Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Κλερ Κίγκαν [Claire Keegan] «Μικρά πράγματα σαν κι αυτά» (μτφρ. Μαρτίνα Ασκητοπούλου), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 10 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα. Ένα όμορφο πανύψηλο έλατο είχε ήδη στηθεί στην πλατεία πλάι στη φάτνη, η οποία είχε γύρω της τα αγάλματα της θείας Γέννησης, φρεσκοβαμμένα εκείνη τη χρονιά. Κι αν κάποιοι παραπονέθηκαν για την υπερβολικά πολύχρωμη όψη του Ιωσήφ με τα κόκκινα και μοβ ιμάτιά του, η Παρθένος Μαρία επιδοκιμάστηκε από όλους, γονατισμένη με ταπεινότητα, ντυμένη παραδοσιακά στα μπλε και τα λευκά. Ο καφέ γάιδαρος ήταν κι αυτός ίδιος, έστεκε φρουρός πάνω από τα δύο κοιμισμένα πρόβατα και το λίκνο όπου, την Παραμονή των Χριστουγέννων, θα απίθωναν το αγαλματίδιο του Βρέφους.
Σύμφωνα με το έθιμο, οι άνθρωποι μαζεύονταν εκεί την πρώτη Κυριακή του Δεκέμβρη, έξω από το Δημαρχείο, όταν έπεφτε ο ήλιος, για να δουν τα φωτάκια να ανάβουν. Όλο το απόγευμα δεν είχε βρέξει, αλλά το κρύο ήταν τσουχτερό και η Αϊλίν έβαλε τα κορίτσια να κλείσουν καλά τα φερμουάρ στα αδιάβροχα και να φορέσουν γάντια. Όταν έφτασαν στο κέντρο της πόλης, η φιλαρμονική και η χορωδία είχαν ήδη μαζευτεί και η κυρία Κίχο είχε στήσει τον πάγκο της έξω, πουλώντας χοντρές φέτες τζιτζιρόψωμο και ζεστή σοκολάτα. Η Τζόαν, που είχε προχωρήσει πιο μπροστά, μοίραζε με τα υπόλοιπα μέλη της χορωδίας παρτιτούρες για τα κάλαντα, όσο οι μοναχές πηγαινοέρχονταν, επέβλεπαν και μιλούσαν σε κάποιους από τους πιο καλοστεκούμενους γονείς.
Κρύωναν να στέκονται όρθιες κι έτσι περπάτησαν για λίγο στα γύρω δρομάκια, πριν βρουν καταφύγιο στο υπόστεγο της εξώπορτας των Χάνραχαν, όπου η Αϊλίν σταμάτησε για να θαυμάσει ένα ζευγάρι σκούρα μπλε λουστρίνια και μια ασορτί τσάντα, και να μιλήσει με γείτονες και άλλους που σπανίως συναντούσε κι είχαν έρθει από μακριά, βρίσκοντας ευκαιρία να ακούσει και να μοιραστεί με τη σειρά της τα διάφορα νέα.
Μετά από λίγο, μια ανακοίνωση από το μεγάφωνο τους κάλεσε όλους να πλησιάσουν. Ο Δήμαρχος, φορώντας την ακριβή του καμπαρντίνα με τα αστραφτερά κουμπιά, βγήκε από τη Μερσεντές, έβγαλε έναν σύντομο λόγο κι έπειτα γύρισε ένας διακόπτης κι άναψαν τα φωτάκια. Και τότε, σαν να τους είχαν κάνει μάγια, οι δρόμοι φάνηκαν να αλλάζουν και να ζωντανεύουν κάτω από τους πολύχρωμους γλόμπους που κρέμονταν στη σειρά και λικνίζονταν ευχάριστα με το φύσημα του ανέμου πάνω από τα κεφάλια τους. Το πλήθος χειροκρότησε διστακτικά, και σύντομα η φιλαρμονική άρχισε να παίζει – αλλά στη θέα του ψηλού, χοντρού Αϊ-Βασίλη που κατέβαινε τον δρόμο, η Λορέτα έμεινε πίσω, φοβισμένη, κι άρχισε να κλαίει.
Όταν έφτασαν στο κέντρο της πόλης, η φιλαρμονική και η χορωδία είχαν ήδη μαζευτεί και η κυρία Κίχο είχε στήσει τον πάγκο της έξω, πουλώντας χοντρές φέτες τζιτζιρόψωμο και ζεστή σοκολάτα.
«Δεν θα σου κάνει κακό» τη διαβεβαίωσε ο Φέρλονγκ. «Κανονικός άνθρωπος είναι σαν εμένα, απλώς μεταμφιεσμένος».
Ενώ τα άλλα παιδιά έκαναν ουρές για να μιλήσουν στον Αϊ-Βασίλη μπροστά στη φάτνη και να πάρουν τα δώρα τους, η Λορέτα έμενε ακίνητη και κρατούσε σφιχτά το χέρι του Φέρλονγκ.
«Δεν χρειάζεται να πας αν δεν θες, αγάπη μου» της είπε ο Φέρλονγκ. «Μείνε εδώ μαζί μου».
Αλλά τον πόνεσε, όπως και να ’χε, που είδε ένα απ’ τα παιδιά του να τρομάζει τόσο πολύ στη θέα κάποιου πράγματος που τα άλλα παιδιά αποζητούσαν, και άρχισε να αναρωτιέται αν θα ήταν αρκετά γενναία ή αρκετά ικανή να αντιμετωπίσει όλα όσα της επεφύλασσε ο κόσμος.
Εκείνο το απόγευμα, όταν επέστρεψαν σπίτι, η Αϊλίν είπε ότι είχε έρθει πια η ώρα να φτιάξουν το χριστουγεννιάτικο γλυκό. Έφερε με πολλή χαρά την παραδοσιακή συνταγή και έβαλε τον Φέρλονγκ να χτυπήσει στο χέρι ένα κιλό βούτυρο και ζάχαρη στο καφέ πορσελάνινο μπολ, ενώ τα κορίτσια ετοίμαζαν το ξύσμα λεμονιού, ζύγιζαν κι έκοβαν ζαχαρωμένες φλούδες φρούτων και κεράσια, μούλιαζαν ωμά αμύγδαλα σε βραστό νερό και τα ξεφλούδιζαν με μια κίνηση. Για μια ώρα σχεδόν ξεδιάλεγαν τα αποξηραμένα φρούτα, αφαιρούσαν τα κοτσάνια από τα φραγκοστάφυλα και τις σταφίδες, όσο η Αϊλίν κοσκίνιζε το αλεύρι και τα μπαχαρικά, χτυπούσε αυγά μεσαίου μεγέθους και λάδωνε το ταψί, πριν το τυλίξει με δύο στρώσεις καφέ αντικολλητικό χαρτί και το δέσει γύρω γύρω, σφιχτά, με σπάγκο.
Ο Φέρλονγκ ανέλαβε τον φούρνο, έβαλε δύο γεμάτες φτυαριές κάρβουνα και ρύθμισε τον αέρα για να μείνει σταθερά χαμηλή η θερμοκρασία όλο το βράδυ.
Όταν ήταν έτοιμο το μείγμα, η Αϊλίν το άπλωσε με μια ξύλινη κουτάλα στο μεγάλο τετράγωνο ταψί, στρώνοντάς το από πάνω, κι έπειτα χτύπησε μερικές φορές τη βάση για να πάει ομοιόμορφα σε όλες τις γωνίες, γελώντας λιγάκι – μόλις μπήκε το γλυκό στον φούρνο κι έκλεισε η πόρτα, εκείνη επιθεώρησε τον χώρο και είπε στα κορίτσια να συμμαζέψουν, ώστε να συνεχίσει τις δουλειές της και να αρχίσει το σιδέρωμα.
«Γιατί δεν πάτε τώρα να γράψετε στον Αϊ-Βασίλη;»
Πάντα το ίδιο, σκέφτηκε ο Φέρλονγκ· πάντα ξεκινούσαν μηχανικά μια δουλειά μέχρι να πιάσουν μια νέα, χωρίς σταματημό. Πώς θα ήταν η ζωή, αναρωτιόταν, αν είχαν τον χρόνο να σκεφτούν και να στοχαστούν; Θα ήταν οι ζωές τους διαφορετικές ή ολόιδιες – ή μήπως θα γίνονταν άλλοι άνθρωποι; Ακόμα κι όταν χτυπούσε το βούτυρο με τη ζάχαρη, το μυαλό του δεν ήταν τόσο στο εδώ και τώρα, σε αυτή την Κυριακή, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, που ήταν μαζί με τη γυναίκα και τις κόρες του, όσο στο αύριο και στο ποιος χρώσταγε τι, και πώς και πότε θα έπρεπε να παραδώσει τις παραγγελίες, και σε ποιον θα ανέθετε κάθε δουλειά, και πώς και από πού θα έπαιρνε όσα του χρωστούσαν – και πριν καλά καλά τελειώσει με την αυριανή μέρα, το ήξερε, το μυαλό του θα έκανε κιόλας ακριβώς το ίδιο, για μια ακόμα φορά, με την επόμενη μέρα.
Τώρα, κοιτούσε την Αϊλίν, που ξετύλιγε το καλώδιο και έβαζε το σίδερο στην πρίζα, και τις κόρες του, που κάθονταν στο τραπέζι με τα τετράδια αντιγραφής και τις κασετίνες τους για να γράψουν τα γράμματά τους – και, χωρίς να το θέλει, έπιασε τον εαυτό του να αναπολεί την εποχή που ήταν παιδί μικρό, πως είχε γράψει κι αυτός γράμμα, όσο καλύτερα μπορούσε, ζητώντας να του φέρουν τον μπαμπά του ή αλλιώς ένα παζλ πεντακοσίων κομματιών που απεικόνιζε μια φάρμα. Το πρωί των Χριστουγέννων, όταν είχε κατέβει στην τραπεζαρία, που καμιά φορά η κυρία Γουίλσον τους έκανε τη χάρη να μοιράζονται, η φωτιά ήταν ήδη αναμμένη και είχε βρει κάτω από το δέντρο τρία πακέτα τυλιγμένα με το ίδιο πράσινο χαρτί: ένα βουρτσάκι νυχιών και μια πλάκα σαπούνι ήταν τυλιγμένα μαζί. Το δεύτερο πακέτο ήταν μια θερμοφόρα, δώρο από τον Νεντ. Και η κυρία Γουίλσον του είχε πάρει τη Χριστουγεννιάτικη ιστορία, ένα παλιό βιβλίο με σκληρό, κόκκινο εξώφυλλο, δίχως ούτε μια εικόνα, το οποίο μύριζε μούχλα.
Έπειτα είχε βγει έξω, στον στάβλο με τις αγελάδες, για να κρύψει την απογοήτευσή του και να κλάψει. Ούτε ο Αϊ-Βασίλης ούτε ο μπαμπάς του είχαν έρθει. Και δεν υπήρχε κανένα παζλ. Σκεφτόταν όσα έλεγαν για κείνον τα άλλα παιδιά στο σχολείο, τα πειράγματά τους, και κατάλαβε ότι μάλλον αυτός ήταν ο λόγος. Όταν σήκωσε το βλέμμα του, η αγελάδα, δεμένη, τραβούσε το σανό από την ταΐστρα, ευχαριστημένη. Προτού επιστρέψει στο σπίτι, είχε πλύνει το πρόσωπό του στη γούρνα για τα άλογα, σπάζοντας τον πάγο στην επιφάνεια, βυθίζοντας τα χέρια του βαθιά μέσα στο κρύο, κρατώντας τα εκεί, για να ξεγελάσει τον πόνο του, ώσπου να μην τον νιώθει πια.