Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Marilynne Robinson «Τζακ» (μτφρ. Κατερίνα Σχινά), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 5 Μαΐου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Περπατούσε σχεδόν δίπλα της, δυο βήματα πίσω της.
Δεν γύρισε να τον κοιτάξει. «Δεν σας μιλάω» του είπε.
«Καταλαβαίνω απόλυτα».
«Αν καταλαβαίνατε απόλυτα, δεν θα με ακολουθούσατε».
Εκείνος είπε, «Όταν ένας άντρας βγάζει μια κοπέλα για δείπνο, είναι υποχρεωμένος να τη συνοδέψει σπίτι».
«Όχι, δεν είναι υποχρεωμένος. Όχι αν του πει να φύγει και να την αφήσει ήσυχη».
«Δεν μπορώ ν’ αλλάξω τον τρόπο με τον οποίο διαπαιδαγωγήθηκα» είπε. Αλλά πέρασε από την άλλη πλευρά του δρόμου και βάδισε παράλληλα μ’ εκείνη, στο απέναντι πεζοδρόμιο. Όταν πλέον απείχαν μόνο ένα τετράγωνο από το σπίτι της, διέσχισε και πάλι τον δρόμο. Είπε, «Θέλω να ζητήσω συγγνώμη».
«Δεν θέλω ν’ ακούσω. Και μην προσπαθήσετε να μου εξηγήσετε».
«Ευχαριστώ. Θέλω να πω, θα προτιμούσα να μην προσπαθήσω να εξηγήσω. Αν είναι όλα εντάξει».
«Τίποτε δεν είναι εντάξει. Το εντάξει δεν έχει θέση σ’ αυτήν τη συζήτηση». Παρ’ όλα αυτά, η φωνή της ήταν απαλή.
«Καταλαβαίνω, φυσικά. Αλλά δεν μπορώ να παραιτηθώ εντελώς».
«Ποτέ δεν έχω νιώσει τέτοια ντροπή. Ποτέ στη ζωή μου».
«Προφανώς. Αφού δεν με γνωρίζετε και πολύ καιρό».
Εκείνη σταμάτησε. «Τώρα αστειεύεστε. Καταντάει παράλογο».
«Είναι ένα πρόβλημα του χαρακτήρα μου. Γελάω πάντα με τα λάθος πράγματα. Νομίζω ότι σας έχω μιλήσει σχετικά».
«Κι από πού ξεφυτρώσατε, μου λέτε; Βάδιζα ανύποπτη, και ξαφνικά βρεθήκατε πίσω μου».
«Ναι. Λυπάμαι αν σας τρόμαξα».
«Μα δεν τρόμαξα. Το κατάλαβα πως ήσασταν εσείς. Κανένας κλέφτης δεν θα ’ταν τόσο αθόρυβος. Πρέπει να κρυβόσασταν πίσω από κάνα δέντρο. Πράγμα εντελώς γελοίο».
«Λοιπόν» είπε εκείνος «σε κάθε περίπτωση, σας έφερα σώα και ασφαλή ως την πόρτα σας». Έβγαλε το πορτοφόλι του και τράβηξε ένα χαρτονόμισμα των πέντε δολαρίων.
Ξανάβαλε στην τσέπη του τα χρήματα και το πορτοφόλι.
«Πολύ απερίσκεπτο εκ μέρους μου. Ήθελα απλώς να ξέρετε ότι δεν την κοπάνησα ενόψει του λογαριασμού. Βλέπετε, είχα τα χρήματα. Αυτό ήθελα να πω».
Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Κι εγώ που έσκαβα τον πάτο της τσάντας μου πασχίζοντας να μαζέψω τις πενταροδεκάρες μου για να πληρώσω εκείνες τις χοιρινές μπριζόλες που δεν φάγαμε. Κι ακόμη χρωστάω είκοσι σεντς στον άνθρωπο».
«Τι είναι αυτό τώρα! Μου δίνετε χρήματα εδώ, στο κατώφλι μου; Τι θα σκεφτεί ο κόσμος; Θέλετε να με καταστρέψετε λοιπόν!»
Ξανάβαλε στην τσέπη του τα χρήματα και το πορτοφόλι.
«Πολύ απερίσκεπτο εκ μέρους μου. Ήθελα απλώς να ξέρετε ότι δεν την κοπάνησα ενόψει του λογαριασμού. Βλέπετε, είχα τα χρήματα. Αυτό ήθελα να πω».
Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Κι εγώ που έσκαβα τον πάτο της τσάντας μου πασχίζοντας να μαζέψω τις πενταροδεκάρες μου για να πληρώσω εκείνες τις χοιρινές μπριζόλες που δεν φάγαμε. Κι ακόμη χρωστάω είκοσι σεντς στον άνθρωπο».
«Κοιτάξτε, θα σας φέρω τα χρήματα. Διακριτικά. Μέσα σ’ ένα βιβλίο ή κάτι τέτοιο. Έχω εκείνα τα βιβλία σας». Και συνέχισε, «Πίστευα πως ήταν πολύ ωραία βραδιά, με εξαίρεση το τελευταίο μέρος. Μια άσχημη ώρα από ένα σύνολο τριών.
«Ένα μικρό προσωπικό δάνειο που θα εξοφληθεί άμεσα. Ίσως αύριο».
Εκείνη είπε, «Νομίζω ότι περιμένετε να συνεχίσω να σας ανέχομαι».
«Όχι ακριβώς. Οι άνθρωποι, γενικά, δεν με ανέχονται. Δεν θα σας κατηγορήσω. Ξέρω πώς είναι». Κι έπειτα είπε, «Η φωνή σας είναι απαλή ακόμα κι όταν είστε θυμωμένη. Είναι ασυνήθιστο».
«Η ανατροφή μου δεν μου επιτρέπει να τσακώνομαι στον δρόμο».
«Άλλου είδους απαλότητα εννοούσα» είπε. «Έχω λίγα λεπτά. Αν θέλετε να το συζητήσουμε ιδιαιτέρως».
«Βλέπω ότι μόλις αυτοπροσκληθήκατε, αλλά δεν υπάρχει τίποτε να συζητήσουμε. Πηγαίνετε σπίτι σας, ή όπου αλλού θέλετε. Εγώ τελείωσα μ’ αυτό, ό,τι και να ’ναι. Μόνο προβλήματα δημιουργείτε».
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Ποτέ δεν το αρνήθηκα. Σπάνια το αρνούμαι, για να είμαι ακριβής».
«Αυτό σας το αναγνωρίζω».
Στάθηκαν εκεί για ένα ολόκληρο λεπτό.
«Ανυπομονούσα γι’ απόψε το βράδυ» είπε εκείνος. «Και δεν θέλω να τελειώσει έτσι».
«Με το να είμαι τόσο έξαλλη μαζί σας».
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Γι’ αυτό και δεν μπορώ να φύγω έτσι απλά. Δεν θα σας ξαναδώ. Αλλά τώρα είστε εδώ…»
«Απλώς δεν πίστευα ότι θα με ντροπιάζατε μ’ αυτόν τον τρόπο. Κι ακόμη δεν μπορώ να το πιστέψω».
«Αλήθεια, μου φάνηκε το καλύτερο που μπορούσα να κάνω εκείνη τη στιγμή».
«Νόμιζα πως ήσασταν κύριος. Ή, τέλος πάντων, περίπου κύριος».
«Πολύ συχνά είμαι. Στις περισσότερες περιπτώσεις. Απόλυτα κύριος, τις περισσότερες φορές».
«Λοιπόν, φτάσαμε σπίτι μου. Μπορείτε να πηγαίνετε τώρα».
«Σωστά. Θα φύγω. Απλώς το βρίσκω κάπως δύσκολο. Δώστε μου λίγα λεπτά. Όταν μπείτε μέσα, μάλλον θα φύγω».
«Αν εμφανιστούν τίποτα λευκοί, θα φύγετε σίγουρα».
Εκείνος έκανε ένα βήμα προς τα πίσω. «Τι; Νομίζετε πως αυτό έγινε;»
«Τους είδα, Τζακ. Εκείνους τους άντρες. Δεν είμαι τυφλή. Και δεν είμαι ηλίθια».
Εκείνος είπε, «Δεν ξέρω καν γιατί μου μιλάτε».
«Αυτό θα ήθελα να μάθω κι εγώ».
«Απλώς προσπαθούσαν να εισπράξουν κάποια χρέη. Μπορούν να γίνουν πολύ σκληροί σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Δεν ήταν δυνατόν να διακινδυνεύσω μια αντιπαράθεση, ξέρετε. Την τελευταία φορά παιδεύτηκα τριάντα μέρες. Οπότε αυτό σίγουρα θα σας ντρόπιαζε, ίσως και περισσότερο».
«Είστε το κάτι άλλο!»
«Ίσως» είπε «αλλά δεν είμαι… Χαίρομαι που μου το είπατε. Θα σας είχα αφήσει εδώ να πιστεύετε… Δεν θα ήθελα εσείς να…»
«Η αλήθεια δεν είναι και πολύ καλύτερη, ξέρετε. Πραγματικά…»
«Ναι, είναι. Σίγουρα είναι».
«Οπότε τώρα υποτίθεται ότι πρέπει να σας συγχωρήσω επειδή αυτό που κάνατε δεν ήταν το χειρότερο που θα μπορούσατε να κάνετε».
«Ε, ναι, είναι κάπως εύλογο, δεν νομίζετε; Εννοώ ότι αισθάνομαι πολύ καλύτερα τώρα που ξεκαθαρίσαμε την κατάσταση. Σκεφτείτε πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν είχα φύγει δέκα λεπτά πριν. Τότε σίγουρα δεν θα σας ξανάβλεπα ποτέ».
«Και ποιος σας λέει πως τώρα θα με ξαναδείτε;»
Κατένευσε. «Μου είναι αδύνατον να διανοηθώ ότι δεν έχω κάποιες πιθανότητες».
«Ίσως, αν αποφασίσω να σας πιστέψω. Ίσως και όχι».
«Αλήθεια πρέπει να με πιστέψετε» είπε. «Πού είναι το κακό; Μπορείτε κάλλιστα να μου κλείσετε και τώρα το τηλέφωνο, αν τολμήσω να τηλεφωνήσω. Να μου επιστρέψετε τα γράμματά μου. Τίποτα δεν θα άλλαζε. Μόνο που δεν θα ήσασταν υποχρεωμένη να κάνετε δυσάρεστες σκέψεις για το πώς περάσατε λίγες ώρες σ’ ένα διάστημα αρκετών εβδομάδων. Εκείνο το υπέροχο βράδυ που σχεδιάζαμε να περάσουμε. Θα μπορούσατε να μου το συγχωρήσετε».
«Να συγχωρήσω τον εαυτό μου» του είπε. «Που ήμουν τόσο ανόητη».
«Θα μπορούσατε να το δείτε κι έτσι».
«Οπότε τώρα υποτίθεται ότι πρέπει να σας συγχωρήσω επειδή αυτό που κάνατε δεν ήταν το χειρότερο που θα μπορούσατε να κάνετε».
«Ε, ναι, είναι κάπως εύλογο, δεν νομίζετε; Εννοώ ότι αισθάνομαι πολύ καλύτερα τώρα που ξεκαθαρίσαμε την κατάσταση. Σκεφτείτε πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν είχα φύγει δέκα λεπτά πριν. Τότε σίγουρα δεν θα σας ξανάβλεπα ποτέ».
«Και ποιος σας λέει πως τώρα θα με ξαναδείτε;»
Στράφηκε και τον κοίταξε. «Μην το γελοιοποιείτε, ούτε αυτό, ούτε τίποτα σαν αυτό, ποτέ» του είπε. «Νομίζω πως αυτό θέλετε. Κι αν προσπαθείτε να με καλοπιάσετε, να ξέρετε πως δεν πιάνει».
«Δεν πιάνει. Πόσο καλά το ξέρω. Αυτό που συμβαίνει είναι κάποιο ακούσιο, χημικό πράγμα. Η επαφή ανάμεσα στον Τζακ Μπάουτον και… τον αέρα. Όπως ο φώσφορος, ξέρετε. Χωρίς πραγματική φλόγα, φυσικά. Πιο πολύ σαν τη βιοφωταύγεια των μανιταριών. Μια ροδαλή άλως αμηχανίας γύρω από καθετί, και το πιο συνηθισμένο. Αδύνατον να κρυφτεί. Υποθέτω ότι η εντροπία θα ’πρεπε να έχει ένα φωτοστέφανο…»
«Μη μιλάτε» είπε εκείνη.
«Από νευρικότητα».
«Το ξέρω».
«Μη δίνετε σημασία».
«Μου ραγίζετε την καρδιά».
Εκείνος γέλασε. «Απλώς μιλάω για να σας κρατήσω εδώ να με ακούσετε. Σίγουρα δεν έχω πρόθεση να σας ραγίσω την καρδιά».
«Όχι, λέτε απλώς την αλήθεια. Και είναι κρίμα. Ποτέ δεν είδα στη ζωή μου λευκό άντρα που να ’χει ωφεληθεί λιγότερο από το γεγονός πως είναι λευκός και άντρας».
«Μπα, έχει τη χρησιμότητά του, ακόμα και για μένα. Υποτίθεται ότι ξέρω πόσες σαπουνόφουσκες υπάρχουν σε μια πλάκα σαπούνι. Είχα την τιμή να βοηθήσω να γίνουν δημόσιοι αξιωματούχοι κάποιοι πολύ απίθανοι τύποι. Έχω…»
«Μη» είπε εκείνη. «Μη, μη. Πρέπει να μιλήσω για τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας τη Δευτέρα. Κι αυτό δεν έχει τίποτα το αστείο».
«Πράγματι. Απολύτως τίποτα» είπε. «Τώρα θα σας πω κάτι απόλυτα αληθινό, δεσποινίς Ντέλα. Ακούστε λοιπόν. Δεν συμβαίνει κάθε μέρα». Κι έπειτα είπε, «Είναι γελοίο η κόρη ενός ιερέα, μια καθηγήτρια γυμνασίου, μια νεαρή γυναίκα με εξαιρετικές προοπτικές στη ζωή, να τριγυρνάει μ’ έναν εκ πεποιθήσεως, συστηματικό αλήτη. Γι’ αυτό θα πάψω να σας ενοχλώ. Δεν θα με ξαναδείτε». Έκανε ένα βήμα πίσω.
Εκείνη τον κοίταξε. «Μου λέτε αντίο! Γιατί το κάνετε αυτό; Σας είπα αντίο κι εσείς με κρατήσατε εδώ πέρα ν’ ακούω τις ανοησίες σας τόση ώρα, που σχεδόν ξέχασα ότι σας το είπα!»
«Συγγνώμη. Καταλαβαίνω τι εννοείτε. Προσπαθούσα όμως να κάνω ό,τι θα έκανε ένας κύριος. Αν βέβαια θα ήταν ποτέ δυνατόν ένας πραγματικός κύριος να βρεθεί στη δική μου κατάσταση. Θα μπορούσα να σας κοστίσω τα πάντα και να μην μπορέσω να σας κάνω ούτε ένα καλό. Ε, ναι, είναι ολοφάνερο. Σας λέω αντίο για να καταλάβετε ότι αντιλαμβάνομαι πώς έχουν τα πράγματα. Σας δίνω μιαν υπόσχεση και θα την τηρήσω. Θα εντυπωσιαστείτε».
«Εκείνα τα βιβλία που δανειστήκατε» του είπε.
«Θα είναι αύριο στο σκαλοπάτι της βεράντας σας. Ή πολύ σύντομα, τέλος πάντων. Μαζί και τα χρήματα που σας οφείλω».
«Δεν τα θέλω. Όχι, ίσως να τα θέλω. Φαντάζομαι ότι θα έχετε κρατήσει σημειώσεις στα περιθώρια».
«Μόνο με μολύβι. Θα τις σβήσω».
«Όχι, δεν χρειάζεται. Θα το κάνω εγώ».
«Ναι, καταλαβαίνω ότι πιθανόν να υπάρχει κάποια ικανοποίηση σ’ αυτό».
«Λοιπόν» του είπε «σας αποχαιρέτησα. Με αποχαιρετήσατε. Τώρα φύγετε».
«Κι εσείς πηγαίνετε μέσα».
«Μόλις φύγετε».
Γέλασαν.
Μετά από ένα λεπτό, εκείνος είπε, «Απλώς κοιτάξτε. Μπορώ». Και ανασήκωσε το καπέλο του κι απομακρύνθηκε αργά, με τα χέρια στις τσέπες. Κι αν στράφηκε να κοιτάξει, ήταν αφού εκείνη είχε κλείσει πίσω της την πόρτα.
❈
Μια βδομάδα αργότερα, επιστρέφοντας από το σχολείο, βρήκε τον Άμλετ της στο σκαλοπάτι της βεράντας. Ανάμεσα στις σελίδες υπήρχαν δυο δολάρια και κάτι γραμμένο με μολύβι στη μέσα πλευρά του εξωφύλλου.
«Αν είχα μια ευχή, έστω και μόνο μία,
Η χάρη της θα φώτιζε εσένα μοναχά.
Αν είχα μόνο μία επιούσια προσευχή,
Εσένα θα συνόδευε σαν τρυφερή πνοή.
Αν είχε η καρδιά μου μιαν άθραυστη χορδή,
Απτή, φθαρτή, τραγουδιστή.
Ω, με αρρωσταίνουν όλοι αυτοί οι αριθμοί!
Χρέος ένα δολάριο. Κι ένα βιβλίο.
Μακρύς αποχαιρετισμός!»