειμένο στον ήλιο και στον άνεμο, φαινόταν πιο τραχύ. Το μέτωπο όπως και οι γωνίες του στόματός της είχαν γεμίσει ρυτίδες. Ακόμα και το πράσινο των ματιών της είχε χάσει τη λάμψη του, σαν πολυφορεμένο φόρεμα. Είχε παχύνει. Για να προκαλέσει τον άντρα της, μια μέρα που είχε καύσωνα, άρπαξε το λάστιχο που χρησιμοποιούσαν για να ποτίζουν τον κήπο και, μπροστά στα μάτια της υπηρέτριας και των εργατών, κατάβρεξε όλο της το σώμα. Τα ρούχα της κόλλησαν πάνω της, αποκαλύπτοντας τις σκληρές της θηλές και το τρίχωμα της ήβης της. Εκείνη την ημέρα οι εργάτες, περνώντας τη γλώσσα πάνω στα μαυρισμένα δόντια τους, προσευχήθηκαν στον Θεό μη και τρελαθεί ο Αμίν. Γιατί μπορεί να έκανε κάτι τέτοιο μια ενήλικη γυναίκα; Πράγματι, μερικές φορές κατάβρεχαν τα παιδιά όταν κόντευαν να λιποθυμήσουν, όταν ο καυτός ήλιος τα έκανε να παραληρούν. Τους έλεγαν να κλείσουν καλά τη μύτη και το στόμα τους, γιατί το νερό του πηγαδιού μπορούσε να τα αρρωστήσει ή και να τα σκοτώσει ακόμα. Η Ματίλντ ήταν σαν τα παιδιά και, όπως κι εκείνα, δεν κουραζόταν ποτέ να παρακαλά. Μιλούσε για την περασμένη τους ευτυχία, για τις διακοπές τους στη θάλασσα, στο καλυβάκι του Ντράγκαν στη Μεχντία. Ο Ντράγκαν, ορίστε, δεν είχε φτιάξει πισίνα στο σπίτι του στην πόλη; «Γιατί η Κορίν» είπε «να έχει κάτι που δεν έχω εγώ;»
Είχε παχύνει. Για να προκαλέσει τον άντρα της, μια μέρα που είχε καύσωνα, άρπαξε το λάστιχο που χρησιμοποιούσαν για να ποτίζουν τον κήπο και, μπροστά στα μάτια της υπηρέτριας και των εργατών, κατάβρεξε όλο της το σώμα. Τα ρούχα της κόλλησαν πάνω της, αποκαλύπτοντας τις σκληρές της θηλές και το τρίχωμα της ήβης της.
Έπεισε τον εαυτό της ότι αυτό το επιχείρημα ήταν που έκανε τον Αμίν να καταθέσει τα όπλα. Το είχε πει με το στυγνό και αυστηρό ύφος ενός μετρ στους εκβιασμούς. Πίστευε ότι το 1967, για μερικούς μήνες, ο σύζυγός της είχε σχέσεις με την Κορίν. Ήταν πεπεισμένη γι’ αυτό, χωρίς ωστόσο να έχει βρει ποτέ άλλες ενδείξεις εκτός από μια μυρωδιά στα πουκάμισά του, ένα σημάδι από κραγιόν – εκείνες τις πεζές και αηδιαστικές ενδείξεις που πέφτουν στα χέρια της νοικοκυράς. Όχι, δεν είχε αποδείξεις κι εκείνος δεν το ομολόγησε ποτέ, αλλά ήταν ολοφάνερο, λες και έκαιγε ανάμεσα σε αυτούς τους δυο ανθρώπους μια φωτιά που δεν θα διαρκούσε αλλά που εκείνη θα έπρεπε υποχρεωτικά να υπομείνει. Η Ματίλντ επιχείρησε μια φορά αδέξια ν’ ανοίξει κουβέντα σχετικά με αυτό στον Ντράγκαν. Ο γιατρός όμως, που ο χρόνος τον είχε κάνει ακόμα πιο καλόβολο και φιλοσοφημένο, έκανε πως δεν καταλάβαινε. Αρνήθηκε να συνταχθεί στο πλευρό της, να περιπέσει σε τέτοιες μικρότητες και να διεξαγάγει, μαζί με τη φλογερή Ματίλντ, αυτό που ο ίδιος θεωρούσε έναν μάταιο πόλεμο. Η Ματίλντ δεν έμαθε ποτέ πόσον καιρό είχε περάσει ο Αμίν στην αγκαλιά αυτής της γυναίκας. Αγνοούσε αν επρόκειτο για αγάπη, αν είχαν ανταλλάξει τρυφερά λόγια ή αν, αντίθετα –και αυτό ήταν ίσως χειρότερο– είχαν βιώσει ένα βουβό, σαρκικό πάθος.
Με τα χρόνια ο Αμίν είχε γίνει ακόμα πιο όμορφος. Οι κρόταφοί του είχαν ασπρίσει και είχε αφήσει ένα λεπτό γκρίζο μουστάκι που τον έκανε να μοιάζει με τον Ομάρ Σαρίφ. Όπως οι σταρ του σινεμά, φορούσε κι εκείνος γυαλιά ηλίου που δεν τα έβγαζε σχεδόν ποτέ. Αλλά δεν ήταν μόνο το μαυρισμένο του πρόσωπο, το τετράγωνο πιγούνι, τα λευκά του δόντια που αποκαλύπτονταν τις σπάνιες φορές που χαμογελούσε, δεν ήταν μόνο αυτά που τον έκαναν όμορφο. Η ηλικία αναδείκνυε τον ανδρισμό του. Οι κινήσεις του είχαν γίνει πιο χαλαρές, η φωνή του πιο βαθιά. Τώρα πια, η αυστηρότητά του περνιόταν για σύνεση, το σοβαρό του ύφος τον έκανε να θυμίζει εκείνα τα θηρία που, ενώ είναι σωριασμένα πάνω στην άμμο και μοιάζουν νωθρά, ξαφνικά, μ’ έναν πήδο, χυμούν στο θήραμά τους. Δεν είχε πλήρη επίγνωση της γοητείας που ασκούσε, την ανακάλυπτε σταδιακά, όσο αυτή ανθούσε, σαν να ήταν κάτι έξω από αυτόν. Και σ’ αυτόν τον τρόπο που είχε να ξαφνιάζεται με τον ίδιο του τον εαυτό οφειλόταν μάλλον η επιτυχία του στις γυναίκες.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Τέλος της δεκαετίας του 1960, Μαρόκο. Ο αέρας είναι ηλεκτρισμένος, όλα είναι έτοιμα να εκραγούν. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και στην οικογένεια της Ματίλντ και του Αμίν, μιας Γαλλίδας κι ενός Μαροκινού, με τα δυο παιδιά τους να αναζητούν τη θέση τους σε ένα νέο ανεξάρτητο Μαρόκο που ξεχειλίζει από δυνατότητες αλλά και κινδύνους.
Η Αϊσά, αποφασιστική και φιλομαθής, ονειρεύεται να φύγει από το Μαρόκο για να σπουδάσει ιατρική στη χώρα καταγωγής της μητέρας της. Ο μικρότερος αδερφός της, ο Σελίμ, πιο ελεύθερο πνεύμα, θα ακολουθήσει τους Ευρωπαίους και Αμερικανούς χίπηδες που καταφθάνουν μαζικά στην Ταγγέρη, στην Καζαμπλάνκα και στην Εσαουίρα, για να επιδοθούν στη χρήση ναρκωτικών και στον ελεύθερο έρωτα. Παιδιά της επανάστασης, η Αϊσά και ο Σελίμ βιώνουν την εκστατική πρώτη έξαρση της επιθυμίας με φόντο μια χώρα μεθυσμένη από το ξαφνικό αίσθημα ελευθερίας και σύντομα ανακαλύπτουν πως τα ιδανικά της νιότης τους συγκρούονται με την πραγματικότητα της χώρας τους: με τον ρατσισμό και τη διαφθορά μιας χώρας που αλλάζει ραγδαία στον δρόμο της προς την ανεξαρτησία. Κι έτσι, τα δυο αδέρφια, βιώνοντας την έξαψη αλλά και τον τρόμο της ελευθερίας, χαράσσουν μια πορεία προς τον ίδιο τους τον εαυτό: ποιοι είναι και ποιοι ονειρεύονται να γίνουν.
Στο Δείτε μας που χορεύουμε, η Σλιμανί πιάνει το νήμα αποκεί που το άφησε στη Χώρα των άλλων, και αντλώντας από το συναρπαστικό παρελθόν της οικογένειάς της πλάθει ένα τολμηρό χρονικό της αδιάκοπης αναζήτησης της ελευθερίας, προσωπικής αλλά και κοινωνικής.