Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Αμπντουλραζάκ Γκούρνα [Abdulrazak Gurnah] «Παράδεισος» (μτφρ. Κατερίνα Σχινά), το οποίο θα κυκλοφορήσει αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Πρώτα το αγόρι. Το λέγανε Γιουσούφ και το πήραν απροσδόκητα από το σπίτι του στα δώδεκά του χρόνια. Θυμόταν ότι έφυγε την εποχή της ξηρασίας, τότε που κάθε μέρα ήταν ίδια με την προηγούμενη. Απρόσμενα λουλούδια άνθιζαν και αμέσως μαραίνονταν. Παράξενα έντομα ξεπρόβαλλαν κάτω από τους βράχους και σπαρταρούσαν ώσπου να πεθάνουν κάτω από το διάπυρο φως. Ο καύσωνας έκανε τα μακρινά δέντρα να τρεμίζουν μέσα στη λάβρα, τα σπίτια να αναριγούν και να ανυψώνονται, πασχίζοντας να πάρουν ανάσα. Σύννεφα σκόνης αναδύονταν σε κάθε βήμα· μια μουδιασμένη ακαμψία σαβάνωνε τις ώρες της μέρας. Παρόμοιες στιγμές επανέρχονταν με αδήριτη ακρίβεια κάθε τέτοια εποχή.
Είδε τους δύο Ευρωπαίους στην αποβάθρα, τους πρώτους που είχε αντικρίσει στη ζωή του. Δε φοβήθηκε, όχι στην αρχή, τουλάχιστον. Πήγαινε συχνά στον σταθμό για να χαζέψει τα τρένα που έφταναν όλο θόρυβο και χάρη κι έμενε εκεί ώσπου να τα δει να αναχωρούν υπό την καθοδήγηση του σκυθρωπού Ινδού σηματωρού με τα σημαιάκια και τη σφυρίχτρα του. Συχνά ο Γιουσούφ ξεροστάλιαζε ώρες ώσπου να φτάσει κάποια αμαξοστοιχία. Οι δύο Ευρωπαίοι περίμεναν επίσης, όρθιοι κάτω από μια τέντα από λινάτσα, με τις αποσκευές και τα ακριβά υπάρχοντά τους στοιβαγμένα σ’ έναν τακτικό σωρό λίγα μέτρα πιο πέρα. Ο άντρας ήταν μεγαλόσωμος· τόσο ψηλός, ώστε αναγκαζόταν να σκύβει για να μην ακουμπήσει το κεφάλι του στην τέντα που τον προστάτευε από τον ήλιο. Η γυναίκα στεκόταν πιο πίσω, στη σκιά· το πρόσωπό της γυάλιζε από τον ιδρώτα, παρότι το σκίαζαν δύο καπέλα. Η λευκή, πνιγμένη στα βολάν μπλούζα της ήταν κουμπωμένη ως τον λαιμό και τους καρπούς, και η μακριά φούστα της βούρτσιζε τα παπούτσια της. Ήταν κι αυτή ψηλή και μεγαλόσωμη· αλλιώτικα, όμως. Ενώ εκείνη φαινόταν λιπαρή και εύπλαστη, σαν να μπορούσε ανά πάσα στιγμή να πάρει διαφορετικό σχήμα, ο συνοδός της έμοιαζε σκαλισμένος σ’ ένα κομμάτι ξύλο. Κοίταζαν προς διαφορετικές κατευθύνσεις, σαν να ήταν άγνωστοι μεταξύ τους. Καθώς τους χάζευε, ο Γιουσούφ είδε τη γυναίκα να περνάει το μαντίλι της πάνω από τα χείλη της, τρίβοντας αφηρημένα τη στεγνή επιδερμίδα, παράγοντας αμέτρητες φολίδες νεκρού δέρματος που αιωρούνταν στο φως. Το πρόσωπο του άντρα ήταν διάστικτο από κόκκινες κηλίδες, και καθώς τα μάτια του περιφέρονταν αργά πάνω από το περιορισμένο τοπίο του σταθμού, παρατηρώντας τις κλειδωμένες ξύλινες αποθήκες και την τεράστια κίτρινη σημαία με την εικόνα ενός εκτυφλωτικά μαύρου πουλιού, ο Γιουσούφ είχε την ευκαιρία να τον περιεργαστεί απ’ την κορφή ως τα νύχια. Ξαφνικά ο άντρας στράφηκε και είδε τα μάτια του Γιουσούφ στυλωμένα πάνω του. Στην αρχή κοίταξε αλλού· ύστερα, όμως, προσήλωσε το βλέμμα του στον Γιουσούφ για μια αργόσυρτη στιγμή. Το παιδί δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια του από τον ξένο. Τότε, εντελώς αναπάντεχα, ο άντρας γύμνωσε τα δόντια του βγάζοντας έναν ακούσιο βρυχηθμό και καμπύλωσε τα δάχτυλά του με έναν ανεξήγητο τρόπο. Ο Γιουσούφ υπάκουσε στην προειδοποίηση και το ’βαλε στα πόδια, μουρμουρίζοντας τις λέξεις που του είχαν μάθει να λέει όταν χρειαζόταν άμεση και απροσδόκητη βοήθεια από τον Θεό.
Ξαφνικά ο άντρας στράφηκε και είδε τα μάτια του Γιουσούφ στυλωμένα πάνω του. Στην αρχή κοίταξε αλλού· ύστερα, όμως, προσήλωσε το βλέμμα του στον Γιουσούφ για μια αργόσυρτη στιγμή. Το παιδί δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια του από τον ξένο. Τότε, εντελώς αναπάντεχα, ο άντρας γύμνωσε τα δόντια του βγάζοντας έναν ακούσιο βρυχηθμό και καμπύλωσε τα δάχτυλά του με έναν ανεξήγητο τρόπο.
Εκείνη η χρονιά που έφυγε από το σπίτι του ήταν επίσης η χρονιά που το σαράκι πρόσβαλε τις ξύλινες κολόνες της πίσω βεράντας. Ο πατέρας του τις χτυπούσε θυμωμένα κάθε φορά που περνούσε από μπροστά τους, δίνοντάς τους να καταλάβουν ότι ήξερε τι σκάρωναν. Το σαράκι άφηνε ίχνη στη βάση κάθε κολόνας· έμοιαζαν με το ανασκαμμένο χώμα που φανέρωνε το πέρασμα των ζώων από την κοίτη του ξεροπόταμου. Οι στύλοι έβγαζαν έναν μαλακό και κούφιο ήχο κάθε φορά που τους χτυπούσε ο Γιουσούφ και ξερνούσαν μικροσκοπικά κοκκώδη σποράκια, ίχνη σήψης. Όταν γκρίνιαζε για φαγητό, η μητέρα του του έλεγε να φάει τα σκουλήκια.
«Πεινάω...» κλαψούριζε. Ήταν μια αυθόρμητη λιτανεία από παράπονα που την επαναλάμβανε ολοένα και πιο επιτακτικά κάθε χρόνο που περνούσε.
«Φάε το σαράκι», πρότεινε η μάνα του κι έπειτα γελούσε με το αηδιασμένο, περίτρομο βλέμμα του. «Εμπρός, γέμισε την κοιλιά σου με δαύτο, εδώ μπροστά σου είναι. Φατο όποτε θες. Δε θα σε εμποδίσω».
O Γιουσούφ αναστέναζε με το κατάκοπο ύφος που έπαιρνε για να της δείξει πόσο αξιοθρήνητο ήταν το αστείο της. Κατά καιρούς έτρωγαν κόκαλα, που η μητέρα του τα έβραζε κι έφτιαχνε μια αραιή σούπα· η επιφάνειά της γυάλιζε κιτρινωπή από το λίπος, και στα βάθη της κρύβονταν σβόλοι από μαύρο σπογγώδες μεδούλι. Στη χειρότερη περίπτωση υπήρχαν μόνο μπάμιες κοκκινιστές, μα όσο και να πεινούσε ο Γιουσούφ, ήταν αδύνατο να καταπιεί εκείνη τη γλοιώδη σάλτσα.
Εκείνα τα χρόνια ο θείος του ο Αζίζ περνούσε πότε πότε να τους δει. Οι επισκέψεις του ήταν σύντομες και απείχαν πολύ μεταξύ τους· κάθε φορά τον συνόδευε πλήθος ταξιδιωτών, αχθοφόρων και μουσικών. Σταματούσε για μια μικρή ανάπαυλα στα μακρινά ταξίδια του από τον ωκεανό στα βουνά, στις λίμνες και στα δάση, στις πορείες του μέσα από τις άγονες πεδιάδες και τους γυμνούς βραχώδεις λόφους της ενδοχώρας. Οι εξορμήσεις του συνοδεύονταν συχνά από τύμπανα και ταμπούρα και αυλούς και σίουα*, κι όταν η πομπή του διάβαινε μέσα από την πόλη, τα ζώα αφήνιαζαν κι έφευγαν σαν τρελαμένα από τον δρόμο του, και τα παιδιά ποδοβολούσαν ανεξέλεγκτα στα σοκάκια. Ο θείος Αζίζ ανάδινε μια παράξενη και ασυνήθιστη μυρωδιά, ένα μείγμα από δέρμα και άρωμα, από κόμμι και μπαχαρικά και μια άλλη, πιο ακαθόριστη, που έκανε τον Γιουσούφ να σκέφτεται τον κίνδυνο. Το συνηθισμένο του ντύσιμο ήταν ένα ανάλαφρο χυτό καντζού από λεπτό βαμβακερό ύφασμα κι ένα φέσι πλεγμένο με το βελονάκι, που σκέπαζε το πίσω μέρος του κεφαλιού του. Με την εκλεπτυσμένη του εμφάνιση και τους ευγενικούς, απαθείς τρόπους του, έμοιαζε περισσότερο με άνθρωπο που έκανε τον περίπατό του αργά το απόγευμα ή με πιστό που πήγαινε στη βραδινή προσευχή παρά με έμπορο που διέσχιζε όλη τη χώρα ανάμεσα σε αγκαθερούς θάμνους και φωλιές εχιδνών που έφτυναν δηλητήριο. Ακόμα και μέσα στην έξαψη της άφιξης, μέσα στο χάος και στην αταξία των αναποδογυρισμένων, ανάκατων φορτίων, περιτριγυρισμένος από κουρασμένους και θορυβώδεις αχθοφόρους και άγρυπνους, αρπακτικούς εμπορευόμενους, ο θείος Αζίζ κατάφερνε να δείχνει ήρεμος και άνετος. Σε τούτη την επίσκεψη είχε έρθει μόνος του.
* Συνδυασμός πλαγίαυλου και μακρύτατου κόρνου με ιδιαίτερα επιβλητικό ήχο. Έχει κάποιες ομοιότητες με το αλπικό κόρνο, από πλευράς διαστάσεων κυρίως. (Σ.τ.Μ.)