Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Ντάγκλας Στιούαρτ [Douglas Stuart] «Ο νεαρός Μάνγκο» (μτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 28 Σεπτεμβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Περίμενε ώσπου να ανάψουν τα φώτα στον δρόμο, ωσότου οι καλές οικογένειες να έχουν κλείσει τις κουρτίνες τους και να ’χουν βολευτεί μπροστά στις τηλεοράσεις τους. Ύστερα η Τζόντι κι ο Μάνγκο έφυγαν από το κτίριό τους και πήραν τον κεντρικό δρόμο. Προχώρησαν δυτικά, αντίθετα από τα λαμπερά φωτισμένα νυχτερινά λεωφορεία που γυρνούσαν ζευγάρια από μια βραδιά χορού. Μισοκομμένα πρόσωπα τους κοιτούσαν από τα τζάμια καθώς βάδιζαν στον γεμάτο κίνηση δρόμο. Ήταν αργά. Ο Μάνγκο έπιασε το χέρι της αδερφής του και βγήκε από τη μεριά του δρόμου, για να λερώνεται αυτός από τα βρομόνερα και τα σκουπίδια που πετούσαν τα διερχόμενα λεωφορεία.
Ψιλόβρεχε κι ο αέρας ήταν ακόμη τσουχτερός από τις παγωνιές του χειμώνα. Όταν έφτασαν πλέον στο ογκώδες Βασιλικό Θεραπευτήριο, οι νυχτερινές νοσοκόμες ήταν ήδη μαζεμένες έξω και κάπνιζαν κάτω από τη μαρκίζα των Επειγόντων. Όταν ήταν μικρότερη η Τζόντι, το Βασιλικό Θεραπευτήριο την τρόμαζε. Γι’ αυτήν ήταν σαν μια βικτοριανή διευθύντρια σε μορφή κτιρίου: αυστηρό και σκληρό, μια προειδοποίηση ότι έπρεπε να φέρεσαι όσο καλύτερα μπορούσες Ήταν χτισμένο σαν φρούριο και αιωρούνταν επιβλητικό πάνω από την πόλη. Χοντροί πυργίσκοι και κιγκλιδώματα διέτρεχαν τη σκεπή του δίνοντάς του μια αίσθηση περιορισμού, σαν να μην ήταν νοσοκομείο αλλά φυλακή. Ήταν παλιότερο απ’ όσο μπορούσαν να διανοηθούν και η δυτική πρόσοψη είχε μαζέψει δεκαετίες ολόκληρες βροχής και καυσαερίων από τ’ αυτοκίνητα, ώσπου έσταζε καθαρή μαυρίλα. Η σημαδεμένη επιφάνεια του ψαμμίτη κρατούσε τις σκιές κι έδινε στην πόλη μια σκοτεινιά που γέμιζε τους εφιάλτες της Τζόντι. Της πήρε πολύ καιρό για να πιστέψει ότι σ’ ένα τέτοιο δυσοίωνο μέρος μπορούσαν να έρχονται άνθρωποι για να γιάνουν.
Ο Μάνγκο έβαλε το χέρι του γύρω απ’ τους ώμους της. Η Τζόντι δεν έτρωγε κανονικά –κανένας από τους δύο–, όμως τον άφηνε πάντα να φάει την περισσότερη από την τηγανητή τους πίτσα κι ο Μάνγκο δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε ήταν η τελευταία φορά που την είδε να τρώει ένα ολόκληρο δικό της πιάτο.
Περίμεναν στο φανάρι για να διασχίσουν την πλατιά αρτηρία της Χάι Στριτ. Ακριβώς απέναντι από το θεραπευτήριο υπήρχε μια τριγωνική νησίδα. Η αλάνα συνόρευε με μια παμπ χωρίς παράθυρα και με τα ακαθόριστα απομεινάρια ενός μισογκρεμισμένου κτιρίου που έκανε τη νησίδα να μοιάζει με βομβαρδισμένη εμπόλεμη ζώνη. Καταμεσής στα μπάζα υπήρχε ένα άσπρο τροχόσπιτο απ’ όπου μια φέτα φωτός χυνόταν έξω στη νοτερή νύχτα. Τα αμάξια περνούσαν ποτάμι κι από τις τρεις μεριές.
Το σνακ μπαρ μάζευε μια ουρά από φορτηγατζήδες που περίμεναν για το βραδινό τους κι από οδοκαθαριστές που κι αυτοί περίμεναν για το πρωινό τους. Άντρες με κοντομάνικα ήταν μαζεμένοι κάτω από το σκέπαστρο από κόντρα πλακέ. Κάπνιζαν τρέμοντας και χόρευαν από το ένα πόδι στ’ άλλο, με βροχή να στάζει μέσα από τον γιακά των πουκαμίσων τους.
Καταμεσής στα μπάζα υπήρχε ένα άσπρο τροχόσπιτο απ’ όπου μια φέτα φωτός χυνόταν έξω στη νοτερή νύχτα. Τα αμάξια περνούσαν ποτάμι κι από τις τρεις μεριές.
Το σνακ μπαρ μάζευε μια ουρά από φορτηγατζήδες που περίμεναν για το βραδινό τους κι από οδοκαθαριστές που κι αυτοί περίμεναν για το πρωινό τους.
Να τη, μες στην άλω κίτρινου φωτός, να σπρώχνει μεγάλα κομμάτια κρέας πέρα δώθε, πάνω σε μια σχάρα που τσιτσίριζε. Η Τζόντι ήθελε να κάνει μεταβολή, να φύγει αμέσως, όμως ο Μάνγκο την κράτησε και περίμεναν υπομονετικά να προχωρήσει η ουρά. Η γυναίκα έδειχνε ικανοποιημένη. Μιλούσε στους τακτικούς πελάτες με άνεση και οικειότητα που φανέρωναν ότι γνωρίζονταν ήδη. Πού και πού σταματούσε το ψήσιμο, έπαιρνε το κεφάλι κάποιου ανάμεσα στα χέρια της και τον ρωτούσε τι έκανε η άρρωστη σύζυγός του ή αν το πιτσιρίκι του φερόταν καλά. Άκουσε με προσοχή καθώς ένας οδοκαθαριστής μιλούσε για τη διαμάχη του σωματείου του με την εταιρεία.
Ο Μάνγκο την είδε να κάνει εύστοχες ερωτήσεις που έδειχναν πόσο πολύ νοιαζόταν. Η Τζόντι στράφηκε προς το μέρος του και είπε σιγανά: «Σε παρακαλώ, ό,τι κι αν κάνεις, μη μ’ αφήσεις να γελάσω».
Όταν έφτασαν μπροστά μπροστά στην ουρά, βγήκαν από το σκοτάδι στο αρρωστιάρικο φως φθορισμού. «Γεια» έκανε εκείνη λες κι είχαν συναντηθεί τυχαία σε μια στάση λεωφορείου. «Τι κάνετε εδώ πέρα εσείς οι δυο;»
Ο Μάνγκο τη συγχώρεσε εκείνη τη στιγμή. Βαθιά ανακούφιση τον είχε πλημμυρίσει. Στράφηκε προς την Τζόντι, όμως το σαγόνι της ήταν σφιγμένο και τα μάτια της όλο κι όλο δυο χαρακιές. «Αυτό έχεις μόνο να πεις; Γεια; Γεια, γαμώ το κέρατό μου;»
Η Τζόντι προσπάθησε να ελευθερώσει το χέρι της, όμως ο Μάνγκο δεν το άφησε. Κοιτούσε με αφοσίωση τη Μο-Μόου. Σε παρακαλώ, σκέφτηκε. Άσε με να την κοιτάξω λίγο ακόμα.
«Άκου, κυρά μου». Η Μο-Μόου έδειχνε την κόρη της, με τη λιγδιασμένη σπάτουλα να εξέχει σαν το δάχτυλο του Θεού. «Αυτή ακριβώς η συμπεριφορά είναι που μ’ έκανε να μη θέλω να ’ρθω για επίσκεψη».
«Επίσκεψη; Επίσκεψη!» Η Τζόντι θύμωνε σπάνια. Όταν ήταν πιο μικροί, αστειεύονταν συχνά ότι ο Χάμις είχε κλέψει και των δυο το μερτικό στον θυμό. Όμως τώρα ήταν συνεχώς θυμωμένη. Η λατρεία που ’χε νιώσει ο Μάνγκο διαλύθηκε. Είδε το κεφάλι της Τζόντι να τινάζεται πίσω και τα βρεγμένα της μαλλιά να πετούν τρελά γύρω της. «Δεν κάνεις επίσκεψη στα παιδιά σου, γαμώτο. Βλαμμένη. Έρχεσαι κάθε βράδυ σπίτι και σιγουρεύεσαι ότι ’ναι ταϊσμένα και καθαρά, και τα βάζεις στο κρεβάτι. Σιγουρεύεσαι ότι έχουν κάνει τα μαθήματά τους κι ότι είχαν αρκετό φαΐ κι έπειτα, αν είσαι τυχερή, έχεις δικά σου δέκα λεπτά ησυχίας, προτού τα ξαναρχίσεις όλα από την αρχή».
«Δεν κάνεις επίσκεψη στα παιδιά σου, γαμώτο. Βλαμμένη. Έρχεσαι κάθε βράδυ σπίτι και σιγουρεύεσαι ότι ’ναι ταϊσμένα και καθαρά, και τα βάζεις στο κρεβάτι. Σιγουρεύεσαι ότι έχουν κάνει τα μαθήματά τους κι ότι είχαν αρκετό φαΐ κι έπειτα, αν είσαι τυχερή, έχεις δικά σου δέκα λεπτά ησυχίας, προτού τα ξαναρχίσεις όλα από την αρχή».
Σημάδευε με το δάχτυλο τη μάνα της, και η σπάτουλα της σχάρας και το δάχτυλό της σχεδόν αγγίχτηκαν. Το πρόσωπό της άρχισε να συσπάται καθώς την έπιανε το νευρικό της γέλιο. «Χααα-χα».
Ο Μάνγκο είδε τη Μο-Μόου να μαζεύεται. Πολλοί από τους ταξιτζήδες έστεκαν χάσκοντας, με τεράστιες μπουκιές μισομασημένο λουκάνικο πάνω στην παχιά τους γλώσσα. Τους είχε αναστατώσει τούτη δω η αχάριστη που ούρλιαζε. Κι ύστερα, όταν γέλασε, δεν μπορούσαν να καταλάβουν πού ήταν τ’ αστείο. Δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπο της Τζόντι. «Αυτό που δεν κάνεις –που δεν το κάνεις σε καμία περίπτωση– είναι ν’ αφήσεις τα παιδιά σου μόνα τους και να γίνεις καπνός. Δεν φεύγεις για να πας να πηδηχτείς και τ’ αφήνεις να νομίζουν ότι ’σαι νεκρή».
«Θέλαμε απλώς να ξέρεις ότι μας λείπεις». Ο Μάνγκο ένιωσε την ξαφνική ανάγκη να το πει. Τον είχε κυριέψει ο φόβος ότι η Μο-Μόου θα κοτσάριζε το τροχόσπιτο σ’ ένα αμάξι και θα τους παρατούσε ξανά, να στέκουν σε μια νησίδα με μια ντουζίνα ξένους γύρω τους. Η Τζόντι τον αγριοκοίταξε σαν να ’ταν προδότης.
Η Μο-Μόου έσκυψε έξω από το παράθυρο του σερβιρίσματος και χάρισε ένα υγρό φιλί στα χείλη του Μάνγκο. «Καλέ μου. Πέρασα δυο φορές απ’ το διαμέρισμα για να πάρω καθαρά ρούχα, το σπρέι για τα μαλλιά, τέτοια πράματα. Λυπάμαι. Άφησα ένα σημείωμα».
Ο Μάνγκο έμεινε με το στόμα ανοιχτό, γύρισε απότομα κι αγριοκοίταξε την αδερφή του.
«Τι; Θα πονούσε λιγότερο άμα ήξερες ότι η μάνα σου δεν μπορούσε να περιμένει καν ένα μισάωρο, ώσπου να γυρίσεις σπίτι από το σχολείο, ε;»
Η Μο-Μόου έκλεισε τα επάνω δυο κουμπιά της μπλούζας της. Μίλησε πάνω απ’ τα κεφάλια των παιδιών της. «Τι λες γι’ αυτό, Τζόνι, ε; Χάλασα τη σιλουέτα μου εγώ γι’ αυτούς τους αχάριστους. Καταλαβαίνεις τώρα γιατί πίνω». Κοίταξε τον Μάνγκο. «Φευγάτε και περιμένετε εκεί πέρα, και θα ’ρθω να σας δω όταν ξεκλέψω ένα λεπτό».
«Μα–»
«Δουλεύω. Πάτε εκεί και καθίστε».
Η Μο-Μόου δεν μπορούσε να βγει αμέσως από το σνακ μπαρ και να μιλήσει, όμως τους έδωσε δύο αλευρωμένα ψωμάκια με μπέικον και λουκάνικο, κι από ένα φλιτζάνι τσάι στον καθέναν. Ο Μάνγκο είδε την αδερφή του να διστάζει προτού πάρει το δικό της. Το τραπέζι κήπου ήταν υγρό από τη βροχή, όμως η καντίνα έκοβε τον περισσότερο άνεμο. Ο Μάνγκο σκούπισε ένα σημείο για να καθίσει η Τζόντι. Αγκάλιασαν στις χούφτες τους το ζεστό τσάι και προσπάθησαν να ρουφήξουν ζέστη μέσα από το φελιζόλ. Μια λωρίδα από ροζ πουλόβερ εξείχε από το μανίκι του παλτού της Τζόντι. Όταν δεν τον κοιτούσε, ο Μάνγκο το τράβηξε και αγκίστρωσε τα δάχτυλά του μέσα στην αραιή πλέξη. Η νυχτερινή κυκλοφορία περνούσε με ταχύτητα. Ο Μάνγκο προσπαθούσε να πάρει τα μάτια από τις μανάδες που έχασκαν μέσα από ζεστά Saab.
«Τζόντι;» Υπήρχε μια διστακτικότητα στη φωνή του. «Προσπάθησε να θυμηθείς τα καλά πράγματα, εντάξει; Δεν είναι τόσο κακή». Τον κοίταξε καλά καλά. Ο Μάνγκο συνέχισε απαριθμώντας στα δάχτυλά του τα προτερήματα της μητέρας τους. «Είναι αστεία, όχι πως το θέλει πάντα, αλλά είναι. Δεν κρατάει κακία, ούτε μένει στα κακά. Σχεδόν ποτέ δεν μας γκρινιάζει. Είναι…» Σταμάτησε. «Πώς είναι εκείνη η λέξη που αρχίζει από Κ; Ξέρεις, όταν σε ρίχνουν κάτω αλλά εσύ σηκώνεσαι ξανά;»
Η Τζόντι δεν δίστασε. «Καριόλα, κρετίνα, καθοίκι, καραμαλάκω;»
Όταν έκοψε η δουλειά απ’ αυτούς που μαζεύονταν για να φάνε βραδινό ή πρωινό, η Μο-Μόου πήδησε έξω από το μικρό της τροχόσπιτο. Δεν θύμιζε σε τίποτα τα παιδιά της. Το μελαχρινό δέρμα όλων των Χάμιλτον πρέπει να προερχόταν από τους «Μαύρους» Ιρλανδούς προγόνους του πατέρα τους. Ο Μάνγκο δεν είχε δει ποτέ καμία φωτογραφία του. Κάποια στιγμή υπήρχε η υπόσχεση ενός φιλμ, που δεν είχε εμφανιστεί, μέσα σ’ ένα συρτάρι της κουζίνας, όμως η Μο-Μόου έμοιαζε να μην μπορεί ποτέ να το βρει. Η μητέρα του ήταν πιο κοντή από την Τζόντι –μόλις ένα πενήντα δύο ξυπόλυτη–, όμως στοίβαζε τις ανοιχτές καστανές της μπούκλες στην κορυφή του κεφαλιού της για να γεννά μια ψευδαίσθηση ύψους. Είχε μικρά κόκαλα, λεπτά χαρακτηριστικά και αεικίνητα πράσινα μάτια. Ήταν χλωμότερη από τα παιδιά της, έδειχνε εύθραυστη, όμως τούτη η ευθραυστότητά της ήταν επιφανειακή μονάχα.
Φορούσε μια λιγδιασμένη ποδιά κι από κάτω ένα κομμένο τζιν κι ένα ολοκαίνουργιο ζευγάρι λευκά αθλητικά παπούτσια, φανταχτερά Nike με το σχηματικό φτερό της Νίκης στο πλάι. Η Μο-Μόου τούς είδε που κοιτούσαν τούτη την πολυτέλεια. «Μ’ έχει πεθάνει η πλάτη να στέκομαι όλη μέρα στην καυτή σχάρα». Είχε ένα κύπελλο από φελιζόλ, ζωηρόχρωμο, με την πορτοκαλιά απόχρωση του αναψυκτικού Irn-Bru. Από μέσα έβγαινε μια αψιά μυρωδιά αλκοόλ, μια έντονα φαρμακευτική μυρωδιά, αισθητή παρά τη βροχή. Η Τζόντι σκάλιζε ήδη μηχανικά μια ακίδα στο τραπέζι.
«Πόσο καιρό δουλεύεις εδώ;» Του Μάνγκο τού φάνηκε ότι ήταν μια ασφαλής πρώτη ερώτηση.
«Δύο εβδομάδες, πάνω κάτω». Η Μο-Μόου κάθισε κοντά στον Μάνγκο κι άναψε ένα νοτισμένο τσιγάρο που ’δινε την εντύπωση πως δεν θα άναβε. «Ο Τζόκι ξέρει μια χοντρή από το Λίβερπουλ, την Έλα. Η Μεγάλη Έλα έχει έναν στόλο ολόκληρο από τέτοια τροχόσπιτα και χρειαζόταν κάποια να της δουλεύει τη νυχτερινή βάρδια εδώ».
«Ο Τζόκι είναι ο καινούργιος μου» είπε ρουφώντας τη μύτη. «Έχει το ενεχυροδανειστήριο στην Τρόνγκεϊτ. Α! Και πού να τον γνωρίσετε. Είναι κούκλος, θυμίζει τσουπωτό Νίκολας Κέιτζ. Στον ομορφάντρα μου αρέσει η μάσα»
«Ποιος είναι ο Τζόκι;» ρώτησε ο Μάνγκο.
Η Μο-Μόου έσπρωξε τα μαλλιά που κρέμονταν στον σβέρκο της. Η παλιά της περμανάντ έδειχνε χαλαρή και ταλαιπωρημένη. Ο Μάνγκο σκέφτηκε ότι τα μαλλιά μπορούσαν να μεγαλώσουν πολύ μέσα σε λίγες εβδομάδες. «Ο Τζόκι είναι ο καινούργιος μου» είπε ρουφώντας τη μύτη. «Έχει το ενεχυροδανειστήριο στην Τρόνγκεϊτ. Α! Και πού να τον γνωρίσετε. Είναι κούκλος, θυμίζει τσουπωτό Νίκολας Κέιτζ. Στον ομορφάντρα μου αρέσει η μάσα». Τράβηξε τα μαλλιά του Μάνγκο από τα μάτια του. Της άρεσε να τον κοιτάζει, αυτός ήταν το ωραίο και, για την ώρα, ασπίλωτο δικό της κομμάτι και του Μεγάλου Χα-Χα. Δεν είχε την οξύτητα του Χάμις, ούτε απέπνεε την κούραση της Τζόντι. «Θέλεις έναν Commodore 64; Ο Τζόκι μπορεί να μου βρει έναν».
Ο Μάνγκο έγνεψε αρνητικά. Δεν ήθελε υπολογιστή.
Η Μο-Μόου ακούμπησε τα χέρια της στο τραπέζι. Πρόσεξε ότι η Τζόντι κοιτούσε τα νύχια της. Έμοιαζαν γυμνά στον φωτισμό του δρόμου, καθώς όμως τα κούνησε, ο Μάνγκο είδε το μαργαριταρένιο λαμπύρισμα. «Σ’ αρέσουν;» ρώτησε την Τζόντι. «Ένιωσα ότι το δικό μου βερνίκι, το Raspberry Beret, μ’ έκανε να δείχνω λιγάκι ψόφια. Α, οι κοπέλες φοράνε τη μέρα αυτές τις αποχρώσεις στο χρώμα του δέρματος. Μου πήρε λίγο για να το συνηθίσω, αλλά μου φαίνεται ότι δείχνει πιο καθαρό, πιο νεανικό. Δεν βρίσκεις;»
Η Τζόντι κοίταξε με τέτοια ένταση τη μητέρα της, που η Μο-Μόου στράφηκε στον Μάνγκο και τον ρώτησε αν είχε κάτι στο πρόσωπό της.
«Μένεις μαζί του; Μ’ αυτόν τον Τζόκι;» ρώτησε η Τζόντι. «Θα μένεις μαζί του, φαντάζομαι, αλλά για ποιον λόγο;»
«Γιατί όχι; Χριστέ μου. Είμαι μόλις τριάντα τεσσάρων χρονών, Τζο-Τζο». Ο Μάνγκο ήξερε ότι η αδερφή του μισούσε αυτό το υποκοριστικό, έλεγε ότι την έκανε να μοιάζει με μαϊμού που χορεύει.
«Εσύ θα ’σαι δεκαεφτά σε δυο μήνες. Στην ηλικία σου έκοβα την πάνα στον Χάμις. Τι κακό έχει, ε; Ο Τζόκι μού φέρεται καλά, με πηγαίνει για κάνα κινέζικο – ορεκτικό, απ’ όλα».
«Και κράκερ γαρίδας;» ρώτησε ο Μάνγκο.
«Ναι. Και τηγανίτα μπανάνας, αν θέλω». Η Μο-Μόου έστρεψε ξανά το βλέμμα της προς την Τζόντι. «Πρέπει να προσπαθήσω να βρω στη ζωή λίγη ευτυχία όσο μπορώ ακόμη».