Προδημοσίευση αποσπάσματος από τον τόμο με τρεις νουβέλες της Κάθριν Αν Πόρτερ [Katherine Anne Porter] «Χλωμό άλογο, χλωμός αναβάτης» (μτφρ. Έφη Τσιρώνη), ο οποίος θα κυκλοφορήσει στις 16 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Στον ύπνο της ήξερε ότι βρισκόταν στο κρεβάτι της, όχι όμως σ’ αυτό όπου είχε ξαπλώσει πριν από λίγες ώρες. Και το δωμάτιο δεν ήταν το ίδιο, αλλά ένα δωμάτιο που ήξερε από κάπου. Ή καρδιά της ήταν μια πέτρα ακουμπισμένη στο στήθος της, έξω από το σώμα της· οι παλμοί της επιβραδύνθηκαν και σταμάτησαν, κι εκείνη ήξερε ότι κάτι παράξενο επρόκειτο να συμβεί, παρόλο που οι εωθινοί άνεμοι έμπαιναν δροσεροί απ’ το καφασωτό, οι ραβδώσεις του φωτός ήταν σκουρογάλανες, κι ολόκληρο το σπίτι ροχάλιζε κοιμισμένο.
Τώρα πρέπει να σηκωθώ και να φύγω, όσο είναι όλοι ήσυχοι. Πού είναι τα πράγματά μου; Σε τούτο το μέρος τα αντικείμενα έχουν τη δική τους βούληση και κρύβονται όπου θέλουν. Το φως της μέρας θα καταφέρει ένα αιφνίδιο πλήγμα στη σκεπή, κάνοντάς τους όλους να πεταχτούν ξαφνιασμένοι απ’ τα κρεβάτια τους· τα πρόσωπα θα ακτινοβολούν ρωτώντας Πού πας, Τι κάνεις, Τι σκέφτεσαι, Πώς αισθάνεσαι, Γιατί λες τέτοια πράγματα, Τι εννοείς; Τέρμα ο ύπνος. Πού είναι οι μπότες μου και ποιο άλογο να πάρω; Τον Φίντλερ ή τον Γκρέιλι ή τη Μις Λούσι με τη μακριά μουσούδα και το πανούργο μάτι; Πόσο αγαπούσα αυτό το σπίτι τα πρωινά, προτού ξυπνήσουμε όλοι και μπλεχτούμε μεταξύ μας σαν κακοριγμένες πετονιές. Υπερβολικά πολλοί άνθρωποι γεννήθηκαν εδώ, κι έκλαψαν υπερβολικά εδώ, και γέλασαν υπερβολικά, και θύμωσαν κι εξαγριώθηκαν ο ένας με τον άλλον εδώ. Υπερβολικά πολλοί έχουν πεθάνει ήδη σ’ αυτό εδώ το κρεβάτι, υπάρχουν υπερβολικά πολλά προγονικά οστά στημένα στα γείσα των τζακιών, και τα καλύμματα των επίπλων ήταν κι ακόμη είναι αναθεματισμένα πολλά σε τούτο εδώ το σπίτι, είπε δυνατά, και ω, πόσο μεγάλη και διαρκής η συσσώρευση της σκόνης με την ιστορική μνήμη, τόση που να μην μπορεί η σκόνη να κατακάτσει ούτε για ένα λεπτό.
Πόσο αγαπούσα αυτό το σπίτι τα πρωινά, προτού ξυπνήσουμε όλοι και μπλεχτούμε μεταξύ μας σαν κακοριγμένες πετονιές. Υπερβολικά πολλοί άνθρωποι γεννήθηκαν εδώ, κι έκλαψαν υπερβολικά εδώ, και γέλασαν υπερβολικά, και θύμωσαν κι εξαγριώθηκαν ο ένας με τον άλλον εδώ. Υπερβολικά πολλοί έχουν πεθάνει ήδη σ’ αυτό εδώ το κρεβάτι...
Και ο ξένος; Πού είναι εκείνος ο καλαμοκάνης, πρασινωπός ξένος που θυμάμαι να συχνάζει εδώ, ευπρόσδεκτος από τον παππού μου, την αδελφή του παππού μου, τον πεμπτοξάδελφό μου, το γερασμένο κυνηγόσκυλό μου και το ασημί γατάκι μου; Τι του βρήκαν, ήθελα να ’ξερα. Και πού είναι όλοι τους τώρα; Κι όμως, αργά το απόγευμα τον είδα να περνάει έξω από το παράθυρο. Τι άλλο εκτός απ’ αυτούς έχω στον κόσμο; Τίποτα. Δεν μου ανήκει τίποτα, έχω μόνο το τίποτα, αλλά είναι αρκετό, είναι όμορφο και είναι όλο δικό μου. Αναρωτιέμαι αν ακόμα και το ίδιο μου το πετσί είναι δικό μου ή αν απλώς το έχω δανειστεί και μέσα του κυκλοφορώ. Ποιο άλογο τώρα να δανειστώ γι’ αυτό το ταξίδι που δεν σκόπευα να κάνω, τον Γκρέιλι ή τη Μις Λούσι ή τον Φίντλερ που μπορεί και πηδάει χαντάκια ακόμα και στο σκοτάδι και ξέρει πώς να πιάνει τη στομίδα ανάμεσα στα δόντια του; Νωρίς το πρωί είναι καλύτερα για μένα, επειδή τα δέντρα είναι δέντρα μονοκοντυλιά, οι πέτρες είναι πέτρες μπηγμένες σε σκιές γνωστές και ως χλόη, δεν υπάρχουν ψευδή σχήματα ούτε ανάγκη για εικασίες, ο δρόμος κοιμάται ακόμη, με άσπαστη την κρούστα της πάχνης. Θα πάρω τον Γκρέιλι, επειδή δεν φοβάται τις γέφυρες.
Έλα τώρα, Γκρέιλι, του είπε πιάνοντας το χαλινάρι του, πρέπει να παραβγούμε τον Θάνατο και τον Δαίμονα και να νικήσουμε. Εσείς δεν κάνετε γι’ αυτή τη δουλειά, είπε στ’ άλλα άλογα που έστεκαν σελωμένα μπροστά στην πύλη του στάβλου, ανάμεσά τους και το άλογο του ξένου, γκρίζο κι αυτό σαν τον Γκρέιλι, με γανιασμένα αυτιά και μύτη. Δίπλα της, ο ξένος καβάλησε στη σέλα του, έγειρε πολύ κοντά της και την κοίταξε ανέκφραστος, με το κενό, ακίνητο βλέμμα της αστόχαστης μοχθηρίας που δεν προχωρεί σε απειλές και που έχει όλη την άνεση να περιμένει. Εκείνη τράβηξε τα γκέμια, γύρισε απότομα τον Γκρέιλι και χτύπησε τα καπούλια του ωθώντας τον να τρέξει. Ο Γκρέιλι πήδηξε πάνω από τον χαμηλό φράχτη που σχημάτιζαν οι τριανταφυλλιές και το στενό αυλάκι πίσω του, κι ο καταπέλτης των οπλών του τίναξε πυκνή τη σκόνη του μονοπατιού. Ο ξένος ίππευε δίπλα της, άνετα, ανάλαφρα, με τα χαλινάρια χαλαρά στη μισόκλειστη παλάμη του, ευθυτενής και κομψός μέσα στα μαύρα, φθαρμένα ενδύματά του που πλατάγιζαν πάνω στα κόκαλά του· το χαμόγελο μιας δαιμονικής καταληψίας ήταν αποτυπωμένο στο ωχρό πρόσωπό του, και δεν γύριζε να της ρίξει ούτε ματιά. Α, μα τον έχω ξαναδεί αυτόν τον τύπο, τον ξέρω καλά, αν και δεν μπορώ να θυμηθώ από πού. Αλλά τον ξέρω.
Σταμάτησε τον Γκρέιλι, σηκώθηκε στους αναβολείς της και φώναξε: Δεν έρχομαι μαζί σου αυτή τη φορά – φύγε! Χωρίς να κοντοσταθεί ή να γυρίσει το κεφάλι του, ο ξένος συνέχισε να ιππεύει. Τα πλευρά του Γκρέιλι άσθμαιναν από κάτω της, τα δικά της πλευρά ανεβοκατέβαιναν, ω, μα γιατί είμαι τόσο κουρασμένη, πρέπει να ξυπνήσω. «Πρώτα, όμως, ας ευχαριστηθώ ένα μεγάλο χασμουρητό», είπε καθώς άνοιγε τα μάτια της κι ανακλαδιζόταν, «ένα χαστούκι κρύου νερού στο πρόσωπό μου, γιατί πάλι μιλούσα στον ύπνο μου, με άκουσα – τι έλεγα όμως;»
Αργά, απρόθυμα, η Μιράντα τράβηξε τον εαυτό της εκατοστό το εκατοστό από τον λάκκο του ύπνου και περίμενε παραζαλισμένη τη ζωή να ξαναρχίσει. Ή χορδή μίας και μοναδικής λέξης χτυπούσε στο μυαλό της σαν προειδοποιητικό γκονγκ, θυμίζοντάς της αυτό που θα θυμόταν όλη μέρα και που με τόση χαρά ξεχνούσε στον ύπνο, και μόνο σ’ αυτόν. Ο πόλεμος, είπε το γκονγκ, κι εκείνη τίναξε πέρα δώθε το κεφάλι. Κάθισε κι άρχισε να κουνάει τεμπέλικα τα πόδια της μπρος πίσω, με τις παντόφλες να κρέμονται από πάνω τους, κι η κίνηση της θύμισε όλους αυτούς που κάθονταν κάθε τόσο πάνω στο γραφείο της στην αίθουσα σύνταξης της εφημερίδας. Κάθε μέρα έβρισκε κι από έναν εκεί, να περιμένει καθισμένος στην επιφάνεια του γραφείου αντί στη διαθέσιμη για τους επισκέπτες καρέκλα, κουνώντας τα πόδια του, με το βλέμμα να σαρώνει τον χώρο, με περισπούδαστο ύφος ανθρώπου επιφορτισμένου με βαρυσήμαντα καθήκοντα, περιμένοντας να της χυμήξει για το ένα ή το άλλο πράγμα. «Γιατί δεν κάθονται στην καρέκλα; Μήπως πρέπει να βάλω πάνω της μια πινακίδα που να λέει “Για όνομα του Θεού, παρακαλώ καθίστε εδώ”;»