Προδημοσίευσητο από το μυθιστόρημα του Κολμ Τόιμπιν [Colm Tóibín] «Ο μάγος» (μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 9 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Ίκαρος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Λίμπεκ, 1892
Η ορχήστρα έπαιζε το Πρελούδιο του Λόενγκριν. Καθώς άκουγε ο Τόμας, του φάνηκε πως τα έγχορδα σαν να δίσταζαν, κάνοντας νύξεις για το πώς θα μπορούσε να εξελιχθεί η μελωδία. Στη συνέχεια ο ήχος άρχισε να δυναμώνει και να χαμηλώνει με φυσικότητα, ώσπου μία και μοναδική νότα από τα βιολιά υψώθηκε και έμεινε μετέωρη· από κει και πέρα το παίξιμο δυνάμωσε, έγινε πιο χυμώδες, πιο έντονο.
Ο ήχος σχεδόν τον παρηγορούσε, αλλά όσο η ένταση ανέβαινε, γινόταν πιο διαπεραστικός, και καθώς έμπαινε ο σκοτεινός χαμηλός ήχος των τσέλο, υποχρεώνοντας τα βιολιά και τις βιόλες ν’ ανεβαίνουν ακόμη πιο ψηλά, εκείνο που ο Τόμας εισέπραττε ήταν μόνο μια αίσθηση της δικής του ασημαντότητας.
Τότε όλα τα όργανα, ο μαέστρος με τα μπράτσα ορθάνοιχτα να ενθαρρύνει, άρχισαν να παίζουν· και όταν πια είχαν κροτήσει τα τύμπανα κι είχαν τσουγκρίσει τα πιατίνια, ο Τόμας πρόσεξε πως η μουσική επιβράδυνε, όδευε αργά προς το κλείσιμο.
Όταν το κοινό άρχισε να χειροκροτεί, εκείνος δεν συμμετείχε. Καθόταν και παρατηρούσε τη σκηνή και τα φώτα και τους μουσικούς, καθώς προετοιμάζονταν για τη συμφωνία του Μπετόβεν που θα έκλεινε τη βραδιά. Όταν πια τελείωσε η συναυλία, ένιωσε πως δεν ήθελε να βγει έξω, στη νύχτα. Ήθελε να μείνει εκεί, να τον περιβάλλει η μουσική. Άραγε υπήρχαν κι άλλοι ανάμεσα στο κοινό που συμμερίζονταν τα συναισθήματά του; Αμφέβαλλε σφόδρα.
Στο κάτω κάτω, εδώ ήταν Λίμπεκ, και ο κόσμος δεν είχε τέτοιες ευαισθησίες. Όλοι αυτοί γύρω του, σκεφτόταν, εύκολα θα λησμονούσαν, μπορεί και να απόδιωχναν την ανάμνηση της μουσικής που είχαν ακούσει.
Όταν πια τελείωσε η συναυλία, ένιωσε πως δεν ήθελε να βγει έξω, στη νύχτα. Ήθελε να μείνει εκεί, να τον περιβάλλει η μουσική. Άραγε υπήρχαν κι άλλοι ανάμεσα στο κοινό που συμμερίζονταν τα συναισθήματά του; Αμφέβαλλε σφόδρα.
Κι έτσι όπως παρέμενε στη θέση του, του πέρασε αστραπιαία από το μυαλό ότι ίσως αυτό ακριβώς να είχε σημασία για τον πατέρα του στις τελευταίες μέρες της ζωής του, τότε που ήξερε ότι ο θάνατος ζύγωνε, τούτη η έννοια ενός μεταρσιωμένου γοργόφτερου ήχου, συνταρακτικού, που υπαινίσσεται μια ισχύ πέρα από τη γήινη ισχύ, που ανοίγει μια πόρτα σε κάποια άλλη επικράτεια, όπου το πνεύμα θα επιβίωνε και θα επικρατούσε, όπου εκεί ίσως να υπήρχε η δυνατότητα της ανάπαυσης, από τη στιγμή που ο θάνατος καθαυτός μέσα στην απόλυτη ύβρη του είχε γίνει υποφερτός.
Σκεφτόταν το νεκρό σώμα του πατέρα του σε κοινή θέα, κάτι σαν θέαμα, ντυμένο με τα επίσημα ρούχα του, σαν παρωδία κοιμώμενου δημόσιου άνδρα, έτοιμου προς επιθεώρηση. Ο γερουσιαστής κειτόταν παγωμένος, περιχαρακωμένος, το στόμα σφαλιχτό και με κλίση προς τα κάτω, το πρόσωπο ν’ αλλάζει καθώς άλλαζε το φως, τα χέρια να ’χουν στραγγίσει από ζωή. Θυμόταν τον κόσμο πώς κοίταζε τη μητέρα του καθώς απομακρυνόταν από το φέρετρο, η παλάμη της να καλύπτει το πρόσωπό της, τι ματιές αποδοκιμασίας.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
«Μετά τον Henry James, ο Colm Tóibín επιλέγει να σκιαγραφήσει το πορτραίτο του γίγαντα της παγκόσμιας λογοτεχνίας Thomas Mann. Με καθηλωτική εγγύτητα και συγκινητικό βάθος ο Tóibín, βιογραφεί τον Mann περισσότερο ως πατέρα, σύζυγο και πολίτη παρά ως λογοτέχνη. Η επιλογή αυτή φέρνει στο φως μια πληθώρα μυθιστορηματικών προσώπων τόσο από το στενό οικογενειακό περιβάλλον των Μann όσο και από τις λόχμες μιας συναρπαστικής εποχής. Εξορίες, αποδράσεις, σκάνδαλα, καταχρήσεις, αυτοχειρίες, δύο Παγκόσμιοι πόλεμοι, και μια Ευρώπη στις πιο δύσκολες μα και πιο δημιουργικές της ώρες. Παράλληλα όπως κάθε σπουδαίο έργο η λογοτεχνική αυτή καταβύθιση στη ζωή και τον ψυχισμό του «μάγου» της λογοτεχνίας αποτελεί και μια σπουδαία αναπαράσταση του ταραχώδους 20ου αιώνα. Η αριστοτεχνική ισορροπία ανάμεσα στο ιδιωτικό και το παγκόσμιο φανερώνει κάθε στιγμή την απαράμιλλη τέχνη του συγγραφέα». (από τη ιστοσελίδα των εκδόσεων Ίκαρος)