Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Karin Slaughter «Όλα τα κομμάτια της» (μτφρ. Πόλυ Μοσχοπούλου), που κυκλοφορεί στις 12 Απριλίου από τις εκδόσεις Floral.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
1.
Η Άντι άνοιξε το στόμα της, αλλά μόνο για να ανασάνει.
«Άντρεα, σε παρακαλώ. Πες μου ότι μ’ ακούς». Η Λόρα περίμενε μια στιγμή. «Άντι…»
«Ποια είσαι;»
Η Λόρα δεν έβγαλε ούτε κιχ. Πέρασαν κάποια δευτερόλεπτα, ένας αιώνας.
Η Άντι κοίταξε την οθόνη του κινητού, μήπως και είχε διακοπεί η σύνδεση. Πίεσε το τηλέφωνο στο αυτί της. Επιτέλους άκουσε το απαλό θρόισμα των κυμάτων στην παραλία. Η Λόρα είχε βγει έξω, στην πίσω βεράντα.
«Μου είπες ψέματα».
Μιλιά.
«Για τα γενέθλιά μου. Πού γεννήθηκα. Πού ζούσαμε. Η ψεύτικη φωτογραφία με τους παππούδες μου. Ξέρεις αλήθεια ποιος είναι ο πατέρας μου;»
Η Λόρα δεν είπε λέξη.
«Κάποτε ήσουνα κάποια, μαμά. Το είδα στο διαδίκτυο. Έπαιξες στο Κάρνεγκι Χολ. Ο κόσμος σε λάτρευε. Θα σου πήρε χρόνια για να γίνεις τόσο καλή. Όλη σου τη ζωή. Ήσουνα κάποια και τα εγκατέλειψες».
«Κάνεις λάθος» είπε επιτέλους η Λόρα. Δεν υπήρχε συναίσθημα στη φωνή της, μόνο μια ψυχρή ουδετερότητα. «Δεν είμαι τίποτα, και ακριβώς αυτό θέλω να είμαι».
2.
Η Λόρα έγειρε το κεφάλι στο κάθισμα και αφέθηκε να απολαύσει την ήρεμη σιωπή. Αφότου η Άντι επέστρεψε στο σπίτι, δεν πέρασε ούτε νύχτα που να μην πεταχτεί στον ύπνο της λουσμένη σε κρύο ιδρώτα. Δεν υπέφερε από μετατραυματικό σοκ ούτε ανησυχούσε για την ασφάλεια της Άντι. Έτρεμε στη σκέψη ότι θα συναντούσε τον Νικ. Φοβόταν μήπως δεν έπιανε το κόλπο με το πιάνο και τα ακουστικά. Μήπως ο Νικ δεν έπεφτε στην παγίδα. Μήπως έπεφτε αυτή σε μια από τις δικές του.
Τον μισούσε αφάνταστα.
Αυτό ήταν το πρόβλημα.
Δεν μισείς κάποιον αν ένα κομμάτι του εαυτού σου δεν εξακολουθεί να τον αγαπάει. Από την αρχή, τα δυο άκρα ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα στο DNA της σχέσης τους.
Επί έξι χρόνια, ακόμα κι όταν τον λάτρευε, ένα κομμάτι του εαυτού της τον μισούσε με τον παιδιάστικο εκείνον τρόπο που κάποιος μισεί κάτι που αδυνατεί να ελέγξει. Ήταν ισχυρογνώμων και ανόητος και γοητευτικός και έτσι κάλυπτε ένα διάολο λάθη που συνεχώς έκανε – τα ίδια λάθη ξανά και ξανά, και γιατί να επιχειρούσε καινούρια, αφού τα παλιά λειτουργούσαν τόσο αποτελεσματικά προς όφελός του;
Ήταν και σαγηνευτικός. Αυτό ήταν το πρόβλημα. Τη σαγήνευε. Την έκανε έξαλλη. Ύστερα τη σαγήνευε ξανά, με αποτέλεσμα να μην καταλαβαίνει αν ο Νικ ήταν το φίδι ή αν το φίδι ήταν αυτή και ο Νικ ο γητευτής.
Ήταν και σαγηνευτικός. Αυτό ήταν το πρόβλημα. Τη σαγήνευε. Την έκανε έξαλλη. Ύστερα τη σαγήνευε ξανά, με αποτέλεσμα να μην καταλαβαίνει αν ο Νικ ήταν το φίδι ή αν το φίδι ήταν αυτή και ο Νικ ο γητευτής.
Ένα γιογιό δεμένο στον καρπό του χεριού του.
Έτσι αρμένιζε ο Νικ με τη γοητεία του και την οργή του και πλήγωνε τους ανθρώπους κι έβρισκε καινούρια πράγματα που τον ενδιέφεραν πιο πολύ, και τα παλιά σωριάζονταν συντρίμμια στο διάβα του.
Η Τζέιν υπήρξε ένα από τα συντρίμμια στο διάβα του Νικ. Την έστειλε στο Βερολίνο, επειδή την είχε βαρεθεί. Στην αρχή, η Τζέιν απόλαυσε την ελευθερία της, έπειτα όμως πανικοβλήθηκε μήπως δεν την ήθελε ξανά πίσω. Τον παρακάλεσε, τον ικέτεψε, έκανε τα πάντα για να προσελκύσει την προσοχή του.
Έπειτα συνέβησαν τα γεγονότα στο Όσλο.
Έπειτα πέθανε ο πατέρας της, πέθανε και η Λόρα Τζούνο, και ξάφνου η γοητεία του Νικ έπαψε να λειτουργεί. Ένα τρόλει χωρίς κεραίες. Ένα τρένο χωρίς μηχανοδηγό. Τα λάθη δεν συγχωρούνταν, και τελικά το δεύτερο ίδιο λάθος ήταν αδύνατο να παραβλεφθεί και το τρίτο ίδιο λάθος προκάλεσε δεινές συνέπειες και κατέληξε στον θάνατο της Αλεξάνδρα Μέιπλκροφτ, στη θανατική καταδίκη του Άντριου και μετά –παρά λίγο– στην απώλεια άλλης μιας ζωής, της δικής της, στο μπάνιο της αγροικίας.
Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, η Λόρα τον αγαπούσε ακόμη. Τον αγαπούσε ίσως περισσότερο.
Ο Νικ της είχε χαρίσει τη ζωή, αυτό έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό της, ενώ την έπιανε τρέλα μέσα στο κελί της φυλακής. Είχε αφήσει την Πόλα να τη φυλάει. Σχεδίαζε να επιστρέψει κοντά της. Να την πάρει μαζί του στο μικρό διαμέρισμα των ονείρων τους, στην Ελβετία, μια χώρα που δεν είχε διακρατική συμφωνία έκδοσης με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ένα παραλήρημα ελπίδας. Ο Άντριου πέθανε και ο Τζάσπερ έφυγε και η Λόρα βρέθηκε να ατενίζει τον φεγγίτη του κελιού της, με τα δάκρυα να κυλούν στο πρόσωπό της, με τα σημάδια στον λαιμό και τις πληγές στο κορμί της να αργούν να επουλωθούν και την κοιλιά της να φουσκώνει, με το παιδί του, κι αυτή να τον αγαπάει απελπισμένα.
Κλέιτον Μόροου. Νίκολας Χαρπ. Μέσα στη δυστυχία της, δεν την ένοιαζε.
Πώς είχε σταθεί τόσο ανόητη;
Πώς μπορούσε να αγαπάει ακόμα κάποιον που προσπάθησε να την καταστρέψει;
3.
Και η Τζέιν έπεισε τον εαυτό της ότι όλα θα είχαν συμβεί με τον ίδιο τρόπο και χωρίς το περίστροφο.
Έπειτα όμως αμφέβαλε…
Το χαρακτηριστικό μοντέλο της εξάχρονης σχέσης τους. Τα πισωγυρίσματα. Ο ίλιγγος. Το γιογιό. Το ρόλερ κόστερ. Τον λάτρευε. Τον απεχθανόταν. Ήταν η αδυναμία της. Η καταστροφή της. Το υπέρτατο όλο ή τίποτα. Υπήρχαν πολλοί τρόποι να περιγράψει κανείς το μικροσκοπικό εκείνο κομμάτι του εαυτού της που ο Νικ ωθούσε πάντα προς την παράνοια.
Η Λόρα κατάφερε να συνέλθει απ’ αυτή την κατάσταση μόνο για χάρη άλλων.
Πρώτα για τον Άντριου, έπειτα για την Άντρεα.
Αυτός ήταν και ο πραγματικός λόγος για τον οποίο είχε πάει σήμερα στη φυλακή: όχι για να τιμωρήσει τον Νικ, αλλά για να τον αποδιώξει. Να τον κρατήσει φυλακισμένο, ώστε να μείνει αυτή ελεύθερη.
Η Λόρα πίστευε ανέκαθεν –με σθένος, με απόλυτη πεποίθηση– ότι ο μόνος τρόπος να σώσεις τον κόσμο είναι να τον καταστρέψεις.