Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Leila Slimani «Η χώρα των άλλων» (μτφρ. Κλαιρ Νεβέ, Μανώλης Πιμπλής), που κυκλοφορεί στις 10 Ιουνίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Την πρώτη φορά που η Ματίλντ επισκέφθηκε το αγρόκτημα, σκέφτηκε: «Παραείναι μακριά». Την ανησυχούσε η τόσο μεγάλη απομόνωση. Εκείνη την εποχή, το 1947, δεν είχαν αυτοκίνητο και είχαν διανύσει τα είκοσι πέντε χιλιόμετρα που τους χώριζαν από το Μεκνές μέσα σε ένα παλιό κάρο, που το οδηγούσε ένας τσιγγάνος. Ο Αμίν δεν έδινε σημασία στον άβολο ξύλινο πάγκο ούτε στη σκόνη που έκανε τη γυναίκα του να βήχει. Είχε μάτια μόνο για το τοπίο και έδειχνε ανυπόμονος να φτάσει στη γη που του είχε εμπιστευθεί ο πατέρας του.
Το 1935 ο Καντούρ Μπελχάζ, έχοντας εργαστεί σκληρά επί χρόνια ως διερμηνέας στον αποικιακό στρατό, αγόρασε αυτά τα πετρώδη στρέμματα γης. Είχε πει στον γιο του ότι είχε την ελπίδα να τα μετατρέψει σε μια ανθηρή αγροτική επιχείρηση που θα έτρεφε γενιές και γενιές μικρών Μπελχάζ. Ο Αμίν θυμόταν το βλέμμα του πατέρα του, τη σταθερή φωνή του καθώς παρουσίαζε τα σχέδιά του για το αγρόκτημα. Πολλά στρέμματα με αμπέλια, του είχε εξηγήσει, και εκτάρια ολόκληρα αποκλειστικά για δημητριακά. Στο μέρος του λόφου με τον περισσότερο ήλιο θα χτιζόταν ένα σπίτι, που θα το περιέβαλλαν οπωροφόρα δέντρα και μερικές σειρές από αμυγδαλιές. Ο Καντούρ ήταν περήφανος που αυτή η γη τού ανήκε. «Η γη μας!» Πρόφερε αυτές τις λέξεις όχι όπως θα τις πρόφεραν οι εθνικιστές ή οι άποικοι, στο όνομα κάποιων ηθικών αρχών ή ενός ιδεώδους, αλλά σαν ευτυχής ιδιοκτήτης ενός πράγματος που του ανήκε δικαιωματικά. Ο γερο-Μπελχάζ ήθελε να τον θάψουν εκεί και ήθελε να ταφούν εκεί και τα παιδιά του, ήθελε αυτή η γη να τον θρέψει και να γίνει και η τελευταία του κατοικία. Αλλά πέθανε το 1939, την εποχή που ο γιος του είχε καταταγεί στο σύνταγμα των Σπαχήδων και φορούσε περήφανα χλαίνη και σαλβάρι. Πριν φύγει για το μέτωπο, ο Αμίν, πρωτότοκος και πλέον αρχηγός της οικογένειας, νοίκιασε το κτήμα σε έναν Γάλλο από την Αλγερία.
Όταν η Ματίλντ ρώτησε από τι είχε πεθάνει τούτος ο πεθερός που δεν γνώρισε ποτέ, ο Αμίν απόθεσε το χέρι στην κοιλιά του και κούνησε το κεφάλι του σιωπηλά. Αργότερα, η Ματίλντ έμαθε τι του είχε συμβεί. Ο Καντούρ Μπελχάζ, από την εποχή που επέστρεψε από το Βερντέν, άρχισε να υποφέρει από χρόνια κοιλιαλγία, και κανένας μαροκινός ή ευρωπαίος θεραπευτής δεν είχε καταφέρει να τον ανακουφίσει. Εκείνος που καυχιόταν πως ήταν άνθρωπος της λογικής, που αισθανόταν υπερήφανος για τη μόρφωσή του και για το ταλέντο του στις ξένες γλώσσες είχε συρθεί, εξευτελισμένος και απελπισμένος, στο υπόγειο μιας σουάφα. Η μάγισσα είχε προσπαθήσει να τον πείσει ότι του είχαν κάνει μάγια, ότι κάποιος ήθελε το κακό του και ότι τους πόνους αυτούς τους προκαλούσε ένας τρομερός εχθρός. Του είχε δώσει ένα φύλλο χαρτί διπλωμένο στα τέσσερα μέσα στο οποίο υπήρχε μια βαθυκίτρινη σκόνη. Το ίδιο βράδυ, ήπιε το φάρμακο διαλυμένο σε νερό και πέθανε μέσα σε λίγες ώρες με φριχτούς πόνους. Στην οικογένεια δεν άρεσε να μιλούν γι’ αυτό. Ντρέπονταν για την αφέλεια του πατέρα και για τις συνθήκες του θανάτου του, καθώς ο αξιοσέβαστος αξιωματικός πέθανε από ακατάσχετη διάρροια στην εσωτερική αυλή, με τη λευκή του κελεμπία μέσα στις ακαθαρσίες.
Εκείνη την απριλιάτικη μέρα του 1947, ο Αμίν χαμογέλασε στη Ματίλντ και πίεσε τον αμαξά, που έτριβε τα βρόμικα γυμνά πόδια του το ένα με το άλλο, να βιαστεί. Ο χωρικός μαστίγωσε το μουλάρι ακόμα πιο δυνατά και η Ματίλντ αναπήδησε. Η βιαιότητα του τσιγγάνου τής προκαλούσε αγανάκτηση. Πλατάγιζε τη γλώσσα του, «Ρα», και χτυπούσε με το μαστίγιό του τα κοκαλιάρικα καπούλια του ζώου. Ήταν άνοιξη, και η Ματίλντ ήταν δύο μηνών έγκυος. Τα χωράφια είχαν καλυφθεί από καλέντουλες, μολόχες και μποράντζες. Ένα δροσερό αεράκι κουνούσε τους μίσχους των ηλιοτροπίων. Στις δύο πλευρές του δρόμου εκτείνονταν τα κτήματα των γάλλων αποίκων, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι εκεί είκοσι, τριάντα χρόνια τώρα και των οποίων οι φυτείες απλώνονταν σε ελαφριά κλίση μέχρι εκεί που φτάνει το βλέμμα. Οι περισσότεροι είχαν έρθει από την Αλγερία και οι αρχές τούς είχαν παραχωρήσει την πιο εύφορη γη και τις μεγαλύτερες εκτάσεις. Ο Αμίν τέντωσε το ένα του χέρι και έβαλε το άλλο σαν γείσο πάνω από τα μάτια του, για να τα προστατεύσει από τον μεσημεριανό ήλιο και να μπορέσει να θαυμάσει τις απέραντες εκτάσεις που απλώνονταν γύρω του. Έδειξε στη σύζυγό του με τον δείκτη τις σειρές των κυπαρισσιών που περιστοίχιζαν την ιδιοκτησία του Ροζέ Μαριανί, ο οποίος είχε κάνει περιουσία χάρη στην οινοπαραγωγή και στην εκτροφή χοίρων. Από τον δρόμο δεν μπορούσες να δεις ούτε το αρχοντικό ούτε καν τους αμπελώνες. Αλλά η Ματίλντ εύκολα μπορούσε να φανταστεί τον πλούτο αυτού του αγρότη, πλούτο που τη γέμιζε με ελπίδες και για το δικό της πεπρωμένο. Το τοπίο, γαλήνιας ομορφιάς, της θύμιζε μια γκραβούρα κρεμασμένη πάνω από το πιάνο στο σπίτι του δασκάλου της που της έκανε μουσική, στη Μιλούζ. Θυμήθηκε τι της έλεγε εκείνος γι’ αυτό: «Είναι στην Τοσκάνη, δεσποινίς. Ίσως μια μέρα να πάτε κι εσείς στην Ιταλία».
Η Ματίλντ ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του τσιγγάνου και τον κοίταξε σαν παιδί που προσπαθεί να καλοπιάσει έναν έξαλλο γονέα. Αλλά ο αμαξάς έγινε ακόμα πιο βίαιος. Έφτυσε κάτω, σήκωσε το χέρι και είπε: «Θες να δοκιμάσεις κι εσύ το μαστίγιό μου;»
Το μουλάρι σταμάτησε και άρχισε να βόσκει το χορτάρι στην άκρη του δρόμου. Δεν είχε καμία πρόθεση να ανεβεί την ανηφόρα που εκτεινόταν μπροστά τους και που ήταν γεμάτη από μεγάλες άσπρες πέτρες. Έξαλλος, ο αμαξάς ανασηκώθηκε και τάραξε το ζώο στις βρισιές και στις βουρδουλιές. Η Ματίλντ ένιωσε τα μάτια της να βουρκώνουν. Προσπάθησε να συγκρατηθεί, έγειρε πάνω στον σύζυγό της, που βρήκε αυτή την εκδήλωση τρυφερότητας κάπως ανάρμοστη.
«Τι έπαθες;» ρώτησε ο Αμίν.
«Πες του να σταματήσει να χτυπάει το καημένο το μουλάρι».
Η Ματίλντ ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του τσιγγάνου και τον κοίταξε σαν παιδί που προσπαθεί να καλοπιάσει έναν έξαλλο γονέα. Αλλά ο αμαξάς έγινε ακόμα πιο βίαιος. Έφτυσε κάτω, σήκωσε το χέρι και είπε: «Θες να δοκιμάσεις κι εσύ το μαστίγιό μου;»
Άλλαξε η ατμόσφαιρα, μαζί και το τοπίο. Έφτασαν στην κορυφή ενός λόφου με γυμνές πλαγιές. Ούτε λουλούδια ούτε κυπαρίσσια, μόνο κάποιες ελιές υπήρχαν που φυτοζωούσαν καταμεσής του βραχότοπου. Αυτός ο λόφος έδινε την εντύπωση άγονης γης. «Δεν είμαστε πια στην Τοσκάνη αλλά στην Άγρια Δύση» σκέφτηκε η Ματίλντ. Κατέβηκαν από το κάρο και περπάτησαν μέχρι ένα μικρό, άχαρο λευκό οικοδόμημα, που η στέγη του ήταν ένα απλό κομμάτι τσίγκου. Δεν ήταν σπίτι, αλλά υποτυπώδη στενόχωρα δωμάτια, σκοτεινά και υγρά, χτισμένα στη σειρά. Το μοναδικό παράθυρο, που ήταν τοποθετημένο πολύ ψηλά για να προστατεύει από τις επιδρομές των ζωυφίων, άφηνε να μπαίνει ένα αμυδρό φως. Στους τοίχους η Ματίλντ διέκρινε μεγάλους πρασινωπούς λεκέδες, που οφείλονταν στις βροχές. Ο προηγούμενος ενοικιαστής ζούσε μόνος· η σύζυγός του γύρισε στη Νιμ, όταν έχασε ένα παιδί, και αυτός δεν σκέφτηκε ποτέ να μετατρέψει τούτο το κτίριο σε ένα μέρος που να εκπέμπει θαλπωρή, φτιαγμένο για να φιλοξενήσει ενδεχομένως μια οικογένεια. Η Ματίλντ, παρά τον γλυκό καιρό, ένιωσε παγωμένη. Τα σχέδια που της παρουσίασε ο Αμίν τη γέμιζαν με ανησυχία.
Η ίδια απόγνωση την είχε καταλάβει όταν είχε φτάσει στο Ραμπάτ την 1η Μαρτίου 1946. Παρά τον απελπιστικά γαλάζιο ουρανό, παρά τη χαρά που θα ξανασυναντούσε τον σύζυγό της και την υπερηφάνειά της που ξέφευγε από μια προδιαγεγραμμένη μοίρα, είχε τρομάξει. Ταξίδευε επί δύο μέρες. Από το Στρασβούργο στο Παρίσι, από το Παρίσι στη Μασσαλία και στη συνέχεια από τη Μασσαλία στο Αλγέρι, όπου επιβιβάστηκε σε ένα παλιό Junkers, στο οποίο πίστεψε ότι θα πέθαινε. Καθισμένη σε ένα άβολο κάθισμα, περιτριγυρισμένη από άντρες με το βλέμμα κουρασμένο από τα τόσα χρόνια πολέμου, ίσα που κρατιόταν να μη βγάλει κραυγή. Κατά τη διάρκεια της πτήσης έκλαψε, έκανε εμετό, προσευχήθηκε στον Θεό. Στο στόμα της αναμείχθηκαν οι γεύσεις της χολής και του αλατιού. Ήταν θλιμμένη, όχι τόσο γιατί μπορεί να πέθαινε πετώντας πάνω από την Αφρική, αλλά πιο πολύ από την ιδέα πως θα εμφανιζόταν στην αποβάθρα, όπου θα την περίμενε ο άντρας της ζωής της, με φόρεμα τσαλακωμένο και καταλερωμένο από τον εμετό. Τελικά προσγειώθηκε σώα και αβλαβής, και ο Αμίν ήταν εκεί, ομορφότερος παρά ποτέ, κάτω από έναν ουρανό τόσο βαθυγάλαζο, που θα έλεγες ότι τον είχαν πλύνει με τη μάνικα. Ο σύζυγός της τη φίλησε στα μάγουλα, διακριτικός μπροστά στα βλέμματα των άλλων επιβατών. Της έπιασε το δεξί χέρι με τρόπο αισθησιακό και ταυτόχρονα απειλητικό. Έδειχνε να θέλει να την ελέγχει.
Πήραν ταξί, και η Ματίλντ έγειρε πάνω στο σώμα του Αμίν, το οποίο ένιωσε επιτέλους τσιτωμένο από τον πόθο, να πεινάει για κείνη. «Θα κοιμηθούμε στο ξενοδοχείο απόψε» είπε απευθυνόμενος στον οδηγό και, σαν να ήθελε να αποδείξει την ηθική του ακεραιότητα, πρόσθεσε: «Είναι η σύζυγός μου. Μόλις ανταμωθήκαμε ξανά». Το Ραμπάτ ήταν μια μικρή πόλη, λευκή και λουσμένη στο φως, που εξέπληξε τη Ματίλντ με την κομψότητά της. Περιεργάστηκε μαγεμένη τις αρ ντεκό προσόψεις των κτιρίων του κέντρου και κόλλησε τη μύτη της στο παράθυρο, για να δει καλύτερα τις όμορφες γυναίκες που κατέβαιναν τη λεωφόρο Λιοτέ, τα γάντια τους που ήταν ασορτί με τα παπούτσια και το καπέλο τους. Έργα παντού, κτίρια υπό κατασκευή, μπροστά στα οποία έρχονταν να ζητήσουν δουλειά άντρες ντυμένοι με κουρέλια. Εκεί περπατούσαν και κάποιες καλόγριες δίπλα σε δύο αγρότισσες με δεμάτια στην πλάτη. Ένα κοριτσάκι, με κούρεμα αλά γκαρσόν, γελούσε ανεβασμένο πάνω σε ένα γαϊδουράκι που το τραβούσε ένας μαύρος άντρας. Πρώτη φορά στη ζωή της, η Ματίλντ ανέπνεε τον αλμυρό αέρα του Ατλαντικού. Το φως της μέρας έπεσε, αποκτώντας κυρίως ροζ και απαλές αποχρώσεις. Νύσταζε και ετοιμαζόταν να ακουμπήσει το κεφάλι της στον ώμο του συζύγου της, όταν αυτός ανήγγειλε ότι είχαν φτάσει στον προορισμό τους.
Δεν βγήκαν από το δωμάτιο για δυο μέρες. Αυτή που είχε τόση περιέργεια για τους άλλους και για τον έξω κόσμο δεν θέλησε καν να ανοίξουν τα παραθυρόφυλλα. Δεν χόρταινε τα χέρια του Αμίν, το στόμα του, τη μυρωδιά του δέρματός του, όλα αυτά που –το καταλάβαινε τώρα– είχαν να κάνουν με την ατμόσφαιρα αυτής της χώρας. Ασκούσε πάνω της μια αληθινή σαγήνη και τον ικέτευε να μείνει μέσα της όσο το δυνατόν περισσότερο, ακόμα και όταν κοιμόντουσαν, ακόμα και όταν μιλούσαν.
Η μητέρα της Ματίλντ έλεγε ότι ο πόνος και η ντροπή ξυπνούσαν τη μνήμη του ζώου μέσα μας. Αλλά ποτέ δεν της είχε μιλήσει κανείς γι’ αυτή την ηδονή. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, τα βράδια της ερήμωσης και της θλίψης, η Ματίλντ αυνανιζόταν στο παγωμένο της κρεβάτι στο δωμάτιό της, στο πάνω πάτωμα. Όταν αντηχούσε ο συναγερμός που προειδοποιούσε για τις βόμβες, όταν άρχιζε να ακούγεται ο βόμβος ενός αεροπλάνου, η Ματίλντ έτρεχε όχι για να σωθεί, αλλά για να ικανοποιήσει τον πόθο της. Όποτε φοβόταν, ανέβαινε στο δωμάτιό της, η πόρτα του οποίου δεν έκλεινε, αλλά δεν την ένοιαζε καθόλου αν θα την έπιαναν στα πράσα. Έτσι κι αλλιώς, στους άλλους άρεσε να πηγαίνουν ομαδικά σε τρύπες και σε υπόγεια, ήθελαν να πεθάνουν όλοι μαζί, σαν τα ζώα. Ξάπλωνε στο κρεβάτι της, και ο οργασμός ήταν ο μόνος τρόπος να κατευνάζει τον φόβο, να τον ελέγχει, να μένει ανεπηρέαστη από τον πόλεμο. Ξαπλωμένη στα βρόμικα σεντόνια, σκεφτόταν τους άντρες που διέσχιζαν πεδιάδες με τουφέκια στα χέρια, άντρες που είχαν στερηθεί τις γυναίκες, όπως η ίδια είχε στερηθεί τους άντρες. Και, καθώς έτριβε το αιδοίο της, συνειδητοποιούσε το μέγεθος αυτού του απέραντα ανικανοποίητου πόθου, τη δίψα για έρωτα και κατάκτηση που είχε κυριεύσει τον πλανήτη ολόκληρο. Η σκέψη και μόνο αυτής της αστείρευτης λαγνείας την έφερνε σε κατάσταση έκστασης. Έριχνε το κεφάλι της προς τα πίσω και, με γυρισμένα μάτια, φανταζόταν πλήθη αντρών να έρχονται κοντά της, να την κάνουν δική τους, να την ευχαριστούν. Γι’ αυτή, φόβος και ηδονή γίνονταν ένα, και στις στιγμές του κινδύνου η πρώτη της σκέψη ήταν πάντα αυτή.
Μετά από δυο μέρες και δυο νύχτες, ο Αμίν, διψασμένος και πεινασμένος μέχρι θανάτου, χρειάστηκε σχεδόν να τη σπρώξει έξω από το κρεβάτι, για να την αναγκάσει να τον ακολουθήσει, να φάνε στον υπαίθριο χώρο του ξενοδοχείου. Αλλά και εκεί πάλι, καθώς το κρασί ζέσταινε την καρδιά της, σκεφτόταν τη θέση που ο Αμίν θα ερχόταν σύντομα να καταλάβει ανάμεσα στους μηρούς της. Το ύφος του συζύγου της όμως είχε σοβαρέψει. Έφαγε μισό κοτόπουλο με τα χέρια και ήθελε να μιλήσει για το μέλλον. Δεν ήθελε να ανεβεί στο δωμάτιο και ενοχλήθηκε που του πρότεινε να πάρουν έναν υπνάκο. Αρκετές φορές σηκώθηκε να κάνει τηλεφωνήματα. Όταν τον ρωτούσε με ποιον μιλούσε και πότε θα έφευγαν από το Ραμπάτ και το ξενοδοχείο, εκείνος δεν έδινε σαφή απάντηση. «Όλα θα πάνε καλά» της έλεγε. «Θα τα κανονίσω όλα».
Μετά από μία εβδομάδα, κι ενώ η Ματίλντ είχε περάσει μόνη της το απόγευμα, εκείνος μπήκε στο δωμάτιο νευρικός, αναστατωμένος. Η Ματίλντ τον γέμισε με χάδια, κάθισε στα γόνατά του. Ίσα που έβρεξε τα χείλη του στο ποτήρι της μπίρας που του είχε σερβίρει και είπε: «Έχω ένα κακό νέο. Πρέπει να περιμένουμε μερικούς μήνες μέχρι να εγκατασταθούμε στην ιδιοκτησία μας. Μίλησα με τον ενοικιαστή και αρνείται να φύγει από το αγρόκτημα πριν από τη λήξη της μίσθωσης. Προσπάθησα να βρω ένα διαμέρισμα στο Μεκνές, αλλά υπάρχουν ακόμη πολλοί πρόσφυγες και τίποτα προς ενοικίαση σε λογική τιμή». Η Ματίλντ ένιωσε απελπισία.
«Τι θα κάνουμε λοιπόν;»
«Στο μεσοδιάστημα θα μείνουμε στη μητέρα μου».
Η Ματίλντ σηκώθηκε με έναν πήδο και άρχισε να γελάει.
«Σοβαρολογείς;» Έδειχνε να βρίσκει την κατάσταση γελοία, κωμική. Πώς ένας άντρας σαν τον Αμίν, ένας άντρας ικανός να την κάνει δική του, έτσι όπως το έκανε την προηγούμενη νύχτα, μπορούσε να σκεφτεί ότι θα πήγαιναν να ζήσουν με τη μητέρα του;
Αλλά ο Αμίν δεν το έβλεπε αστείο. Παρέμενε καθιστός, ώστε να μην είναι εκτεθειμένος λόγω της διαφοράς ύψους ανάμεσα στη γυναίκα του και στον ίδιο. Με παγερή φωνή και βλέμμα καρφωμένο στο μωσαϊκό, δήλωσε:
«Έτσι γίνεται εδώ».