Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο της Charmian Clift «Το τραγούδι της γοργόνας» (μτφρ. Φωτεινή Πίπη), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 9 Ιουνίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Η Κάλυμνος μας αποκαλύφθηκε σταδιακά. Εκ πρώτης όψεως, έμοιαζε να είναι ένα μέρος πολύ μεγαλύτερο απ’ ό,τι πράγματι είναι, εν μέρει επειδή ο όγκος των κακοτράχαλων βουνών που περικλείουν την πόλη σαν τείχη φυλακής μοιάζει να ανήκει σε ένα πολύ ευρύτερο τοπίο, και εν μέρει επειδή η δραστηριότητα στο γεμάτο καΐκια λιμάνι και η αδιάκοπη κίνηση στον πλατύ και πολυσύχναστο παραλιακό δρόμο δημιουργούν μια ατμόσφαιρα κινητικότητας που, με αιγαιοπελαγίτικα μέτρα και σταθμά, φαντάζει σχεδόν μητροπολιτική
Κοιτάζοντας από το μπαλκόνι μας, εύκολα θα πίστευε κανείς πως έβλεπε μπροστά του ένα από τα πιο δραστήρια λιμάνια του Αιγαίου. Πολύ λιγότερο πιστευτό ήταν το γεγονός πως τα θεαματικά βάραθρα που υψώνονταν σχεδόν κάθετα πάνω από τη θάλασσα δεν ήταν, τελικά, οι προμαχώνες μιας ηπείρου αλλά απλώς οι μελοδραματικές απολήξεις ενός νησιού που έχει μήκος μόλις δεκαέξι χιλιόμετρα και πλάτος, στο φαρδύτερο σημείο του, ούτε οκτώ χιλιόμετρα. Και μόνο πολύ αργότερα θα συνειδητοποιούσε κανείς το συγκλονιστικό κενό που κείτεται πίσω από αυτό το τείχος από πέτρα – τα αφιλόξενα βραχώδη υψίπεδα, καλυμμένα μόνο από βρύα και λειχήνες, εκεί όπου κανένα δέντρο δεν μπορεί να ριζώσει και όπου ακόμα και η ασθενική βλάστηση παλεύει να επιβιώσει ανάμεσα στις πέτρες.
Γύρω από τα αγκυροβολημένα καΐκια καβγαδίζουν μεμψίμοιρα οι γλάροι, αλλά ψηλά στον αέρα, πάνω από ένα πελώριο χαρακωμένο κατσάβραχο που προεξέχει πάνω από την πόλη, ζυγιάζεται με ακίνητα τα φτερά του ένας μοναχικός αετός, σαν γρατζουνιά στον ουρανό. Πέρα από τα γεμάτα κόσμο καφενεία δεν υπάρχει τίποτα. Από κάτω απ’ το μπαλκόνι αντηχεί το απαλό κροτάλισμα από τα κεχριμπαρένια κομπολόγια των χαρτοπαιχτών. Είναι ένας καταπραϋντικός, νωχελικός ήχος, και πίσω του απλώνεται μια αιώνια σιωπή.
Δύσκολα πιστεύει κανείς τώρα πως αυτό το νησί ήταν ένας τόπος με δάση και ποτάμια, με σκιερούς λόγκους και λαγκάδια. Πέρα από αγκάθια δεν υπάρχει άλλο δέντρο, καθώς οι αιώνες της τουρκοκρατίας αποψίλωσαν εντελώς το νησί σαν να είχε πέσει ακρίδα. Είναι αδύνατο να μαντέψει κανείς πόσοι άνθρωποι έμεναν εδώ πριν την τουρκική κατοχή, αλλά στις αρχές αυτού του αιώνα το νησί είχε περίπου τριάντα χιλιάδες κατοίκους, που ζούσαν εδώ ειρηνικά, με άνεση και ευημερία. Σήμερα ο πληθυσμός του νησιού είναι κάτω από δεκατέσσερις χιλιάδες και, παρόλο που οι Καλύμνιες είναι αξιοθαύμαστα καρπερές, η μείωση του πληθυσμού συνεχίζεται με ανησυχητικά υψηλούς ρυθμους. Οι νέοι Καλύμνιοι εγκαταλείπουν το νησί κατά εκατοντάδες κάθε χρόνο. Εύκολα μπορεί να υποθέσει κανείς ότι δεν θα έχει μείνει άνθρωπος εδώ μετά από μόλις μια γενιά. Το νησί θα είναι νεκρό, ουσιαστικά ακατοίκητο, θύμα αυτού του πλέον ολέθριου από όλους τους αιώνες.
Μόνο η αλιεία των σφουγγαριών –μολονότι καταδικασμένα ήδη και αυτά να αντικατασταθούν από συνθετικά– συγκρατεί ακόμη το παλιό μοτίβο, συντηρώντας το για λίγο ακόμα σε μια κατάσταση βασανισμένης επιβίωσης. Μόνο η τρομαχτική ριψοκίνδυνη ζωή των βουτηχτάδων αναβάλλει για ένα μικρό χρονικό διάστημα –πέντε χρόνια; δέκα; είκοσι;… όχι για πολύ παραπάνω– το βέβαιο επερχόμενο τέλος.
Είναι ένα νησί καταδικασμένο σε θάνατο, ένα νησί σε εναγώνια προσμονή.
Θυμάμαι πως, το επόμενο μεσημέρι αφότου ο Τζορτζ κι εγώ ακούσαμε τη ραδιοφωνική εκπομπή του φίλου μας στα στούντιο του BBC, είχα συναντηθεί με τη γειτόνισσά μας την Τζο και είχαμε βγάλει περίπατο τα παιδιά μας στην Οδό Μπέισγουοτερ για να μαζέψουμε τις λιγοστές φευγαλέες αχτίδες του φθινοπωρινού ήλιου που διυλίζονταν ανάμεσα στις χρυσαφένιες στοίβες των πεσμένων φύλλων. Είχαμε καθίσει σε μια κουρελού στο υγρό γρασίδι των Κήπων του Κένσινγκτον κι εγώ της μιλούσα για την Κάλυμνο και για τα σχέδιά μας να μετακομίσουμε εκεί.
Και κατά μήκος των σκουπισμένων από τα φύλλα μονοπατιών περνούσαν και ξαναπερνούσαν δυο δυο οι νταντάδες, σβέλτες με τα άνετα παπούτσια τους, στητές και κορδωτές πίσω από τα ψηλά και περιποιημένα καροτσάκια που περιείχαν τους ροδαλούς και παχουλούς κληρονόμους της Αγγλίας, για να πάρουν τον αέρα τους πριν από το θρεπτικό μεσημεριανό κολατσιό τους.
Πρόβατα βοσκούσαν στην πλαγιά που κατηφορίζει προς τη λίμνη Σέρπενταϊν και τούφες γαλάζιου καπνού αναδύονταν από στοίβες φύλλων που καίγονταν. Πέρα, στη λιμνούλα Ράουντ Ποντ, τρεις ηλικιωμένοι κύριοι με μεσάτα σακάκια ιππασίας και γαλότσες χασομερούσαν διορθώνοντας τα σκοινιά και τους κάβους στα ομοιώματα πλοίων που είχαν συναρμολογήσει και δοκίμαζαν στο νερό. Μια μικροσκοπική γυναίκα, με πρόσωπο εμβρύου και με τα γουρλωμένα, τρομαγμένα μάτια ενός λεμούριου κάτω από το μαντίλι που φορούσε στο κεφάλι της, σερνόταν ανάμεσα στις θολωτές φτελιές από τρία σαλιάρικα μπόξερ με περιλαίμια με καρφάκια και κάπες από καρό ταρτάν, που την τραβολογούσαν τσιτώνοντας τα λουριά τους. Και κατά μήκος των σκουπισμένων από τα φύλλα μονοπατιών περνούσαν και ξαναπερνούσαν δυο δυο οι νταντάδες, σβέλτες με τα άνετα παπούτσια τους, στητές και κορδωτές πίσω από τα ψηλά και περιποιημένα καροτσάκια που περιείχαν τους ροδαλούς και παχουλούς κληρονόμους της Αγγλίας, για να πάρουν τον αέρα τους πριν από το θρεπτικό μεσημεριανό κολατσιό τους.
Μπροστά μου ήταν το καθάριο πρόσωπο της Τζο, με τα μεγάλα καστανά της μάτια καρφωμένα στα δικά μου· πίσω της ήταν τα δύο όμορφα μωρά, με τα καλά τους παντελονάκια και παλτά, να μοιράζονται φρυγανιές και σάντουιτς με μάρμαϊτ, καθισμένα πάνω σε μια μαλλιαρή κουρελού δίπλα στο ψηλό μαύρο καροτσάκι τους, η μικρή σιλουέτα της Σέιν, τετραγωνισμένη από το σκληρό μοντγκόμερι, να πηγαινοφέρνει τις κούκλες της στο μονοπάτι κι ο Μάρτιν να μαζεύει βαριεστημένα αγριοκάστανα που είχαν πέσει από το δέντρο.
Άραγε υπήρχε όντως κάπου ένας ψηλός, ζεστός βράχος όπου δεν φύτρωναν δέντρα, όπου τα παιδιά πεινούσαν, όπου οι άντρες ήταν αναγκασμένοι να ξεριζώνουν πικρά το μεροκάματό τους από τα έγκατα της θάλασσας; Ή μήπως ήταν μόνο στη φαντασία μου αυτός ο τόπος, η μορφή του, οι στέρφες πέτρες που περικύκλωνε η θάλασσα, ο φόβος και η απόγνωση; Την προηγούμενη μέρα, μια μαύρη μπομπίνα είχε στροβιλιστεί στις υπολογισμένες περιστροφές της, μέσα στο ηχομονωμένο υπόγειο του BBC, ανάμεσα σε κουμπιά και διακόπτες και κόκκινες λάμπες, και η Κάλυμνος ήταν εκεί για μισή ώρα, η αγριάδα της να διαπερνά αβίαστα τη μεταξένια, κατευναστική αφήγηση.
Καταμεσής στα κόκκινα και στα χρυσαφιά και στον αιωρούμενο καπνό ενός γνώριμου λονδρέζικου απομεσήμερου, εμένα με στοίχειωναν σακατεμένοι άντρες με ναυτικά κασκέτα και στριγκές φωνές από το θλιμμένο τραγούδι κοριτσιών.
Οι «πιασμένοι» από τη νόσο των δυτών άντρες στο νησί δεν περπατούν ποτέ δυο δυο. Αυτό είναι το πρώτο πράγμα που παρατηρείς. Κινούνται μόνοι τους τρεκλίζοντας στους δρόμους και ανάμεσα στα τραπεζάκια των καφενείων δίπλα στη θάλασσα ή κουτσαίνουν πεισματικά ανάμεσα στους γερούς. Υπάρχει κάτι το αλλόκοτο, κρυψίβουλο και θυμωμένο σ’ αυτή την αποφυγή των άλλων σακατεμένων, κάτι σχεδόν σαν ζήλια, λες και σε αυτά τα τρομερά εξισωτικά σημάδια του μαρτυρίου υπάρχει μια αβάσταχτη και μισητή απόδειξη της σχέσης όλων τους με εκείνη την άσπλαχνη και παθιασμένη ερωμένη που τους απέρριψε, αλλά εξακολουθεί να τους κρατάει δέσμιους. Η θάλασσα! Η θάλασσα!
Το βράδυ τριγυρνούν κουτσαίνοντας στις ταβέρνες του λιμανιού και πότε πότε αφήνουν κάτω τις τάβλες με την πραμάτεια τους και πίνουν ένα δυο καραφάκια ρετσίνα με τους άντρες που φορούν ακόμη τα μαύρα κασκέτα τους και έχουν δυο υγιή πόδια κάτω από το τραπέζι, τους άντρες που πίνουν και χαρτοπαίζουν όλο τον χειμώνα και μερικές φορές χύνουν στα κλεφτά λίγο από το πιοτό τους πριν σηκώσουν τα ποτήρια να τσουγκρίσουν – μια σπονδή, σε τι άραγε;
Κανείς δεν φαίνεται να γνωρίζει επακριβώς πόσοι σακατεμένοι δύτες υπάρχουν σ’ αυτή την παράξενη πόλη. Τριακόσιοι, λέει ο ένας. Χίλιοι, λέει ο άλλος. Όμως κάθε χρόνο η θάλασσα στέλνει στο νησί άλλους οκτώ ή δέκα ή δεκαπέντε, παραλυμένους από τις αφόρητες πιέσεις που υπέφεραν στα βαθιά, βουβά μπλε σπλάχνα του πελάγους.
Υπάρχει κάτι το τρομαχτικό σε αυτή την εξουσία που ασκεί η θάλασσα στους άντρες. Θαρραλέοι ή προσεχτικοί, νέοι ή ψαρομάλληδες, δεν έχει καμία σημασία. Βουτούν στα ρηχά ή βουτούν στα βαθιά, προστατευμένοι από λαστιχένιες στολές και χάλκινα σκάφανδρα, κάποιοι φορώντας μια αλλόκοτη εφαρμοστή μαύρη στολή και μια παράξενη μάσκα, άλλοι γυμνοί όπως τη μέρα που γεννήθηκαν, σφίγγοντας στα χέρια τους μια τεράστια πέτρα για να μπορέσουν να βυθιστούν. Έχουν θεωρίες και συστήματα για να ξεγελάσουν τις πιέσεις. Έχουν κεριά και λαμπάδες αναμμένες στον Άγιο Στέφανο, τον Αϊ-Νικόλα, τον Αϊ-Γιώργη, τον Αϊ-Δημήτρη, τον Αρχάγγελο Μιχαήλ. Μα τη θάλασσα δεν τη νοιάζει. Αν δεν μπορέσει να τους σκοτώσει, ή αν επιλέξει να μην τους σκοτώσει, θα τους τσακίσει μάλλον λίγο το ένα πόδι, μόνο και μόνο για να τους δείξει ποιος έχει τον έλεγχο της κατάστασης. Και μετά μπορούν κι αυτοί να περιφέρονται κουτσαίνοντας στα φιδογυριστά δρομάκια με ένα κοντοκουρεμένο αγόρι στο κατόπι τους για να τους κουβαλάει το κοφίνι με τα ψάρια που πρέπει να πουλήσουν ή μισή ντουζίνα αυγά σ’ ένα μαντίλι κι ένα πουγκί με ζάρια σφηνωμένο στη μασχάλη για να μην το βρει ο χωροφύλακας… Βούτος και δραχμή, μόνο μια δραχμή και φίνα φρέσκα αυγά…
Ξέρουμε πολλούς «πιασμένους» τώρα, από τον γερο-Εμμανουήλ Μαγκλή, τον μετρ των καταδύσεων, ο οποίος έμεινε παράλυτος σε προχωρημένη ηλικία –και σε μια κατάδυση που θα μπορούσε να είχε κάνει ένα αγόρι στο πρώτο του μάθημα– ως τον δεκαοχτάχρονο Πανορμίτη Καθοπούλη, ο οποίος έμεινε παράλυτος λίγες εβδομάδες μετά την άφιξή μας στο νησί, στην τελευταία βουτιά της τελευταίας ημέρας του παρθενικού μπάρκου του.
Ο Πανορμίτης κατάγεται από οικογένεια βουτηχτάδων (ο πατέρας του πνίγηκε πριν από τρία χρόνια, σε μια κατάδυση στα ανοιχτά της Κύπρου), που σημαίνει από πολυμελή οικογένεια, αν και η οικογένεια του Πανορμίτη, με οκτώ αδερφούς και τρεις αδερφές, είναι πιο πολυμελής από τις περισσότερες. Τώρα, μέχρι να μεγαλώσουν τα υπόλοιπα αγόρια, μόνο ένας αδερφός, ο Θέμελης, θα μπορεί να μπαρκάρει για σφουγγάρια.
Από το μπαλκόνι του κίτρινου σπιτιού μας είδαμε τον Πανορμίτη να κάνει τα πρώτα του βήματα μετά το νοσοκομείο. Κατέβηκε όλο τον φαρδύ δρόμο που χωρίζει τα καφενεία από το λιμάνι, με τον αδερφό του τον Θέμελη από τη μια μεριά και ένα άλλο αγόρι με ναυτικό κασκέτο από την άλλη. Με τη μαγκούρα κρεμασμένη στο ένα του χέρι, γιατί δεν μπορούσε να τη συνηθίσει, ήταν γραπωμένος από το μπράτσο του αδερφού του και, όταν έφτασαν κάτω από το μπαλκόνι μας, είδαμε το χέρι του Θέμελη να τρέμει από την πίεση εκείνου του χεριού που σφιγγόταν θυμωμένο γύρω από το δικό του, και την υγρή ένταση στα μάτια του Πανορμίτη καθώς προσπαθούσε να εξαναγκάσει το άχρηστο σερνάμενο πόδι του να κουνηθεί.
Αδέξια αλλά με το μαλακό, οι δύο νεαροί τον βοήθησαν να κάνει μεταβολή κάτω από το μπαλκόνι μας και οι τρεις τους περπάτησαν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Τους πήρε δεκαπέντε λεπτά να φτάσουν ως το ηρώο, αλλά περπάτησαν καταμεσής στον δρόμο χωρίς να κοιτούν ούτε δεξιά ούτε αριστερά και χωρίς να χαιρετήσουν ούτε έναν από τους περαστικούς που παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον την πρόοδό τους. Έμεινα να στέκομαι στο παράθυρο και να κλαίω για πολλή ώρα αφότου εξαφανίστηκαν, τα δύο γερά αγόρια με τα μαύρα κασκέτα των σφουγγαράδων και το μισερό αγόρι υποβασταζόμενο ανάμεσά τους, το αγόρι που δεν φορούσε πια το κασκέτο του σφουγγαρά. Ήταν μία από τις ελάχιστες φορές που σκέφτηκα ότι έπρεπε να φύγω από την Κάλυμνο.
Το άλλο πράγμα που παρατηρείς στους σακατεμένους άντρες είναι πως δεν κρατιούνται μακριά από τη θάλασσα. Στις επάνω γειτονιές της πόλης, όπου ζουν οι περισσότεροι καθώς εκεί είναι οι φτωχότερες συνοικίες, τα σπίτια είναι μικρά, ζεστά και φωτεινά και μπορείς να απλώσεις το χέρι και να πιάσεις του χέρι του γείτονα από το ένα παράθυρο στο άλλο. Δεν υπάρχουν δρόμοι, παρά μόνο τα επισφαλή λιθάρια του βουνού και τα νεροφαγωμένα ή σκασμένα χωμάτινα μονοπάτια για να περπατήσεις, με ένα δυο αυτοσχέδια σκαλοπάτια λαξεμένα πρόχειρα στα βράχια στα πολύ απόκρημνα σημεία. Κι όμως κατηφορίζουν, χωλαίνοντας και ασθμαίνοντας και γραπώνοντας τοίχους και πόρτες και αγκωνάρια για να στηριχτούν, στον κοπιώδη δρόμο τους κατά τη θάλασσα. Τη μέρα τους βρίσκεις στα καφενεία της προκυμαίας, πάντα κοντά στην ακτή, να πουλάνε ψάρια ή μαλακό καλύμνικο τυρί τυλιγμένο σε μυρωδικά, πορτοκάλια, τσιγάρα ή φιστίκια. Το βράδυ τριγυρνούν κουτσαίνοντας στις ταβέρνες του λιμανιού και πότε πότε αφήνουν κάτω τις τάβλες με την πραμάτεια τους και πίνουν ένα δυο καραφάκια ρετσίνα με τους άντρες που φορούν ακόμη τα μαύρα κασκέτα τους και έχουν δυο υγιή πόδια κάτω από το τραπέζι, τους άντρες που πίνουν και χαρτοπαίζουν όλο τον χειμώνα και μερικές φορές χύνουν στα κλεφτά λίγο από το πιοτό τους πριν σηκώσουν τα ποτήρια να τσουγκρίσουν – μια σπονδή, σε τι άραγε;