
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Pedro Lemebel (1952-2015) «Φοβάμαι, ταυρομάχε» (μτφρ. Κώστας Αθανασίου), το οποίο κυκλοφορεί στις 22 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Αυτό το βιβλίο προέρχεται από είκοσι σελίδες γραμμένες στα τέλη της δεκαετίας του ’80 που έμειναν για χρόνια παραπεταμένες ανάμεσα σε βεντάλιες, δαντελένιες κάλτσες και καλλυντικά που πασάλειψαν με ρουζ την παλιομοδίτικη ποιητική καλλιγραφία με την οποία ήταν γραμμένο το χειρόγραφο. Παραδίδω εδώ τούτη την ιστορία και την αφιερώνω με φλογισμένο πάθος στη Μίρνα Ουρίμπε (τη Μικρή Μίρνα), το μικρό απόκρυφο επίκεντρο που με την ποιητική του χαλαρότητα έδιωξε μακριά το βράδυ του κογιότ. Στη Σεσίλια Ταούμπι (τη Σέσι), την ερωτευμένη ηρωίδα μας. Στον Κριστιάν Αγούρτο (τον Κοκαλιάρη). Στον Χάιμε Πίντο (τον Χούλιο). Στην Όλγα Γαχάρδο (την Όλγα). Στον Χούλιο Γκέρα (τον Πάτο), που σφίγγεται η καρδιά μου όποτε θυμάμαι τα μειλίχια μάτια του και τη μορφή του, σαν τσακισμένο γαρίφαλο, διάτρητο από τις σφαίρες της CNI στο διαμέρισμα του Ολυμπιακού Χωριού. Στην Οριάνα Αλβαράδο (τη Χούλια). Στην ηλικιωμένη κυρία του μπακάλικου, κουτσομπόλα όσο καμιά άλλη, αλλά την ώρα των ερωτήσεων τάφος. Αλλά και στο σπίτι όπου φτερούγισαν ηλεκτρικές ουτοπίες την πορφυρή νύχτα εκείνης της εποχής.
❉
Σαν μια γάζα που τραβιέται πάνω από το παρελθόν, μια φλεγόμενη κουρτίνα ανεμίζει από το ανοιχτό παράθυρο εκείνου του σπιτιού την άνοιξη του ’86. Μιας χρονιάς που τη σημαδεύουν οι φωτιές από τα λάστιχα που καπνίζουν ακόμα στους δρόμους ενός Σαντιάγο που το πνίγουν οι περιπολίες. Ενός Σαντιάγο που λίγο λίγο αρχίζει να ξυπνάει μέσα στον θόρυβο από τις άδειες κατσαρόλες που χτυπάνε και τις αστραπές των μπλακάουτ, από το κομμένο δίκτυο, τα κομμένα καλώδια που αιωρούνται στον άνεμο, τους ηλεκτρικούς σπινθήρες. Και τότε, το απόλυτο σκοτάδι, οι προβολείς ενός θωρακισμένου φορτηγού, τα σταμάτα εκεί που βρίσκεσαι, μαλάκα, οι πυροβολισμοί και τα τρεχαλητά του τρόμου, σαν μεταλλικές καστανιέτες που θρυμμάτιζαν τις νύχτες από τσόχα. Εκείνες τις πένθιμες νύχτες, που τις στόλιζαν φωνές, εκείνο το ακούραστο «Πέφτει, πέφτει» και τις τόσες, μα τόσες έκτακτες ανακοινώσεις που ψιθύριζε η ραδιοφωνική ηχώ από τις εκπομπές και τα δελτία του Ράδιο Κοοπερατίβα.
Υπήρχε τότε το καχεκτικό σπιτάκι, γωνιακό, τρεις όροφοι με μία και μοναδική σκάλα σαν σπονδυλική στήλη που οδηγούσε στη σοφίτα. Από κει πάνω μπορούσε κανείς να δει τη μισοσκότεινη πόλη στεφανωμένη από το θολό πέπλο της σκόνης. Ήταν ένας περιστερώνας, με ένα καγκελάκι μόλις για να κρεμιούνται τα σεντόνια, τα τραπεζομάντιλα και τα βρακιά που άπλωναν τα χέρια-μαρίμπες της Τρελής από Απέναντι. Τα πρωινά με τα ορθάνοιχτα παράθυρα την άκουγαν να κελαηδάει «Φοβάμαι, ταυρομάχε, φοβάμαι μήπως το δειλινό το χαμόγελό σου πετάξει και χαθεί». Όλη η συνοικία το ήξερε πως ο καινούργιος γείτονας ήταν έτσι, μια αρραβωνιάρα της γειτονιάς εντελώς ξετρελαμένη με εκείνο το ετοιμόρροπο κτήριο. Μια πεταλουδίτσα με σμιχτά φρύδια που κατέφθασε ρωτώντας αν νοικιαζόταν εκείνο το τσακισμένο από τον σεισμό χάλασμα στη γωνία. Εκείνο το θεατρικό σκηνικό που έμενε όρθιο μόνο χάρη στον πολεοδομικό αριβισμό κάποιων καλύτερων καιρών. Τόσα χρόνια κλειστό, τόσο γεμάτο ποντίκια, ψυχές και νυχτερίδες, που η Τρελή, ανελέητη, τα πέταξε έξω, με ένα φτερό ξεσκονίσματος στο χέρι, με μια σκούπα στο χέρι, να σαρώνει τους ιστούς της αράχνης με την ενέργεια της αδερφής που τραγουδάει με φωνή φαλσέτο αλά Λούτσο Γκατίκα, που βήχει το «Bésame mucho» μέσα στα σύννεφα σκόνης από τα μπάζα που πετούσε στο ρείθρο.
Τα πρωινά με τα ορθάνοιχτα παράθυρα την άκουγαν να κελαηδάει «Φοβάμαι, ταυρομάχε, φοβάμαι μήπως το δειλινό το χαμόγελό σου πετάξει και χαθεί». Όλη η συνοικία το ήξερε πως ο καινούργιος γείτονας ήταν έτσι, μια αρραβωνιάρα της γειτονιάς εντελώς ξετρελαμένη με εκείνο το ετοιμόρροπο κτήριο.
Το μόνο που του λείπει είναι ο αρραβωνιαστικός, ψιθύριζαν οι γριές στο απέναντι πεζοδρόμιο, παρακολουθώντας τον από το παράθυρο να κινείται σαν το κολιμπρί. Είναι συμπαθητικός όμως, έλεγαν, ακούγοντας τις ντεμοντέ άριές του, κουνώντας το κεφάλι τους στον ρυθμό εκείνων των μελωδιών τού χτες που ξυπνούσαν ολόκληρο το τετράγωνο. Εκείνης της όλο δραματικότητα μουσικής που κάθε πρωί σήκωνε από το κρεβάτι τούς ξενύχτηδες συζύγους, τα τεμπέλικα παιδιά που κουλουριάζονταν στα σεντόνια, τους νωθρούς φοιτητές που δεν ήθελαν να πάνε για μάθημα. Η κραυγή «Αλληλούια», έτσι όπως την τραγουδούσε η Σεσίλια, εκείνη η τραγουδίστρια του νέου κύματος, γινόταν εγερτήριο σάλπισμα, λάλημα από κοκόρι το ξημέρωμα, ένα μουσικό ουρλιαχτό που η Τρελή ανέβαζε την έντασή του στη διαπασών. Σαν να ήθελε να μοιραστεί με τον κόσμο ολόκληρο τους κοινότοπους στίχους που ξεκολλούσαν από τον ύπνο τους γειτόνους με εκείνο το «Και... και το χέεερι σου θα πιά-α-ασει το δικό-ο-οο μου».
Έτσι η Τρελή, σε πολύ λίγο χρόνο, έγινε μέρος της κοινωνικής ζωολογίας εκείνης της φτωχογειτονιάς του Σαντιάγο που έπρεπε να διώχνει μόνη της τους ψύλλους της, ανάμεσα στην ανεργία και στα διακόσια πενήντα γραμμάρια ζάχαρη που ζητούσε με πίστωση από το παντοπωλείο. Ένα μπακαλικάκι της γειτονιάς, επίκεντρο της φλυαρίας και των σχολίων για την πολιτική κατάσταση στη χώρα. Ο απολογισμός της τελευταίας διαδήλωσης, οι δηλώσεις της αντιπολίτευσης, οι απειλές του Δικτάτορα, τα καλέσματα για τον Σεπτέμβριο. Ήρθε η ώρα, να μην περάσει το ’86, το ’86 είναι η χρονιά. Όλοι στο πάρκο, στο νεκροταφείο, με αλάτι και λεμόνια για να αντέξουμε τα δακρυγόνα, και τόσες πολλές, τόσες πολλές ανακοινώσεις, που τις διαλαλούσε ο αμετακίνητος σταθμός στο ραδιόφωνο.
ΕΔΩ ΡΑΔΙΟ ΚΟΟΠΕΡΑΤΙΒΑ
Η ΜΑΝΟΛΑ ΡΟΜΠΛΕΣ ΣΑΣ ΕΝΗΜΕΡΩΝΕΙ
Αυτή όμως δεν είχε το παραμικρό ενδιαφέρον για την πολιτική κατάσταση. Μάλλον φοβόταν όταν άκουγε εκείνον τον ραδιοφωνικό σταθμό που δεν έλεγε παρά μόνο κακές ειδήσεις. Τον σταθμό που ηχούσε παντού με τα τραγούδια διαμαρτυρίας του κι εκείνο το ταραράν του συναγερμού που κρατούσε όλο τον κόσμο με την ψυχή στο στόμα. Αυτή προτιμούσε να πιάνει εκπομπές γεμάτες αναμνήσεις: «Στον ρυθμό της καρδιάς». «Γι’ αυτούς που έχουν υπάρξει νέοι». «Νύχτες στις φτωχογειτονιές». Κι έτσι περνούσε βράδια ολόκληρα κεντώντας αυτά τα τεράστια τραπεζομάντιλα και σεντόνια για όποια γριά αριστοκράτισσα της πλήρωνε καλά την αράχνινη τέχνη των χεριών της.
Εκείνο το σπίτι της άνοιξης του ’86 ήταν το απάγκιο της. Ίσως το μοναδικό που είχε αγαπήσει, ο μοναδικός δικός της χώρος που είχε ποτέ στη ζωή της η Τρελή από Απέναντι. Γι’ αυτό και η λαχτάρα της να διακοσμήσει τους τοίχους του σαν γαμήλια τούρτα. Στολίζοντας τις κάσες στις πόρτες με πουλιά, βεντάλιες, αναρριχητικά μη-με-λησμόνει και μ’ εκείνες τις μεταξένιες κεντητές μαντίλες που κρέμονταν από το αόρατο πιάνο. Εκείνα τα κρόσσια, τις δαντέλες και τους φραμπαλάδες από τα τούλια που τύλιγαν τα κιβώτια που χρησιμοποιούσε σαν έπιπλα. Αυτές τις κούτες τις τόσο βαριές που της είχε αφήσει να φυλάξει ο νεαρός που είχε γνωρίσει στο μπακάλικο, εκείνο το χαριτωμένο αγόρι που της ζήτησε αυτή τη χάρη. Λέγοντας πως ήταν μόνο βιβλία, απλώς απαγορευμένη λογοτεχνία, της είχε πει με εκείνο το στόμα σαν υγρό κρινάκι. Με εκείνο το καμπάνισμα το τόσο αρρενωπό που δεν μπορούσε να του αρνηθεί τίποτα, και με την ηχώ από εκείνο το στόμα να συνεχίζει να αντηχεί μέσα στο κεφαλάκι της, εκείνο το κεφαλάκι οξυζεναρισμένου πουλιού. Γιατί να το ψάξει περισσότερο τότε, αφού είπε πως τον έλεγαν Κάρλος ξέρω γω κάτι, και σπούδαζε ξέρω γω τι, στο ξέρω γω ποιο πανεπιστήμιο, και της έδειξε μια ταυτότητα τόσο γρήγορα που ούτε την κοίταξε, αιχμαλωτισμένη από τη μενεξεδιά απόχρωση εκείνων των ματιών.
Αν δεν είναι μεγάλος κόπος, γιατί το ραδιόφωνο είναι η μοναδική μου συντροφιά, είπε κοκκινίζοντας, με ύφος ορφανού αρνιού, κοιτάζοντας τις σταγόνες του ιδρώτα που στεφάνωναν το μέτωπό του.
Τις τρεις πρώτες κούτες τις άφησε στον διάδρομο. Αυτή όμως επέμενε πως εκεί ενοχλούσαν, να τις βάλει στην κρεβατοκάμαρα για να τις χρησιμοποιεί για κομοδίνο και να έχει πού να ακουμπήσει το ραδιόφωνο. Αν δεν είναι μεγάλος κόπος, γιατί το ραδιόφωνο είναι η μοναδική μου συντροφιά, είπε κοκκινίζοντας, με ύφος ορφανού αρνιού, κοιτάζοντας τις σταγόνες του ιδρώτα που στεφάνωναν το μέτωπό του. Τις υπόλοιπες τις μοίραζε σιγά σιγά στον άδειο χώρο της φαντασίας της, σαν να επίπλωνε ένα κινηματογραφικό πλατό, λέγοντας: Εδώ, Κάρλος, μπροστά στην μπαλκονόπορτα. Όχι, Κάρλος, όχι τόσο κολλητά, μοιάζουν με φέρετρα. Πιο προς το κέντρο, Κάρλος, σαν τραπεζάκι σαλονιού. Όχι όρθιες, Κάρλος, καλύτερα ξαπλωτές ή στο πλάι, Κάρλος, για να χωρίζουν τους χώρους. Πιο πάνω, Κάρλος, πιο δεξιά, συγγνώμη, πιο αριστερά ήθελα να πω. Κουράστηκες; Έλα να ξεκουραστούμε λίγο. Θες καφέ;
Έτσι, ίδιος με αγριομέλισσα που βούιζε ολόγυρα, πήγαινε πέρα δώθε στο σπίτι πλουμιστός και τυλιγμένος σε μια εσάρπα από ναι, Κάρλος, όχι, Κάρλος, ίσως, Κάρλος, μάλλον, Κάρλος. Λες και η επανάληψη του ονόματος κεντούσε τα γράμματά του στον αέρα που γουργούριζε από τις αντηχήσεις της παρουσίας του κοντά της. Λες και το μοτεράκι της αδερφίστικης γλώσσας της επέμενε πεισματικά να τον ονοματίζει, καλώντας τον, γλείφοντας κι απολαμβάνοντας τη γεύση αυτών των συλλαβών, μασουλώντας εκείνο το όνομα, καθώς γέμιζε ολόκληρη με εκείνο το Κάρλος το τόσο βαθύ, τόσο πλατύ ήταν εκείνο το όνομα που γινόταν ολόκληρη ένας στεναγμός, χωμένη ανάμεσα στο Κ και στο Α εκείνου του Κ-άρλος που φώτιζε με την παρουσία του ολόκληρο εκείνο το καλυβόσπιτο.
Όλο αυτό το διάστημα έρχονταν συνέχεια κούτες κι άλλες κούτες, κάθε φορά και πιο βαριές, τις οποίες ο Κάρλος κουβαλούσε με τους ρωμαλέους μυώνες του. Στο μεταξύ η Τρελή επινοούσε καινούργια έπιπλα για τη σκηνογραφία με καλύμματα και μαξιλάρια που έκρυβαν στις πτυχώσεις τους το μυστικό των σαρκοφάγων. Και μετά ήρθαν οι συνεδριάσεις, τα μεσάνυχτα, την αυγή, όταν όλη η γειτονιά ήταν μια χορωδία από ροχαλητά και κλανιές που μέσα στον πιο βαθύ λήθαργο μπουμπούνιζαν τη Μασσαλιώτιδα του ύπνου. Μέσα στην πιο φοβερή νεροποντή, στάζοντας, κατέφθαναν εκείνοι οι φίλοι του Κάρλος για να συναντηθούν στη σοφίτα. Και ένας έμενε στη γωνία κάνοντας τον χαζό. Ο Κάρλος τής είχε ζητήσει την άδεια, μισοκλείνοντας τις βλεφαρίδες των σπιρτόζικων ματιών του. Είναι συμφοιτητές από το πανεπιστήμιο και δεν έχουν πού να διαβάσουν, και το σπίτι και η καρδιά σου είναι τόσο μεγάλα. Πώς λοιπόν να αρνηθεί αφού το μελανούρι την έκανε μούσκεμα ολόκληρη, να πλημμυρίζει στον ιδρώτα κάθε φορά που την πλησίαζε. Επιπλέον, όσα παιδιά είχε μπορέσει να δει ήταν νεαροί μορφωμένοι και εμφανίσιμοι. Κάλλιστα θα μπορούσε να τους περάσει κανείς για φίλους, σκεφτόταν εκείνη ενόσω τους σερβίριζε καφέ, τονίζοντας τη λάμψη των χειλιών της με την άκρη της γλώσσας της, σιγομουρμουρίζοντας ερωτικές μπαλάντες που έπαιζε το ραδιόφωνο: «Εσύ μ’ έκανες να τα συνηθίσω όλα αυτά, γι’ αυτό και αναρωτιέμαι», κι όλες εκείνες τις ανάλαφρες φράσεις που τάραζαν τη στρατηγική σκέψη των νεαρών. Και τότε αυτοί της έκοβαν την έμπνευση αλλάζοντας σταθμό, πιάνοντας εκείνη τη φρίκη των ειδήσεων.
ΕΔΩ ΚΟΟΠΕΡΑΤΙΒΑ: ΒΙΑΙΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ
ΟΔΟΦΡΑΓΜΑΤΑ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΑΥΤΗ ΤΗ
ΣΤΙΓΜΗ ΣΤΗ ΛΕΩΦΟΡΟ ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΟ
Ο’ΧΙΓΓΙΝΣ.
Όταν φυσούσαν τα χλιαρά αεράκια του Αυγούστου το σπίτι ήταν ένα στολιδάκι. Ένα αυτοσχέδιο σκηνικό της Πέργολας των λουλουδιών φτιαγμένο από χολιγουντιανά παλιοπράματα και ενθουσιασμό. Ένα ανατολίτικο παλάτι με θόλους από πλισέ μετάξια για ταβάνι και παλιές κούκλες βιτρίνας, ξαναγεννημένες ως άγγελοι της αποκάλυψης ή ως εκατόνταρχοι φύλακες της φαντασίας εκείνης της τρελής που ήταν σαν τουλίπα ανθισμένη. Οι κούτες και τα κιβώτια είχαν μετατραπεί σε βολικούς θρόνους, πολυθρόνες και ντιβάνια, όπου άπλωναν τα κορμιά τους οι μετρημένες φιλενάδες της, οι αδερφές που επισκέπτονταν το σπίτι. Μια ολιγομελής ομάδα από τρελές που έρχονταν να πιούν το τσάι τους και αποσύρονταν προτού φτάσουν «τα αγόρια της κυρίας», αστειεύονταν, ενώ ταυτόχρονα επέμεναν να γνωρίσουν εκείνο το οπλοστάσιο από μυώνες που περιτριγύριζαν γεμάτοι θαυμασμό την κυρά του σπιτιού. Εκείνη όμως, χαζή δεν ήταν, μάζευε τα φλιτζάνια, τίναζε τα ψίχουλα και τις συνόδευε στην πόρτα λέγοντας πως οι νεαροί δεν ήθελαν να γνωρίσουν άλλους κουνιστούς.
Έτσι, οι συναντήσεις και η παρέλαση των ανδρών στο κατάφορτο από στολίδια σπιτάκι γίνονταν όλο και πιο σταθερές, κάθε μέρα και πιο επείγουσες, να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν την ετοιμόρροπη σκάλα που απειλούσε να διαλυθεί κάτω από τα γρήγορα και βιαστικά βήματα των αγοριών. Μερικές φορές ούτε καν ο Κάρλος δεν μπορούσε να ανέβει στη σοφίτα και προσπαθούσε να την απασχολεί και να της ρίχνει στάχτη στα μάτια για να μη δει κάποιους κουκουλωμένους επισκέπτες. Ούτε καν εκείνος δεν μπορούσε να συμμετάσχει σε κάποιες συναντήσεις και της έκλεινε τον δρόμο όταν αυτή, ευγενικά περίεργη, έβγαζε καφέ. Γιατί πρέπει να έχουν πεθάνει από το κρύο εκεί πάνω, έλεγε κοιτάζοντας την αδιαπραγμάτευτη όψη του Κάρλος. Κι επιπλέον, γιατί δεν μπορώ ν’ ανέβω, αφού τούτο δω είναι το σπίτι μου. Τότε ο Κάρλος έριχνε τις άμυνές του και, πιάνοντάς την από τα μπράτσα, βύθιζε εκείνο το γερακίσιο βλέμμα στην περιστερίσια αθωότητά της. Έτσι είναι οι άντρες, ξέρεις πως δεν τους αρέσει να τους ενοχλούν όταν μελετούν. Έχουν ένα σημαντικό διαγώνισμα, όπου να ’ναι τελειώνουν. Έλα, κάθισε, έλα να τα πούμε.
Ο Κάρλος ήταν τόσο καλός, τόσο γλυκός, τόσο ευγενικός. Κι εκείνη ήταν τόσο ερωτευμένη, τόσο αιχμάλωτη, τόσο υπνοβάτισσα από τις νύχτες τις ολόκληρες που περνούσε μιλώντας μαζί του ενόσω οι άλλοι ολοκλήρωναν τις συναντήσεις τους. Ατελείωτες ώρες σιωπής κοιτάζοντας την κούραση των ποδιών του που τα ’χε ξεχασμένα πάνω στο φούξια σατέν των μαξιλαριών. Μια βελούδινη σιωπή χάιδευε το γαλαζωπό και αξύριστο μάγουλό του. Μια σιωπή συμπαγής, μια κούραση που τον έκανε να κουτουλάει μέχρι να τον σωριάσει κάτω. Μια ληθαργική σιωπή από πούπουλα, να βαραίνει σαν μολύβι το κεφάλι του που έπεφτε, κι εκείνη σε εγρήγορση, κι εκείνη ολόκληρη μπαμπάκι, ολόκληρη μια γλύκα, να απλώνει ένα μαξιλάρι από αφρολέξ για να τον βολέψει. Και τότε, η απαλότητα, εκείνος ο φραμπαλάς, εκείνο το φτερούγισμα από το αδερφίστικο γάντι που πλησίαζε το πρόσωπό του, πήγαινε να το αγγίξει. Και τότε το ξάφνιασμα, η σύσπαση από εκείνο το ηλεκτρισμένο άγγιγμα που τον ξυπνάει, που τον κάνει να πεταχτεί όρθιος και να ψάχνει επειγόντως κάτι δεξιά αριστερά, ρωτώντας: Τι τρέχει; Τι συμβαίνει; Τίποτα, σε πήρε ο ύπνος, θέλεις μια κουβέρτα; Ξέρω γω. Ακόμα δεν έχουν τελειώσει; Μη μ’ αφήσεις να κοιμηθώ, μίλα μου για τη ζωή σου, για τα δικά σου. Έχεις άλλο καφέ;
Έτσι, με παραπετάσματα καπνού να τους χωρίζουν, ρουφώντας την αγρύπνια από τσιγάρο σε τσιγάρο, εκείνη ύφαινε την αναμονή, σκάρωνε πρόχειρα σκίτσα μνήμης, μικρές φευγαλέες αναμνήσεις με τον αδερφίστικο τόνο της φωνής της. Ρετάλια μιας πορνικής περιπλάνησης σε στενάκια χωρίς όνομα, σε βρόμικους δρόμους όπου σερνόταν στο δικό της μουδιασμένο από το κρύο «τροπικό πεζοδρόμιο». Ο κοριτσίστικος ήχος των βημάτων της στο πέρα δώθε της νύχτας, μέχρι να φέρει η τύχη κάποιον μεθυσμένο παρτενέρ στον χορό της, στήριγμα της μοίρας της για λίγες ώρες, για λίγα νομίσματα, για να μοιραστούν εκείνο το ορφανό κρύο με ένα καυτό πήδημα. Με κάθε αδέσποτο τρίψιμο να παίρνει εκδίκηση από τη ζωή λειαίνοντας με το γυαλόχαρτο του σεξ την κακή τύχη. Και μετά ένα άκαμπτο σώβρακο, μια ξεχασμένη κάλτσα, ένα μπουκάλι άδειο, χωρίς μήνυμα, χωρίς προορισμό, νησί και θησαυρό, χωρίς χάρτη που να βάλει σε ράγες την καρδιά της την αλήτικη σαν χελιδόνι. Τη φουρτουνιασμένη καρδιά της, καρδιά μικρού κολιμπρί, ορφανού από μικρούλι όταν πέθανε η μητέρα του. Τη νευρική καρδιά της, καρδιά σκίουρου φοβισμένου από τις φωνές του πατέρα, από τον ζωστήρα που σκάει στον πισινό του τον σημαδεμένο από την αναμορφωτική λουρίδα. Έλεγε ότι θα με κάνει άντρα, ότι γι’ αυτό με έδερνε. Ότι δεν ήθελε να ζήσει μέσα στην ντροπή ούτε να τσακώνεται με τους φίλους του στο συνδικάτο που τον έκραζαν πως του είχα βγει ελαττωματικός. Αυτουνού, που ήταν τόσο άντρας, τόσο μάστορας με τις γυναίκες, τόσο γοητευτικός με τις πουτάνες, τόσο τύφλα στο μεθύσι εκείνη τη φορά που άρχισε το πασπάτεμα. Τόσο καυτό το ελεφαντένιο κορμί του πάνω στο δικό μου, να το καρφώνει, να με πνίγει στο μισοσκόταδο εκείνου του δωματίου, μέσα στην απελπισία να φτεροκοπάω σαν σουβλισμένο κοτόπουλο, σαν ξεπουπουλιασμένο πιτσούνι, χωρίς σώμα και χωρίς κουράγιο να αντισταθώ στην εισβολή από τον σκληρό μυ του που ρίζωνε μέσα μου. Και μετά, η ίδια πικρή γεύση από τα δεν θυμάμαι τίποτα, η ίδια ξεχασμένη κάλτσα, το ίδιο σεντόνι το πιτσιλισμένο με κόκκινα πέταλα, το ίδιο κάψιμο, το ίδιο άδειο μπουκάλι με το SOS να βουλιάζει στο ρόδινο νερό της σκάφης.
Έλεγε ότι θα με κάνει άντρα, ότι γι’ αυτό με έδερνε. Ότι δεν ήθελε να ζήσει μέσα στην ντροπή ούτε να τσακώνεται με τους φίλους του στο συνδικάτο που τον έκραζαν πως του είχα βγει ελαττωματικός. Αυτουνού, που ήταν τόσο άντρας, τόσο μάστορας με τις γυναίκες, τόσο γοητευτικός με τις πουτάνες, τόσο τύφλα στο μεθύσι εκείνη τη φορά που άρχισε το πασπάτεμα.
Εγώ ήμουν ένα πούστικο σκουπίδι που η μάνα μου του άφησε για τιμωρία, έλεγε. Γι’ αυτό με ζόριζε τόσο πολύ και με υποχρέωνε να τσακώνομαι με τα άλλα παιδιά. Ποτέ όμως δεν μπόρεσα να υπερασπίσω τον εαυτό μου, ούτε καν με παιδιά πιο μικρά από μένα, με έδερναν κι αυτά το ίδιο και έτρεχαν μακριά θριαμβευτές με τη σοκολάτα από τη μύτη μου στις γροθιές τους. Από το σχολείο τον κάλεσαν πολλές φορές για να του πουν να με δει ψυχολόγος, αλλά αυτός αρνιόταν. Η δασκάλα έλεγε πως ένας γιατρός μπορούσε να μου κάνει τη φωνή πιο βραχνή, πως μόνο ένας γιατρός μπορούσε να κάνει πιο στέρεο εκείνο το βάδισμα πάνω σε αυγά, εκείνα τα γυναικουλίστικα βηματάκια που έκαναν τα παιδιά να γελάνε και της αναστάτωναν την τάξη. Εκείνος όμως απαντούσε πως όλα αυτά ήταν απλώς βλακείες, πως μόνο ο στρατός θα με διόρθωνε. Γι’ αυτό και όταν έκλεισα τα δεκαοχτώ πήγε και μ’ έγραψε για να καταταχτώ και μίλησε με έναν φίλο του λοχία για να με κρατήσουν στο σύνταγμα. Η νύστα του Κάρλος είχε εξατμιστεί και έπινε τον καφέ του με σκυμμένο το κεφάλι. Οπότε, έκανες στρατό; ρώτησε κοιτάζοντας τα χέρια του, κορυδαλλούς που αναπαύονταν στα γόνατά του. Είσαι τρελός, ούτε κατά διάνοια. Γι’ αυτό έφυγα από το σπίτι του και δεν τον ξαναείδα ποτέ πια στη ζωή μου. Ο ήχος από βήματα στη σοφίτα έδειχνε πως η συνάντηση είχε τελειώσει. Αύριο μου λες τη συνέχεια, είπε ο Κάρλος σαν να της έλεγε κάποιο μυστικό, ενώ ταυτόχρονα σηκώθηκε τεράστιος, τόσο ψηλός που εκείνη τον κοίταξε από κάτω προς τα πάνω παίζοντας με τις φούντες της κουρτίνας.
Για το παρελθόν μου ρωτάς συνέχεια, πώς ήτανε να μάθεις.
Μα πριν αγαπήσεις πρέπει να έχεις πίστη.
Για έναν έρωτα να δώσεις τη ζωή σου, χωρίς όμως να πεθάνεις,
αυτό είναι αγάπη, όχι αυτό που έχεις μέσα σου εσύ-υ-υ.
Ο Πέδρο Λεμεμπέλ ήταν queer εικαστικός καλλιτέχνης και συγγραφέας από τη Χιλή με έντονη ακτιβιστική δράση. Γεννήθηκε το 1952 και πέθανε το 2015. Το μυθιστόρημά του «Φοβάμαι, ταυτομάχε» μεταφέρθηκε το 2020 στον κινηματογράφο από τον Ροντρίγκο Σεπούλβεντα (Επίσημη συμμετοχή στο Φεστιβάλ Βενετίας, Βραβείο Κοινού στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης).