Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Τζέισον Μοτ [Jason Mott] «Το φοβερό βιβλίο» (μτφρ. Δέσποινα Κανελλοπούλου), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 8 Μαρτίου από τις εκδόσεις Διόπτρα, κι έχει βραβευτεί στις ΗΠΑ με το National Book Award 2021.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Το πεντάχρονο αγόρι καθόταν στη γωνία του μικρού σαλονιού του μικρού χωριατόσπιτου στο τέλος του χωματόδρομου κάτω από τον καταγάλανο ουρανό της Βόρειας Καρολίνας· είχε τα γόνατα μαζεμένα στο στήθος και τα μικρά, μαύρα χέρια του τυλιγμένα γύρω τους, προσπαθώντας πάση θυσία να συγκρατήσει τα γέλια που τράνταζαν το στέρνο του.
Η μητέρα του, καθισμένη στον καναπέ με τα σκούρα χέρια της πλεγμένα στην κοιλιά της και το μέτωπο αυλακωμένο σαν τα χωράφια του κυρίου Τζόνσον στο τέλος του χειμώνα, είχε σουφρώσει τα χείλη και έπαιζε νευρικά με το κουρελιασμένο γκρίζο φόρεμά της. Ήταν αγορασμένο πριν καν γεννηθεί το αγόρι, και μεγάλωνε μαζί του. Χρόνο με τον χρόνο, το γαλάζιο λουλουδάτο μοτίβο ξεθώριαζε, μία απόχρωση τη φορά. Οι κλωστές του ποδόγυρου είχαν πάψει προ πολλού να συγκρατούν οτιδήποτε. Είχαν κοπεί και κρέμονταν άτονα, ακολουθώντας κάθε κίνηση του φορέματος. Τώρα πια, ύστερα από επτά χρόνια σκληρής δουλειάς, το ταλαιπωρημένο ρούχο έδειχνε έτοιμο να παραδώσει το πνεύμα.
«Τον βρήκες;» ρώτησε η μητέρα του αγοριού τον άντρα της, που μόλις είχε μπει στο δωμάτιο.
«Όχι», απάντησε ο πατέρας του μικρού. Ήταν ένας ψηλός άντρας με μεγάλα μάτια κι ένα σκαρί τόσο ξερακιανό, που του είχε χαρίσει από παλιά το παρατσούκλι «Αράπικο Πετσί και Κόκαλο». Το παρανόμι τον είχε ακολουθήσει σαν σκιά από τα μικράτα του στην ενηλικίωση και, ελλείψει θεραπείας για τη σχεδόν μυθική του ισχνότητα, ο ταλαίπωρος είχε καταφύγει στη λύση να κυκλοφορεί μονίμως με μακρυμάνικα ρούχα, επειδή ο αέρας που εγκλωβιζόταν στα μανίκια τον έκανε να δείχνει λίγο πιο σωματώδης. Ή, τουλάχιστον, έτσι νόμιζε.
Ήταν ένας άντρας που σ’ όλη του τη ζωή φοβόταν το βλέμμα των άλλων. Πώς, λοιπόν, να μη θέλει να διδάξει στο παιδί του το ανέφικτο κόλπο της αορατότητας;
«Μη φοβάσαι», της είπε. «Θα τον βρούμε, και μάλιστα σύντομα. Είμαι σίγουρος πως, όπου κι αν βρίσκεται, είναι μια χαρά. Ξέρει να φροντίζει τον εαυτό του. Δεν πρόκειται να πάθει ποτέ τίποτα». Κάθισε δίπλα στη γυναίκα του στον γερασμένο καφετή καναπέ και έσφιξε το νευρικό χέρι της στα στενόμακρα καλάμια που είχε για δάχτυλα. Το έφερε στα χείλη του και το φίλησε. «Είναι καλό παιδί», είπε ο πατέρας. «Ποτέ δεν θα μας εγκατέλειπε έτσι, στα καλά καθούμενα. Θα τον βρούμε».
«Είναι το καλύτερο παιδί στον κόσμο», είπε η μητέρα.
«Ίσως πήγε στο δάσος να μαζέψει βατόμουρα. Ναι, στοιχηματίζω πως εκεί έχει πάει».
«Λες;»
Ο πατέρας το σκέφτηκε λιγάκι. «Δεν είμαι σίγουρος, αλλά το εύχομαι, κούκλα».
Η μητέρα χασκογέλασε στο άκουσμα της προσφώνησης «κούκλα» και σκούπισε με το δάχτυλο την άκρη του ματιού της. Έκλαιγε;
Το κύμα γέλιου που γαργαλούσε τόση ώρα τον λαιμό του μικρού –ο οποίος καθόταν, αόρατος και αθέατος, λίγο παραδίπλα τους–, έσβησε στη θέα των δακρύων της μητέρας του. Τα μπράτσα του έσφιξαν ακόμα πιο δυνατά τα πόδια του.
Δεν ήταν σωστό αυτό που έκανε. Δεν έπρεπε να τους κοψοχολιάζει έτσι. Ήταν καλοί γονείς και δεν τους άρεσε να ανησυχούν για εκείνον. Μια μολυβένια μπάλα από τύψεις σχηματίστηκε στο στομάχι του κι άρχισε να σφυροκοπάει ολόκληρο το κορμί του. Έπρεπε να σταματήσει αμέσως αυτή τη φάρσα… αλλά πώς;
Τι να έκανε; Απείχε λιγότερο από ένα μέτρο απ’ το σημείο όπου κάθονταν οι γονείς του, μα η ενοχή για τα δάκρυα της μητέρας του παρέλυε τα χέρια του, τα εμπόδιζε να απλωθούν και να την αγγίξουν, να της δώσουν να καταλάβει ότι ο γιος της ήταν εκεί. Οι τύψεις κρατούσαν καθηλωμένη τη γλώσσα που θα πρόφερε τ’ όνομά της και θα τη λύτρωνε από τον φόβο.
Το πεντάχρονο μυαλό του του έλεγε πως δεν υπήρχε τρόπος να τους εξηγήσει ότι όλο αυτό ήταν ένα αστείο. Δεν θα μπορούσε ποτέ να τους δώσει να καταλάβουν ότι το είχε κάνει για να σπάσουν πλάκα. Όχι απλώς να σπάσουν πλάκα, αλλά να γιορτάσουν! Στο κάτω κάτω της γραφής, τα είχε καταφέρει! Τρία χρόνια τώρα η μητέρα και ο πατέρας του προσπαθούσαν να του μάθουν πώς να γίνεται αόρατος, πώς να γίνεται «ο Αθέατος». Έτσι το αποκαλούσε ο πατέρας του. Πρόφερε τις λέξεις με μια ονειρική χροιά, κουνώντας συνάμα τα χέρια του στον αέρα, απαλά, σαν να έπαιζε κάποιο μαγικό μουσικό όργανο. «Θα γίνεις ο Αθέατος», έλεγε ο πατέρας του. Μερικές φορές πρόσθετε στο τέλος ένα μακρόσυρτο «Οοοοοοοο», για να κάνει την ατμόσφαιρα ακόμα πιο απόκοσμη. «Θα είσαι αόρατος και ασφαλής σε όλη σου τη ζωή», του έλεγε. «Το φαντάζεσαι;»
Στις λέξεις «αόρατος και ασφαλής», ο πατέρας του χαμογελούσε· κι ήταν το πιο αγαπημένο χαμόγελο του αγοριού, ήταν σαν να ’βλεπε τον πατέρα του να αποκτά επιτέλους όλα όσα αποζητούσε στη ζωή του.
Αόρατος και ασφαλής.
Δυο λέξεις ιερές, καθαγιασμένες.
«Τι λες να κάνουμε;» ρώτησε η μητέρα του τον άντρα της.
«Μήπως να τα παρατούσαμε;» απάντησε ο πατέρας του. Έφερε το κοκαλιάρικο χέρι του στο μέτωπο και πήρε πολύ δραματικό ύφος, σαν αυτό που έχουν καμιά φορά οι άνθρωποι στις ταινίες. Μολαταύτα, το αγόρι είχε την αμυδρή εντύπωση πως ανάμεσα στις σκιές του προσώπου του πατέρα του διέκρινε τις απαρχές ενός χαμόγελου. «Θέλω να πω», συνέχισε, «πως, αν έχει φύγει, ίσως πρέπει κι εμείς να την κοπανήσουμε. Να τα μαζέψουμε και να πάμε κάπου προς τα δυτικά. Απ’ ό,τι ακούω, σ’ εκείνα τα μέρη υπάρχουν ένα σωρό παιδιά που χρειάζονται καλούς γονείς σαν εμάς».
Η μητέρα του αγοριού χαμογέλασε, λες και ο άντρας της είχε πει κάποιο αστείο. Το χιούμορ ήταν ένα από τα χαρίσματά του. Τα καλαμπούρια του γέμιζαν πάντα το σπίτι τους με ανάσες γέλιου.
Ωστόσο, παρότι το αγόρι γνώριζε ότι ο πατέρας του έκανε πλάκα, μόλις άκουσε τα λόγια του και φαντάστηκε τους γονείς του να τον εγκαταλείπουν, αισθάνθηκε ένα κύμα τρόμου να θεριεύει μέσα του.
«Όχι, όχι, όχι», είπε η μητέρα του.
Στο άκουσμα αυτών των λέξεων, ο φόβος κόπασε αμέσως.
«Δίκιο έχεις», είπε ο πατέρας του. «Δεν γίνεται να τον εγκαταλείψουμε. Είναι φοβερός. Το καλύτερο παιδί στον κόσμο. Οπότε, τι λες να κάνουμε;»
«Έχω μια ιδέα», αναφώνησε η μητέρα του. Ο ενθουσιασμός που ξεχείλιζε από τη φωνή της μεταδόθηκε και στο αγόρι. Η μαμά του είχε πάντα τις ωραιότερες ιδέες.
«Θα μαγειρέψουμε όλα τα φαγητά που του αρέσουν. Τα πάντα. Θα κάνουμε ένα μεγάλο τσιμπούσι, όπως έκαναν τον παλιό, καλό καιρό. Κι οι μυρωδιές από τα φαγητά θα ταξιδέψουν σ’ όλον τον κόσμο για να τον βρουν. Ε, δεν μπορεί, αυτό θα τον κάνει να γυρίσει κοντά μας!»
Το αγόρι κόντεψε να τσιρίξει από τη χαρά του. Ένα μεγάλο γεύμα με όλες τις αγαπημένες του λιχουδιές. Με όλα τα πιάτα παραταγμένα στη σειρά πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Η ιδέα ότι οι μυρωδιές τους θα ταξίδευαν σε όλον τον κόσμο και θα τον έφερναν πίσω στο σπίτι… έμοιαζε βγαλμένη από τα βιβλία που διάβαζε πριν πέσει για ύπνο: Ήταν παραμυθένια, ονειρεμένη, μεγαλειώδης.
Ο πατέρας του αγοριού έγειρε λίγο προς τα πίσω και κοίταξε τη μητέρα σμίγοντας τα βλέφαρα. «Τα αγαπημένα του φαγητά;» είπε, χαϊδεύοντας το σκούρο, λεπτό πιγούνι του. «Λες να πιάσει;»
«Είμαι σίγουρη», απάντησε η μητέρα του. «Θα τα μυρίσει. Το κοτόπουλο. Τα μακαρόνια με το τυρί. Ίσως φτιάξω και μια-δυο πίτες με γλυκοπατάτες. Ποτέ του δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην πίτα με γλυκοπατάτες».
«Πίτα, ε;» Ο πατέρας του αγοριού έγλειψε τα χείλη του. «Ε, λοιπόν, πιστεύω πως μπορεί και να πιάσει το σχέδιο που σκάρωσες. Έχει ζουμί. Είναι ζουμερό σαν εσένα». Φίλησε τη γυναίκα του στον λαιμό, κι εκείνη γέλασε, με το κελαρυστό, ζωηρό γελάκι που έβγαζε καμιά φορά αργά τη νύχτα, όταν οι δυο τους ήταν μόνοι στην κρεβατοκάμαρα με την πόρτα κλειδωμένη.
«Έλα, κόφ’ το», του είπε χασκογελώντας.
«Δεν ξέρω», είπε ο πατέρας, με ένα πονηρό μειδίαμα. «Εξακολουθώ να πιστεύω πως ίσως πρέπει να πάμε στα δυτικά και να βρούμε ένα καινούριο παιδί. Λένε πως εκεί τα φτιάχνουν αλλιώς. Κάποια, μάλιστα, τρώνε τα λαχανικά τους χωρίς να γκρινιάζουν».
Η μητέρα έβαλε τα γέλια, και παραλίγο να κάνει το ίδιο και το αγόρι. «Όχι», του είπε χασκογελώντας. «Θα μαγειρέψουμε, κι αυτό θα τον φέρει πίσω στην αγκαλιά μας. Άκου με που σου λέω».
Σηκώθηκε όρθια, έσιαξε το παμπάλαιο φόρεμά της, όπως έκανε πάντα, και πήγε στην κουζίνα. Ο πατέρας έμεινε για λίγο στο σαλόνι και χάιδεψε πάλι το πιγούνι του. «Πάντως, μικρέ», μουρμούρισε, «σε όποιο μέρος του κόσμου κι αν βρίσκεσαι αυτή τη στιγμή, ελπίζω να ξέρεις ότι ποτέ δεν θα πήγαινα στα δυτικά για να βρω άλλον γιο. Είσαι το αγαπημένο μου διαβολάκι και δεν σ’ αλλάζω με κανέναν».
Στη συνέχεια πήγε στην κουζίνα και βάλθηκε να βοηθάει τη γυναίκα του.
Κουβάλησε τον γιο του στην τραπεζαρία, όπου το τραπέζι ήταν στρωμένο με όλα τα αγαπημένα φαγητά του.
«Να τος!» φώναξε περιχαρής η μητέρα του μόλις αντίκρισε τον γιο της. Κι αμέσως τον έσφιξε στην αγκαλιά της τόσο δυνατά, που σχεδόν του έκοψε την ανάσα. Αυτή ήταν πάντα η πιο αγαπημένη του αγκαλιά. Ένιωθε σαν να γινόταν ένα με το ζεστό, καλοκαιρινό χώμα.
Όταν τον άφησε από την αγκαλιά της, η μητέρα του τον φίλησε και τον ρώτησε: «Πού ήσουν;»
Σε λίγο το σπίτι πλημμύρισε με τις μυρωδιές και τους ήχους που πάντα συνόδευαν τα αγαπημένα φαγητά του μικρού. Το κοτόπουλο τσιτσίριζε σ’ ένα βαρύ, μαύρο τηγάνι, τα μακαρόνια κόχλαζαν και μετά ψήνονταν στον φούρνο. Επιπλέον, υπήρχαν φράουλες με ζάχαρη και μοσχοστάφυλα, καθώς και περισσεύματα από ένα κέικ που το αγόρι είχε ξεχάσει πως είχαν ακόμα στο σπίτι. Παρότι εξακολουθούσε να είναι κρυμμένος, το στομάχι του γουργούριζε τόσο δυνατά, που φοβήθηκε πως θα τον πρόδιδε. Αλλά η μητέρα και ο πατέρας του δεν φαίνονταν να τον ακούν, οπότε –παρά την πείνα, που είχε ανοίξει μια τρύπα στο στομάχι του– έμεινε στη θέση του και έκλεισε τα μάτια για να απολαύσει τα αρώματα που χόρευαν στην ατμόσφαιρα.
Εκείνη τη στιγμή, αόρατος και βυθισμένος στην αγάπη των γονιών του, αισθάνθηκε πιο ευτυχισμένος από ποτέ. Και σύντομα, παρ’ όλη την πείνα του, αποκοιμήθηκε.
Ξύπνησε όταν ένιωσε τα χέρια του πατέρα του να τον πιάνουν και να τον σηκώνουν.
«Να σε», είπε ο μπαμπάς του.
Κουβάλησε τον γιο του στην τραπεζαρία, όπου το τραπέζι ήταν στρωμένο με όλα τα αγαπημένα φαγητά του.
«Να τος!» φώναξε περιχαρής η μητέρα του μόλις αντίκρισε τον γιο της. Κι αμέσως τον έσφιξε στην αγκαλιά της τόσο δυνατά, που σχεδόν του έκοψε την ανάσα. Αυτή ήταν πάντα η πιο αγαπημένη του αγκαλιά. Ένιωθε σαν να γινόταν ένα με το ζεστό, καλοκαιρινό χώμα.
Όταν τον άφησε από την αγκαλιά της, η μητέρα του τον φίλησε και τον ρώτησε: «Πού ήσουν;»
«Τα κατάφερα», αναφώνησε ο μικρός. «Αλήθεια σας λέω, τα κατάφερα!»
«Τι κατάφερες;» τον ρώτησε ο πατέρας του.
«Έγινα αόρατος!»
Τα μάτια των γονιών του άνοιξαν διάπλατα, σαν τα λουλούδια της άνοιξης.
«Μη μου πεις!» φώναξε ενθουσιασμένος ο πατέρας του, που πάλι είχε πάρει επιτηδευμένο ύφος σαν τους ανθρώπους στην τηλεόραση.
«Δηλαδή στ’ αλήθεια τα κατάφερες;» ρώτησε η μητέρα του, εξίσου συνεπαρμένη.
«Αμέ», τιτίβισε το αγόρι, σχεδόν γελώντας. «Όλη αυτή την ώρα ήμουνα στο σαλόνι. Αόρατος, όπως μου μάθατε. Πραγματικά τα κατάφερα, μαμά!»
Τότε η μητέρα του τον αγκάλιασε ξανά, και βάλθηκαν κι οι τρεις να χορεύουν και να γελούν, χαρούμενοι όσο ποτέ. Εκείνη τη στιγμή, οι σκοτούρες που τους βάραιναν μια ζωή είχαν εξαφανιστεί. Ήταν λες και θα ξεκολλούσαν ξαφνικά από το έδαφος και θ’ άρχιζαν να πετούν στον γαλανό ουρανό που απλωνόταν απέραντος πάνω από το μικρό χωριατόσπιτο όπου η οικογένεια είχε το σπιτικό της.
Την επόμενη μέρα, το αγόρι, μεθυσμένο ακόμη από τα γλυκά και την ευτυχία, ρώτησε τον πατέρα του: «Μου λες αλήθεια ότι δεν μπορούσες να με δεις;»
«Δεν έχει σημασία αν σ’ έβλεπα ή όχι», του απάντησε ο πατέρας του. «Το μόνο που έχει σημασία είναι ότι εσύ ένιωθες ασφαλής».
2.
Υπάρχει κάτι που θέλω να θυμάστε: Πάνω απ’ όλα, αυτή εδώ είναι μια ερωτική ιστορία. Μην το ξεχάσετε στιγμή.
Και τώρα που το βγάλαμε από τη μέση, ας συστηθούμε:
Είναι τρεις το πρωί.
Είναι τρεις το πρωί και βρίσκομαι κάπου στα Μεσοδυτικά – σε μία από κείνες τις επίπεδες πολιτείες όπου όλοι φαίνονται πιο καλοί απ’ όσο θα ’πρεπε να είναι. Βρίσκομαι σε ένα ξενοδοχείο. Συγκεκριμένα στον διάδρομο. Τρέχω. Όχι, για την ακρίβεια κάνω σπριντ. Κάνω σπριντ στον διάδρομο ενός ξενοδοχείου σε κάποια μεσοδυτική πολιτεία. Α, σας είπα ότι είμαι γυμνός; Ναι, είμαι γυμνός.
Επίσης: Κάποιος με κυνηγάει.
Περίπου πέντε μέτρα πίσω μου –εξίσου γρήγορος, αλλά όχι γυμνός– βρίσκεται ένας πελώριος άντρας που κραδαίνει μια πελώρια κρεμάστρα παλτών. Άλλοτε την κραδαίνει σαν ρόπαλο. Άλλοτε την κουνάει πάνω από το κεφάλι του σαν πολεμικό πέλεκυ. Είναι εκπληκτικά γρήγορος για τον όγκο του.
Ο πελώριος άντρας με την πελώρια κρεμάστρα παλτών είναι ντυμένος απ’ την κορυφή ως τα νύχια με ρούχα Old Navy: μπεζ εφαρμοστό παντελόνι από ύφασμα ανθεκτικό στους λεκέδες, καρό καζάκα και καφέ παπούτσια ιστιοπλοΐας, τα οποία μπορεί να είναι από συνθετικό δέρμα, μπορεί και όχι. Είναι οικογενειάρχης, δεν χωράει αμφιβολία. Έχει 2,3,1 παιδιά. Έναν σκύλο που τον λένε Μαξ. Μια γάτα που τη λένε Πρίνσες. Ένα ενυδρείο που μόλις απέκτησε το δωδέκατο χρυσόψαρό του, ονόματι Λάκι. Οδηγεί Toyota Camry και ζει σε ένα διέξοδο δρομάκι, σ’ ένα σπίτι με ξύλινο φράχτη. Στην πίσω αυλή έχει φτιάξει πισίνα. Έχει ένα γενναιόδωρο συνταξιοδοτικό πρόγραμμα.
Είναι όλα όσα θα έπρεπε να είναι ένας υπεύθυνος ενήλικας.
Μοιάζει να είναι περίπου συνομήλικός μου – δηλαδή εγκαταλείπει σιγά σιγά την παρακμιακή καλοπέραση της δεκαετίας των τριάντα και χτυπάει απρόθυμα την γκριζαρισμένη πόρτα των σαράντα. Και για μια στιγμή, καθώς τρέχουμε σαν παλαβοί στον διάδρομο αυτού του πολυτελούς ξενοδοχείου –με τα πόδια μας να χτυπούν στο χαλί, τα πνευμόνια μας να καίνε και τα χέρια μας να κινούνται πάνω-κάτω σαν αντλίες πετρελαίου–, μου περνάει απ’ το μυαλό να σταματήσω και να τον ρωτήσω πώς έφτιαξε αυτή τη ζωή. Πώς τα συνδύασε όλα τόσο τέλεια. Πώς κατάφερε να κάνει όλα τα πράγματα που εγώ δεν μπόρεσα. Θέλω να μάθω το μυστικό του.
Αλλά, καθώς ρίχνω μια κλεφτή ματιά προς τα πίσω, τον βλέπω να υψώνει την κρεμάστρα σαν πολεμικό τσεκούρι και να ουρλιάζει: «Τη γυναίκα μου; Τη γυναίκα μου, ρε; Μαζί της έκανα τα παιδιά μου!»
Μάλλον δεν θα μάθω σήμερα το μυστικό της επιτυχίας των ανθρώπων σαν ελόγου του. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να προσπαθήσω να παραμείνω μακριά απ’ αυτή την κρεμάστρα. Έτσι, σκύβω το κεφάλι και προσπαθώ να θυμηθώ τι μου έλεγε ο προπονητής του στίβου στο λύκειο: «Ψηλά τα γόνατα. Ψηλά το κεφάλι. Και τρέχα».
Κάτι τέτοιες στιγμές θυμάμαι για ποιον λόγο αποφεύγω τις συνευρέσεις με παντρεμένες γυναίκες. Επειδή αναπόφευκτα οδηγούν σε συνευρέσεις με παντρεμένους άντρες.
Τέλος πάντων, ο θυμωμένος κύριος πίσω μου έχει διαολεμένα μεγάλο διασκελισμό, αλλά εγώ έχω καλύτερο ρυθμό. Το παν στην ταχύτητα είναι ο ρυθμός. Να και κάτι άλλο που μου έλεγε ο προπονητής μου: «Πόδια πάνω, πόδια κάτω. Πάμε-πάμε-πάμε-πάμε! Σβέλτα! Τρέχα!»
Και αυτό ακριβώς κάνω. Τρέχω.
Θέλω επίσης να πιστεύω ότι και η γύμνια μου μου δίνει κάποιο πλεονέκτημα. Όταν δεν φοράς ρούχα, κουβαλάς λιγότερο βάρος, κι αυτό σου επιτρέπει να τρέχεις γρηγορότερα.
Πράγματι, σιγά σιγά απομακρύνομαι τόσο από εκείνον όσο και από την κρεμάστρα του. Αλλά το πρόβλημα είναι πως οι διάδρομοι των ξενοδοχείων, όπως οι ζωές και οι ιστορίες, αναπόφευκτα κάποια στιγμή τελειώνουν. Στην περίπτωση των διαδρόμων, αυτό το τέλος είναι ένα ασανσέρ ή μια έξοδος κινδύνου. Ο συγκεκριμένος καταλήγει σε ασανσέρ. Καθώς στρίβω στη γωνία, διακρίνω τις γυαλιστερές συρόμενες πόρτες στο βάθος.
Εδώ θα με πιάσει ο τύπος. Στις πόρτες του ανελκυστήρα. Το ξέρω καλά. Το ξέρει κι εκείνος. Το ξέρει μέχρι και η πελώρια ξύλινη κρεμάστρα στο δεξί του χέρι.
Γενικά δεν είμαι άνθρωπος που το ρίχνει στις προσευχές, όμως στα χαρακώματα –ή όταν σ’ έχει πάρει στο κυνήγι ένας κερατωμένος– δεν χωρούν αθεϊσμοί. Οπότε λέω από μέσα μου μια μικρή προσευχή, προσπαθώντας παράλληλα να σηκώνω ψηλά τα γόνατα.
Καταφέρνω να απομακρυνθώ λίγο ακόμα.