Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Ferzan Ozpetek «Για μια ανάσα» (μτφρ. Άννα Παπασταύρου), που κυκλοφορεί στις 16 Φεβρουαρίου από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
«Όταν ήμασταν μικρές, η μητέρα μου είχε τη μανία να μας ντύνει ίδια. Ήταν μια διαδεδομένη συνήθεια, την οποία εκείνη είχε υιοθετήσει με φανατικό ζήλο. Τα ίδια λουλουδάτα φουστανάκια με σφηκοφωλιά, τα κεντητά πουκαμισάκια, οι ίδιες πιε ντε πουλ ποδίτσες, τα λευκά σοσονάκια, τα λουστρίνια με το λουράκι... Και τα μαλλιά μάς τα έκοβε με τον ίδιο τρόπο, μακριά πίσω και με φράντζα, παρότι τα δικά μου είχαν την τάση να κατσαρώνουν, ενώ της Έλσα έπεφταν ίσια σαν μεταξωτές κλωστές. Υποφέραμε και οι δύο από εκείνη τη σταθερή εκμηδένιση της προσωπικότητάς μας. Λες και φορούσαμε στολή. Εμείς βέβαια δεν είχαμε ανάγκη να είμαστε τόσο ίδιες, για να συνειδητοποιούμε ότι ήμασταν δεμένες μ’ ένα βαθύ συναίσθημα.
»Το γεγονός είναι πως όλοι μάς περνούσαν για δίδυμες. Είχαμε ακόμα και το ίδιο ύψος: εγώ ήμουν δύο χρόνια μεγαλύτερη, όμως γρήγορα η Έλσα με έφτασε. Υπάρχει μια φωτογραφία όπου ποζάρουμε μπροστά σε μια τριανταφυλλιά στον κήπο. Φοράμε καλοκαιρινά φορεματάκια, προφανώς πανομοιότυπα, με φούστα στολισμένη με βολάν και φουσκωτά μανίκια. Κρατιόμαστε από το χέρι κοιτάζοντας ίσια στον φακό, τα στόματά μας τραβηγμένα σε μια πολύ σοβαρή έκφραση: η μαμά δεν ήθελε να γελάμε, θεωρούσε αμάρτημα οποιαδήποτε εκδήλωση ευτυχίας. Όμως σ’ εκείνη τη φωτογραφία τα μάτια μας λάμπουν. Πίσω από τη φωτογραφική μηχανή ήταν ο πατέρας μας. Κι εμείς τον λατρεύαμε».
Η Αντέλε Κονφόρτι σωπαίνει κοιτάζοντας το σχέδιο του χαλιού. Φαίνεται βυθισμένη στις αναμνήσεις της. Έχουν μόλις μεταφερθεί στη σάλα, ο Σέρτζιο την έβαλε να καθίσει στην αγαπημένη του πολυθρόνα, την πιο αναπαυτική, κι όλοι κάθισαν γύρω της, άλλος στον καναπέ, άλλος σε μια καρέκλα, άλλος στο πάτωμα, ακουμπισμένος σ’ ένα μαξιλάρι. Τώρα κρέμονται από τα χείλη της, όμως εκείνη δεν δείχνει να το αντιλαμβάνεται. Περνάει άλλη μια φορά το χέρι της στα μαλλιά της, χαζεύει το δαχτυλίδι που φοράει στο μικρό δάχτυλο. Χασομεράει. Μέσα της χίλιες αμφιβολίες τη συγχύζουν. Θέλει στ’ αλήθεια ν’ αποκαλύψει το μυστικό της σ’ αυτούς τους ανθρώπους, σε εντελώς αγνώστους; Μέχρι ποιο σημείο θα μπορέσει να φτάσει ιστορώντας τους μια αλήθεια που επί πενήντα χρόνια προσπαθεί να κρύψει ακόμα κι από τον εαυτό της;
Χτυπάει ένα κινητό. Είναι του Τζούλιο.
«Γεια σου, μαμά, όχι, είμαστε ακόμη στου Σέρτζιο και της Τζοβάνα... σύμφωνοι. Ναι, τώρα όμως πρέπει να σε αφήσω γιατί είμαι απασχολημένος. Δεν μπορώ να μιλήσω... θα σου πω μετά». Ο Τζούλιο κλείνει το τηλέφωνο. Είναι αμήχανος. «Με συγχωρείτε, ήταν η μητέρα μου. Δεν πάει καλά από μυαλά και μου τηλεφωνεί διαρκώς, τώρα όμως έβαλα το κινητό στη σίγαση, δεν πρόκειται να μας ξαναενοχλήσει», σπεύδει να δικαιολογηθεί. Χαμογελάει στην Αντέλε προδίνοντας λίγη ανησυχία. Και εκείνη είναι ένα άτομο όχι τόσο νέο πια, να θίχτηκε, άραγε; Ελπίζει πως δεν έχει διακόψει τη ροή των αναμνήσεών της. Όμως η γυναίκα ανταποδίδει το χαμόγελό του: στον Τζούλιο διακρίνει έναν σεβασμό που την παρακινεί να συνεχίσει. Μια ευγένεια που δεν κρίνει, απλώς αφουγκράζεται.
Περνάει άλλη μια φορά το χέρι της στα μαλλιά της, χαζεύει το δαχτυλίδι που φοράει στο μικρό δάχτυλο. Χασομεράει. Μέσα της χίλιες αμφιβολίες τη συγχύζουν. Θέλει στ’ αλήθεια ν’ αποκαλύψει το μυστικό της σ’ αυτούς τους ανθρώπους, σε εντελώς αγνώστους; Μέχρι ποιο σημείο θα μπορέσει να φτάσει ιστορώντας τους μια αλήθεια που επί πενήντα χρόνια προσπαθεί να κρύψει ακόμα κι από τον εαυτό της;
«Μέναμε στην επαρχία, λίγο έξω από το Βιτέρμπο. Ο μπαμπάς ήταν εκπαιδευτής στη Σχολή Υπαξιωματικών Στρατού. Με τους μαθητές του εφάρμοζε αυστηρή πειθαρχία, όμως με την οικογένεια ήταν γλυκύτατος. Ίσως υπερβολικά: ο άκαμπτος χαρακτήρας της μητέρας μου τον καταπίεζε τρομερά. Ίσως και γι’ αυτόν τον λόγο απουσίαζε συχνά, αφήνοντάς μας ολότελα έρμαια εκείνης της σκυθρωπής και ανήσυχης γυναίκας, με την οποία είχε με τον καιρό ανακαλύψει ότι δεν είχε τίποτα κοινό εκτός από μας.
»Ψηλή και οστεώδης, με ίσια μύτη στο σκαμμένο πρόσωπό της, η μαμά ήταν αυστηρή στα όρια της ωμότητας. Είχε την ικανότητα να ασκεί ολέθρια επιρροή σε όλους. Και στον εαυτό της επίσης, μια και κατά περιόδους υπέφερε από φριχτές ημικρανίες. Οι κρίσεις μπορούσαν να εμφανιστούν οποιαδήποτε στιγμή. Τότε κλεινόταν στο δωμάτιό της –οι γονείς μας κοιμόνταν σε χωριστές κρεβατοκάμαρες– και ξάπλωνε στο κρεβάτι, στα σκοτεινά. Αν ήδη υπό κανονικές συνθήκες ήταν υπερευαίσθητη στους θορύβους, εκείνες τις στιγμές, που μπορούσαν να διαρκέσουν μέρες, δεν ήθελε ν’ ακούσει ούτε το πέταγμα της μύγας. Δεν ανεχόταν ούτε τον αντίλαλο ενός γέλιου, το τρίξιμο της σκάλας, ένα συρτάρι που έκλεινε υπόκωφα. Τότε η Έλσα κι εγώ κρυβόμασταν όσο μπορούσαμε πιο μακριά από εκείνη, περπατούσαμε ξυπόλυτες, επικοινωνούσαμε μεταξύ μας με νοήματα ή ψιθυρίζαμε σιγανά στο αυτί. Ζούσαμε με τον διαρκή φόβο ότι θα μπορούσε να μας ακούσει. Δεν ξέρω κατά πόσο εκείνοι οι σαρωτικοί πονοκέφαλοι ήταν αληθινοί ή επακόλουθα της δυστυχίας της. Η μητέρα μου είχε αποκλείσει τη χαρά από τη ζωή της και κατά συνέπεια, και από τη δική μας.
»Η Έλσα κι εγώ μάθαμε γρήγορα ότι ο μόνος τρόπος να επιβιώσουμε ήταν να δίνουμε κουράγιο η μια στην άλλη. Την αγάπη που δεν βρίσκαμε στην οικογένεια τη βρίσκαμε στα παιχνίδια που σκαρφιζόμασταν, στις ιστορίες που διηγιόμασταν η μια στην άλλη. Είχαμε στον κήπο ένα δικό μας μυστικό μέρος, κρυμμένο πίσω από έναν πυκνό φράχτη από δάφνες. Όταν είχε καλό καιρό, βρίσκαμε εκεί καταφύγιο και μπορούσαμε να περνάμε ώρες ατέλειωτες. Έτσι κι αλλιώς, κανείς δεν ερχόταν να μας αναζητήσει. Αν δεν μας είχε στα πόδια της, η μαμά απλώς ένιωθε ανακούφιση. Δεν την ένοιαζε πού ήμασταν, αρκεί που δεν την ενοχλούσαμε με τις επίμονες φλυαρίες μας.
»Μια μέρα είχαμε ως συνήθως κρυφτεί ανάμεσα στις δάφνες του φράχτη που έζωνε τον κήπο μας, απασχολημένες να γεμίζουμε ένα πιατάκι με χώμα για να ταΐσουμε τις κούκλες μας, όταν η Έλσα σταμάτησε απότομα, όπως όταν της ερχόταν κάποια από τις φαεινές της ιδέες.
»“Να κάνουμε μια συμφωνία!” μου πρότεινε.
»“Τι συμφωνία;” ρώτησα αφηρημένα. Προσπαθούσα να πιάσω μια κίτρινη πεταλούδα που είχε χωθεί πίσω από ένα φύλλο.
»“Ότι δεν θα χωριστούμε ποτέ σ’ όλη μας τη ζωή. Κι ότι θ’ αγαπιόμαστε. Πάντα”, απάντησε σοβαρή, με φωνή που μόλις ακούστηκε».
«Κι όμως, τελικά επί πενήντα χρόνια δεν ειδωθήκατε ποτέ! Πώς μπόρεσε να συμβεί αυτό;» μουρμουρίζει η Ανναμαρία.
Όλοι στρέφονται να την κοιτάξουν.
«Αγαπητή μου, η παρατήρησή σου είναι απόλυτα σωστή», παρατηρεί η Αντέλε. «Είσαι νέα ακόμη, δεν ξέρεις ότι η ζωή μερικές φορές φαίνεται πως διασκεδάζει να διαψεύδει ακόμα και τις ακλόνητες υποσχέσεις μας. Και εκείνο το απόγευμα, πίστεψέ με, η αδελφή μου κι εγώ είχαμε τη βεβαιότητα ότι πράγματι θα ήμασταν για πάντα μαζί. Σφίξαμε τα χέρια δύο φορές –ένα τελετουργικό που είχαμε επινοήσει οι δυο μας–, εκεί, πίσω από τον πυκνό θάμνο του φράχτη. Νιώθαμε σαν δύο μικρές πολεμίστριες, ταγμένες σε μια μυστική αποστολή. Ήμασταν δέκα και δώδεκα χρονών, η ζωή μάς φαινόταν παιχνίδι.