Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Τατιάνας Τσιμπουλεάκ [Tatiana Ţîbuleac] «Ο γυάλινος κήπος» (μτφρ. Άντζελα Μπράτσου), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 15 Μαΐου από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
1
Γεννιέμαι νυχτιάτικα, είμαι επτά χρονών. Θα με έπαιρνε στην αγκαλιά της, μου λέει, αλλά τα χέρια της είναι φορτωμένα. Από ψηλά φωτίζει μια μπλε λάμπα, δεμένη σε ένα δέντρο με ένα καλώδιο. Κρέμεται και ταλαντεύεται. Γέρνω το κεφάλι μου προς τα πίσω και τη βλέπω καλύτερα: είναι στρογγυλή, σαν άκοπο ψωμί. Περνάμε τις πύλες σαν από μια πέτρινη κοιλιά. Έτσι είναι στην πόλη, σκέφτομαι. Πάντα σε κατηφόρα, πάντα κατηφορικός ο δρόμος. Ο πάγος σκεπάζει τα πόδια μας, ο δρόμος γίνεται πιο κοντινός. Μου απλώνει να πιάσω την τσέπη της για να μη γλιστρήσω. Και να μπορώ να κοιτάξω γύρω μου, να δω ομορφιά! Εκείνο το κοσκινισμένο φως. Εκείνο τον έναστρο ουρανό. Πολυκατοικίες, πολυκατοικίες, πολυκατοικίες. Καμιά ψηλότερη των τεσσάρων ορόφων. Κανένα κτίριο με περισσότερες από τέσσερις εισόδους. Η τσέπη της έχει γούνα, το νύχι μου παίρνει φωτιά. Από τα παράθυρα βλέπεις ανθρωπάκια να ζουν όμορφα. Χιλιάδες τετράγωνα με μέση σε σχήμα αχλαδιού. Το ένα δίπλα στο άλλο, το ένα πάνω στο άλλο. Τα από κάτω κρατούν και τα άλλα πάνω στους ώμους τους. Τα από κάτω είναι δυνατά. Ένας σκύλος –μπλε– μας ακολουθεί με τα μικρά του ίχνη από πατούσες.
Στην πόλη όλα είναι τέσσερα και μπλε, σκέφτομαι. Και να μη μείνω πίσω, ποτέ να μη μείνω πίσω. Σταματάμε κοντά σε έναν φράχτη. «Закрой глаза и забудь всё» [1]. Δεν καταλαβαίνω τίποτα, τα ξεχνάω όλα σε ένα δευτερόλεπτο.
2
Η Ταμάρα Πάβλοβνα τον αποκαλούσε ο άντρας μας και δεν περνούσε ποτέ από δίπλα του χωρίς να του μιλήσει, σαν να ήταν ζωντανός. Μακρύς όσο ένα τραγούδι – ο δικός μας Φράχτης. Η δύναμή μας, το golubcik, το περιστέρι μας. Από αυτόν κρατιόμασταν όταν γυρνούσαμε σπίτι με κομμένους τους ώμους και χέρια γεμάτα σάλιο. Κάτω από αυτόν καθόμασταν ανακούρκουδα, εξαντλημένες, χωρίς σταγόνα νερού για να μας ηρεμήσει από το τρέμουλο. Εκεί κλάψαμε τις περισσότερες φορές. Και γελάσαμε όμως: δυνατά, από καρδιάς, σαν τα κοράκια τον χειμώνα. «Πόση ψυχή σε ένα σίδερο!» έλεγε εκείνη κάθε φορά, και εγώ την πίστευα χωρίς να έχω αμφιβολία. Γιατί δεν υπήρχε κάτι στον κόσμο που να μην ήξερε καλύτερα η Ταμάρα Πάβλοβνα. Χρόνια αργότερα, όταν τον βρήκα ροκανισμένο από τη σκουριά και με τις ράβδους ξεκαρφωμένες σαν νευρώσεις, έκλαψα σαν σε κηδεία. Το να σκοτώσεις ένα σίδερο δεν είναι εύκολο, αλλά αν το θέλεις πολύ, μπορείς. Από το λοφάκι, σαν από ένα δικό μας Έβερεστ, η αυλή αποκαλυπτόταν μέχρι την παραμικρή λεπτομέρειά της. Έβλεπα την καστανιά με τα κλαδιά σε σχήμα καραβιού και τον Πολκόβνικο ανάμεσα στα λουλούδια. Έβλεπα τον κόκκινο πύραυλο με την αστραφτερή του μύτη και το τετραθέσιο αεροπλάνο όπου κάθονταν λευκά, παχουλά κεφάλια. Έβλεπα μπλε σεντόνια να κυματίζουν πάνω στα σχοινιά μπουγάδας, σκληρά από το κολλάρισμα, σαν πλάκες σχιστόλιθου. Τη Σούροτσικα στο μπαλκόνι, να τρίβει το πόδι της με τη βούρτσα χαλιών. Τον Πάβλικ, αυτόν που δεν έπαιζε, απλά καθόταν. Έβλεπα ακόμα, σκορπισμένες στα παράθυρα, χοντρές γυναίκες ντυμένες με φορέματα και κολιέ –υποχρεωτικά με κολιέ– να τελειώνουν το βράσιμο και το τηγάνισμα. Την Μπέλλα Ισαάκοβνα και τη Ρόζα, με γοφούς σαν αχλάδια, να ψιθυρίζουν στη μέση του δρόμου. Μυστικά, πάντα μυστικά. Τον Ζαχάρ Αντόνοβιτς, με το μόνο του χέρι ακουμπισμένο στο μετάλλιο. Τρομερό πράγμα να χάνεις ένα μετάλλιο, αλλά και τι ντροπή! Όλοι, όλοι, όλοι τους ήταν εκεί. Η Μαρίνα η άσχημη, ο Λιόντσικ μεθυσμένος. Η Αικατερίνα, στρογγυλή σαν το φεγγάρι. Όλες μας οι ζωές κάτω από ένα γυάλινο καπάκι. Και σ’ εκείνα τα δευτερόλεπτα, σύντομα και φωτεινά, σαν παιχνίδι με καθρέφτες, νιώσαμε γεμάτες ευτυχία μέχρι το μεδούλι. Για όλους μαζί και για τον καθένα ξεχωριστά. Γι’ αυτούς, για εμάς, για άλλη μια μέρα που είχαμε πού να γυρίσουμε. «Το να έχεις μια θέση ανάμεσα στους ανθρώπους δεν είναι μικρό πράγμα» έλεγε η Ταμάρα Πάβλοβνα, που ήξερε. Και για μέρη ήξερε και για ανθρώπους – περισσότερα από όσα μπορούσε να κουβαλήσει.
Στο οικοτροφείο είχα μόνο μια κουβέρτα. Η δική μου μύριζε ποντίκι, αλλά θα μπορούσε να ήταν και χειρότερα. Παντού γύρω μου το φως έβγαινε από πράγματα που δεν είχα ξαναδεί. Ακόμα και από καρέκλες, ακόμα και από τοίχους. Στο παράθυρο, ένας νέος κόσμος.
Από τον φράχτη μέχρι το σπίτι υπήρχε μια άλλη κατηφοριά. Είκοσι βήματα μιας μεγάλης γυναίκας και τριάντα δύο βήματα μιας μικρής. Τα εξαντλούσαμε προσεκτικά, χωρίς βιασύνη, ειδικά χωρίς βιασύνη. Για να μην κάνουμε ζημιά ακριβώς τότε. Ύστερα εμφανιζόμασταν και εμείς. «Έρχονται οι ρακοσυλλέκτριες μπουκαλιών!» ψιθύριζαν οι Εβραίες, αλλά φυσικά όλοι άκουγαν: πού ακούστηκε να ψιθυρίζουν οι Εβραίοι; Και αυτό ήταν όλο. Μετά από τα λόγια τους –αχ, αυτές οι λέξεις σαν μια καταδίκη– δεν μπορούσε να γίνει τίποτα άλλο. Η αγαπημένη μας μέρα, την οποία ευχαρίστως θα είχαμε πληρώσει για να την παρατείνουμε, να μείνει λίγο ακόμα, να μας χωρέσει, άρχιζε να λιώνει. Την έβλεπα να παλεύει ζεστή με όλα όσα μας είχε μοιράσει και μας είχε φέρει, και την αποχαιρετούσαμε σαν από έναν μαγεμένο σιδηροδρομικό σταθμό από τον οποίο μπορούσες μόνο να φύγεις. «Έρχονται οι ρακοσυλλέκτριες!» ήταν το τέλος. Εμείς ήμασταν το τέλος.
3
Κανένα άλλο πρωινό δεν ήταν σαν εκείνο, το πρώτο, όταν ξύπνησα στο κρεβάτι της. Είχα κοιμηθεί ακριβώς στη μέση, σαν μια γέμιση. Πέντε κορίτσια θα χωρούσαν δίπλα μου αν κοιμόμασταν όλες πλάγια. Έτσι ζουν οι καραμέλες, σκέφτηκα· τυλιγμένες σε στρώσεις που θροΐζουν μέχρι να τις φάει ένα στόμα. Στο οικοτροφείο είχα μόνο μια κουβέρτα. Η δική μου μύριζε ποντίκι, αλλά θα μπορούσε να ήταν και χειρότερα. Παντού γύρω μου το φως έβγαινε από πράγματα που δεν είχα ξαναδεί. Ακόμα και από καρέκλες, ακόμα και από τοίχους. Στο παράθυρο, ένας νέος κόσμος. Ένα κλαδί με καρπούς σαν χάντρες. Ένα μαγεμένο ζώο. Στον ουρανό, ανάμεικτα, κορυφές δέντρων και πουλιά. Μια φωνή έφτασε μέχρι εμένα. «Ты проснулась?» [2] Με άνοιξε σαν κλειδί, βρήκε τη θέση της ανάμεσα στα πλευρά μου, προς τ’ αριστερά. Σηκώθηκα από το κρεβάτι έχοντας μια μητέρα. Τι θαύμα να μην είμαι άλλο ορφανή, τι φόβος να μην ξαναγίνεις σε ένα δευτερόλεπτο! Ласточка, χελιδόνα μου, με αποκάλεσε, και έτσι άρχισε να με λέει.
Φάγαμε τρεις φορές στη σειρά και έγινε μεσημέρι. Το τσάι της είχε άρωμα, το ψωμί της βούτυρο, το βούτυρο μέλι. Από την κραιπάλη, η αριστερή μου πλευρά άρχισε να πονάει. Το φυσικό αέριο έκαιγε σαν μπλε νούφαρο. Στο ραδιόφωνο ακουγόταν ωραία любовь, любовь, любовь. [3] Η Ταμάρα Πάβλοβνα άκουγε ψιλοχαμογελώντας και το δωμάτιο γέμιζε ζεστασιά. Μου έδειξε το σπίτι και έγινε βράδυ. Κουβαλάω εκείνη τη μέρα μαζί μου σε όλες τις χώρες, σε όλες τις συνθήκες. Δεν βρήκα παρόμοιά της ούτε στα χρήματα ούτε στον έρωτα. Κανείς δεν με ήθελε τόσο πολύ. Ούτε καν εσείς.
[1] Κλείσε τα μάτια και ξέχασέ τα όλα (ρωσικά).
[2] Ξύπνησες; (ρωσικά).
[3] Η αγάπη, αγάπη, αγάπη (ρωσικά).