
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Ulrich Alexander Boschwitz «Άνθρωποι στο περιθώριο» (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, Άγγελος Αγγελίδης), που κυκλοφορεί στις 9 Ιουνίου από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
⓴
Έφτασαν στον Χαρούμενο Κυνηγό και μπήκαν. Ο Γκρίσμαν κοίταξε γύρω με περιέργεια. Σ’ ένα τραπέζι καθόταν μια γριά και κοιμόταν. Δίπλα της είχε δύο βαλίτσες. Ο Γκρίσμαν αμέσως αναρωτήθηκε αν μπορούσε να τις κλέψει. Αλλά η γριά ήταν τόσο άθλια ντυμένη, που σίγουρα στις βαλίτσες της δεν θα ’χε τίποτα της προκοπής. Απόψε, άλλωστε, αυτός είχε άλλους σκοπούς.
Κάθισαν κι ο Γκρίσμαν παράγγειλε: «Τρία σναπς». Τα σναπς ήρθαν. Μα πριν προλάβει ο Βαρελής να απλώσει χέρι στο ποτήρι του, ο γέρος του το ’χε πάρει. Το ’βαλε μπροστά του. Από την τσέπη του έβγαλε τη σακούλα με τα ψωμάκια κι έδωσε ένα στον Βαρελή, που κοίταζε με λύπη το ποτήρι του.
«Δεν θα πιει;» ρώτησε ο Γκρίσμαν.
«Όχι», απάντησε ο Φούντχολτς.
Ο Γκρίσμαν δεν έφερε αντίρρηση. Η σκηνή στον δρόμο, λίγο πριν, τον είχε βάλει σε σκέψεις. Ο γέρος δεν ήταν χειροδύναμος, σίγουρα δεν ήταν πιο δυνατός από τον ίδιον. Αλλά είχε κότσια.
Νωρίς τα βράδια έμπαιναν πολλοί λιανοπωλητές στον Χαρούμενο Κυνηγό. Πλανόδιοι μικρέμποροι λέγονταν τώρα, αλλά δεν διέφεραν σε τίποτα από τους γυρολόγους της παλιάς σχολής. Όπως κι οι παλιοί, κρατούσαν παραμάσχαλα ή κρεμασμένη μπροστά τους την πραμάτεια τους. Έμπαιναν για να πουλήσουν ή για να πιουν ένα ποτήρι μπίρα στα όρθια. Μετά ξανάφευγαν.
Σιγά σιγά το κέντρο γέμιζε. Η πελατεία του Χαρούμενου Κυνηγού ήταν από διάφορες κοινωνικές τάξεις, από διάφορους επαγγελματικούς κλάδους. Κόσμος που ερχόταν από παντού. Εργάτες και υπάλληλοι με τις φιλενάδες τους. Άντρες μόνοι, που έψαχναν γυναικεία συντροφιά, παρέες νεαρά κορίτσια, που έρχονταν προπάντων για να χορέψουν.
Έρχονταν κι άνεργοι, που περνούσαν όλο το βράδυ μ’ ένα ποτηράκι μπίρα, επειδή δεν τους χωρούσε το σπίτι τους, κι άλλοι, σκληροτράχηλοι μπεκρήδες, που σ’ ένα βράδυ μέσα μπορούσαν να πιουν όλο τους το μηνιάτικο, αν τους έπιανε στεναχώρια ή έβρισκαν άλλη πρόχειρη αφορμή.
Έρχονταν κοπέλες που έψαχναν αγαπητικό για μία νύχτα ή και για μισή ώρα μόνο. Αργότερα, κατά τις έντεκα, έρχονταν οι κύριοι και οι κυρίες απ’ τις Δυτικές Συνοικίες, η καλή κοινωνία που ήθελε να δει πώς διασκέδαζε ο λαουτζίκος.
Στο μεταξύ έμπαινε και κόσμος από τη γειτονιά. Το κέντρο γέμιζε, οι πελάτες περίμεναν ν’ ανοίξει η μεγάλη σάλα.
Ήρθε επιτέλους η ώρα. Ο Χάγκεν ο ίδιος άνοιξε τα μεγάλα πορτόφυλλα και οι θαμώνες όρμησαν μέσα. Ο Γκρίσμαν ανυπομονούσε να δει τη σάλα του χορού και σηκώθηκε ν’ ακολουθήσει τους άλλους. Ο Φούντχολτς και ο Βαρελής, αντίθετα, έμειναν καθισμένοι στις θέσεις τους. Ο Βαρελής μασουλούσε το τρίτο ψωμάκι. Δεν είχε κανένα ενδιαφέρον ούτε για τον χορό ούτε για τη μουσική. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν το τέταρτο ψωμάκι και πότε θα το ’παιρνε στα χέρια του. Ο Φούντχολτς έπινε το δεύτερο σναπς με τα μάτια κλειστά – και χαιρόταν που είχε άλλα τρία να πιει απόψε.
Έρχονταν κοπέλες που έψαχναν αγαπητικό για μία νύχτα ή και για μισή ώρα μόνο. Αργότερα, κατά τις έντεκα, έρχονταν οι κύριοι και οι κυρίες απ’ τις Δυτικές Συνοικίες, η καλή κοινωνία που ήθελε να δει πώς διασκέδαζε ο λαουτζίκος.
Ο Γκρίσμαν μπήκε στη μεγάλη σάλα. Ήταν ίδια με τη μικρή, απλά είχε στους τοίχους αραδιασμένα ένα σωρό άστρωτα ξύλινα τραπέζια. Στον τοίχο απέναντι απ’ την πόρτα είδε ένα πιάνο, πίσω του μισοκρυμμένη μια δεύτερη πόρτα. Προφανώς υπήρχε κι άλλη αίθουσα στον Χαρούμενο Κυνηγό.
Ο κύριος Χάγκεν το ’χε βάλει επίτηδες εκεί το πιάνο, για να σκεπάζει όποτε χρειαζόταν τη φασαρία από την τρίτη σάλα, τη σάλα των συνεδριάσεων. Ελάχιστοι από τους θαμώνες του μαγαζιού ήξεραν ότι υπήρχε κι άλλη αίθουσα – και ποιοι τη χρησιμοποιούσαν.
Ο Γκρίσμαν τριγύρισε μέσα στη μεγάλη σάλα. Έψαξε τον Ζόνενμπεργκ, αλλά δεν τον βρήκε. Τα τραπέζια κολλητά στους τοίχους γέμισαν γρήγορα, ο Γκρίσμαν βρήκε ένα ελεύθερο κοντά στο πιάνο και κάθισε. Στη μέση της σάλας ήταν αφημένος χώρος ελεύθερος, για τους χορευτές. Μα η μουσική θ’ άρχιζε αργότερα, κι έτσι ο Γκρίσμαν παράγγειλε ένα ποτήρι μπίρα. Δεν τον πείραζε που καθόταν μόνος του. Αν χρειαζόταν τον Φούντχολτς, ήξερε πού θα τον έβρισκε. Προς το παρόν ο Φούντχολτς ήταν γι’ αυτόν ένα έξοδο μόνο, ένα έξοδο που δεν του απέφερε τίποτα.
Στα διπλανά τραπέζια κάθονταν ζευγαράκια. Ο Γκρίσμαν κοίταξε γύρω του. Είδε κάμποσες ωραίες κοπέλες, δυστυχώς είχαν όλες καβαλιέρο. Το βλέμμα του στάθηκε σ’ έναν γέρο δεξιά από κει που καθόταν ο ίδιος. Καθόταν στητός, αλλά κόντευε να τελειώσει το τρίτο ποτήρι του, ενώ ο Γκρίσμαν ήταν ακόμα στο πρώτο. Ο άντρας είχε κρεμασμένα μάγουλα κι έδειχνε μελαγχολικός. Αντιλήφθηκε το βλέμμα του Γκρίσμαν, κι όταν σήκωσε ξανά την μπίρα του, του κούνησε το κεφάλι.
«Εις υγείαν», είπε ο Γκρίσμαν. Ο άντρας ευχαρίστησε.
Ο Γκρίσμαν προσπάθησε να ξεκινήσει κουβέντα.
«Καλή η μπίρα;» ρώτησε.
Ο άντρας έγνεψε αρνητικά. «Όχι!» Έκανε νόημα σ’ ένα περαστικό γκαρσόνι. «Άλλο ένα ποτήρι».
«Η μπίρα εδώ δεν αξίζει», είπε στον Γκρίσμαν.
«Καλά το κατάλαβα», απάντησε θαρρετά ο Γκρίσμαν.
«Όχι», ξανάπε ο άντρας. «Λίντνερ», συστήθηκε μετά. «Δικαστικός επιμελητής».
«Γκρίσμαν», απάντησε ο Γκρίσμαν μ’ ένα μικρό νεύμα, σχεδόν σεβασμού. Δικαστικός επιμελητής. Άρα κρατικός υπάλληλος. Οι δικαστικοί επιμελητές ήταν στα μάτια του Γκρίσμαν υπάλληλοι με εξουσία. «Έρχεστε συχνά εδώ;» ρώτησε.
Ο Λίντνερ σκούπισε το πάνω χείλι του. «Είναι καλό μαγαζί!» είπε καταδεχτικά. Και σηκώνοντας το ποτήρι του αποτελείωσε την μπίρα του.
Μηχανικά ο Γκρίσμαν μιμήθηκε την κίνησή του.
«Δύσκολοι οι καιροί», είπε μετά.
Ο Λίντνερ συμφώνησε. «Δύσκολοι, αλλά δεν πρέπει να χάνει κανείς το κουράγιο του. Εγώ δεν χάνω ποτέ το κουράγιο μου!»
Αυτή η απάντηση τον νευρίασε τον Γκρίσμαν. Τι λόγο είχε ένας δικαστικός επιμελητής να χάσει το κουράγιο του; Όσο χειρότερα την είχαν οι άλλοι, τόσο καλύτερα πήγαιναν τα πράγματα γι’ αυτόν.