
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Frank Goldammer «Χίλιοι διάβολοι» (μτφρ. Γιώτα Λαγουδάκου), που κυκλοφορεί την 1 Ιουλίου από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Ο Χέλερ μπήκε στο εστιατόριο από την ανοιχτή πόρτα στη γωνία. Μέσα οι Σοβιετικοί στρατιώτες είχαν στήσει έναν προβολέα στο πάτωμα. Η μυρωδιά του καπνού ήταν πολύ έντονη. Η επένδυση στους τοίχους και διάφορα έπιπλα είχαν καεί, τραπέζια, καρέκλες, το ξύλινο πάτωμα που ήταν φτιαγμένο από σανίδες, τα πριονίδια που ήταν σκόρπια παντού είχαν δώσει το τελειωτικό χτύπημα. Νερό έσταζε από την οροφή, σχημάτιζε μικρές λιμνούλες στο πάτωμα ανακατεμένες με στάχτη ή χανόταν ανάμεσα στις σανίδες. Ακουγόταν ένα σιγανό τρίξιμο, καθώς η θερμοκρασία του ξύλου έπεφτε. Ήδη το νερό πάγωνε. Ο Χέλερ έμεινε στα δεξιά και προχώρησε προς την κατεύθυνση του μπαρ, που είχε μείνει άθικτο από τη φωτιά. Ήταν ανοιχτή μια πόρτα και ο Χέλερ μπήκε στο δωμάτιο, από την οροφή του οποίου έσταζε νερό. Διέκρινε ένα ουρητήριο και μόνο έναν τοίχο επενδυμένο με πλακάκια, που από κάτω του ήταν στερεωμένη μια υδρορροή μήκους τριών μέτρων. Στον άλλο τοίχο ήταν δύο λεκάνες τουαλέτας, που τις χώριζε ένας σανιδένιος τοίχος, πόρτες δεν υπήρχαν όμως. Για χαρτί υγείας χρησίμευαν κάποια φύλλα εφημερίδας, που ήταν περασμένα σε μεγάλες πρόκες και τώρα ήταν τελείως μουσκεμένα. Ακόμα και νιπτήρας υπήρχε και, όταν ο Χέλερ άνοιξε τη βρύση, παρατήρησε έκπληκτος πως έτρεχε νερό. Η σάλα ήταν μεγάλη, μακρόστενη και μουντή. Ο Χέλερ προσπάθησε να μετρήσει τις θέσεις, μέσα στον χαμό όμως εγκατέλειψε γρήγορα την προσπάθεια. Παρ’ όλα αυτά πέρασε πάνω από τα αναποδογυρισμένα τραπέζια και καρέκλες όλων των ειδών και μεγεθών, για να σημειώσει τις ζημιές και τα επιμέρους δεδομένα. Εντόπισε και ένα πιάνο, που από τη φωτιά και το νερό είχε καταστραφεί εντελώς.
Η οροφή είχε στερεωθεί πρόχειρα με κάθετες και οριζόντιες δοκούς για να μην πέσει. Αυτή η προσωρινή λύση είχε κρατήσει τουλάχιστον δύο χρόνια. Το μπαρ ήταν φτιαγμένο από χοντροκομμένες σανίδες. Στον πίσω τοίχο ήταν γραμμένα με κιμωλία η λιτή προσφορά του καταστήματος και οι τιμές. Τα περισσότερα γράμματα είχαν ξεβάψει. Δεν δίνεται βερεσέ, προειδοποιούσε μια επιγραφή με παχιά κεφαλαία γράμματα. Τα κυριλλικά γράμματα που υπήρχαν από κάτω σήμαιναν μάλλον ακριβώς το ίδιο. Σίγουρα υπήρχαν στα κρυφά και άλλα πράγματα εκτός από αυτά που ήταν γραμ- μένα στον πίνακα, για τα οποία ο ιδιοκτήτης πληρωνόταν καλά. Όχι σε μάρκα του γερμανικού Ράιχ. Υπήρχαν καλύτερα νομίσματα. Τσιγάρα, για παράδειγμα, και αυγά και μπέικον. Ο Χέλερ μέτρησε στον τοίχο πέντε τρύπες από πυροβολισμούς.
Το εστιατόριο είχε υποστεί σοβαρές ζημιές, ο Χέλερ υπέθεσε ωστόσο ότι δεν θα χρειάζονταν πολλές μέρες μέχρι ο ιδιοκτήτης να μπορέσει να το ξανανοίξει. Δεν ήταν καιρός για ομορφιά και αισθητική, τα πάντα έπρεπε απλώς να επιτελούν τον σκοπό τους.
Το εστιατόριο είχε υποστεί σοβαρές ζημιές, ο Χέλερ υπέθεσε ωστόσο ότι δεν θα χρειάζονταν πολλές μέρες μέχρι ο ιδιοκτήτης να μπορέσει να το ξανανοίξει. Δεν ήταν καιρός για ομορφιά και αισθητική, τα πάντα έπρεπε απλώς να επιτελούν τον σκοπό τους.
«Είναι κανείς εδώ;» φώναξε ο Χέλερ.
«Ποιος είναι;» ρώτησε κάποιος.
Ο Χέλερ υπέθεσε ότι η φωνή είχε έρθει από έναν χώρο πίσω από το μπαρ. «Eπιθεωρητής Χέλερ.»
«Εδώ πίσω!»
Ο Χέλερ στριμώχτηκε σε ένα στενό πέρασμα δίπλα στο μπαρ και βρέθηκε σε έναν σκοτεινό διάδρομο. Μόνο από μια ανοιχτή πόρτα έμπαινε ένα αδύναμο φως. Εκεί υπήρχαν ξύλινα κιβώτια, άδεια μπουκάλια και κούτες, που σε κάποια σημεία έφταναν μέχρι το ταβάνι. Μια κουρτίνα κρεμόταν από την οροφή. Περνώντας από δίπλα ο Χέλερ έριξε μια ματιά να δει τι υπήρχε πίσω, το μόνο που είδε όμως ήταν ένα ξύλινο ράφι, όπου υπήρχαν στοιβαγμένα τραπεζομάντιλα. Έπειτα έφτασε σε ένα μικρό γραφείο, που φωτιζόταν από μια λάμπα πετρελαίου. Στο πρόχειρο τραπέζι –μία σανίδα πάνω σε δύο τρίποδα– υπήρχαν στοίβες από χαρτιά, μικρά σημειώματα, γραμμένα με έναν γραφικό χαρακτήρα που δεν διαβαζόταν.
«Πού είστε;» φώναξε πάλι ο Χέλερ.
«Εδώ!»
Ο Χέλερ μπήκε τώρα σε ένα δωμάτιο τρία επί τρία. Πίσω από την πόρτα, σε μια πολυθρόνα, καθόταν ένας άντρας. Ακόμα και καθιστός φαινόταν πολύ ψηλός. Φορούσε ένα φθαρμένο κοτλέ παντελόνι, ένα χοντρό ζιβάγκο και παντόφλες. Έδειχνε πολύ εξαντλημένος, το δεξί του χέρι ήταν δεμένο και είχε κι έναν επίδεσμο γύρω από το κεφάλι.
«Είστε ο Γιόζεφ Γκούτμαν, ο ιδιοκτήτης;»
«Μάλιστα. Συγγνώμη για την αγένεια, αλλά ζαλίζομαι, δεν μπορώ να σηκωθώ.»
«Χτυπήσατε πολύ; Το χέρι σας έχει σπάσει;»
«Δεν ξέρω, έτρεχε πολύ αίμα και μισολιποθύμησα. Κάτι με χτύπησε στο κεφάλι.»
«Γιατί κάθεστε μόνος εδώ;»
Ο Γκούτμαν ανασήκωσε τους ώμους και πρέπει να το πλήρωσε με δυνατούς πόνους. Πήρε μια βαθιά ανάσα μέσα από τα δόντια του. «Ήρθε ένας τραυματιοφορέας των Ρώσων και μου έβαλε τους επιδέσμους. Ήταν καμιά δεκαριά άνθρωποι εδώ, τώρα έφυγαν όλοι.»
«Εδώ μένετε;» ρώτησε ο Χέλερ δείχνοντας τις παντόφλες του Γκούτμαν. Τον έκανε γύρω στα σαράντα πέντε.
«Πρέπει. Πρέπει να φυλάω το μαγαζί.» Το βλέμμα του στράφηκε προς τα αριστερά, στον τοίχο ήταν ακουμπισμένο ένα μεγάλο ρόπαλο.
«Είναι συχνό το φαινόμενο; Έχουν προσπαθήσει να σας διαρρήξουν;»
«Κάθε βδομάδα. Κυκλοφορούν κανονικές συμμορίες εδώ. Παιδιά, ξέρετε, παιδικές συμμορίες...»