Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Μαριλένας Παπαϊωάννου «Ένα πιάτο λιγότερο», που θα κυκλοφορήσει στις 23 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Σαντορίνη, 1965
Τετάρτη 14 Ιουλίου
ΚΑΡΤΕΡΑΔΟΣ
Ξεμαλλιασμένη και με το βλέμμα ακυβέρνητο, η Αθηνά Καγιαλή χτυπιέται μες στην αγκαλιά του Στάθη που κάθε τόσο την αφήνει να του γδέρνει την πλάτη για να μη γδάρει του Παύλου το δέρμα.
Ουρλιάζει εδώ και μία ώρα. Δεν μπορεί να χωνέψει όσα ακούει, δεν μπορεί ούτε καν να τα καταπιεί· ο γιος της ο Σαράντης νεκρός, λίγο πριν ξημερώσει γλίστρησε κατά λάθος στα σκαμμένα, έπεσε προς τα πίσω με το κεφάλι απάνω στη στήλη κι έμεινε στον τόπο.
«Παύλο, φύγε γιατί θα σε ξανακάψω».
Η γυναίκα κυριολεκτεί – όταν σκοτώσανε τον άλλο της γιο, τον Ηλία, πριν από δεκαοχτώ χρόνια, το νέο τη βρήκε πάλι πάνω απ’ τη φωτιά· ο Παύλος τής το ’φερε και τότε, οχτώ χρονώ παιδί, κι όπως στεκόταν μπρος στο τσουκάλι, το σήκωσε ξαφνικά και χωρίς να το σκεφτεί του πέταξε στα πόδια το ζεματιστό νερό κι ύστερα άρχισε να τραβάει τα μαλλιά της.
Ο Παύλος δεν αντιδρά. Άσπρος σαν το πανί, στρίβει τα μάτια του αλλού· στο τραπέζι, στα παράθυρα, στους τοίχους, παντού και πουθενά, οπουδήποτε μπορεί ν’ αποφύγει το βλέμμα της. Δεν τολμά να την κοιτάξει στα μάτια, δεν τολμά ούτε καν να την πλησιάσει. Μόνο αναπνέει, κι αυτό ίσα ίσα.
Τελικά προσπαθεί να την ακουμπήσει στον ώμο, όταν πια εκείνη έχει γονατίσει κατάχαμα, εξαντλημένη απ’ τις κραυγές κι έναν οξύ πόνο που της πιέζει το στήθος. Όπως όμως σκύβει για να την αγγίξει, αυτή τινάζεται ξαφνικά λες και τη διαπερνά ρεύμα, τον τραβάει απότομα απ’ τον αγκώνα και τον φέρνει κοντά στ’ αγριεμένο της πρόσωπο. Προσπαθεί να μιλήσει, μα δεν βγαίνουν λέξεις απ’ το στόμα της, μόνο τα μάτια της φωνάζουν.
Κι ο Παύλος δαγκώνει τη γλώσσα του. Καταπίνει το σάλιο του σαν να καταπίνει πέτρες. Το καταλαβαίνει πως, ό,τι και να πει, είναι περιττό. Δεν ξέρει τι να κάνει, μοιάζουν όλα ανώφελα. Απομακρύνει μαλακά το χέρι της, σηκώνεται, χαιρετά μόνο μ’ ένα νεύμα τον Στάθη και βγαίνει απ’ το σπίτι μουδιασμένος.
Έξω, στην αυλή, έχει ήδη μαζευτεί κόσμος. Μετρά στα γρήγορα πάνω από είκοσι ανθρώπους· στις διπλανές ταράτσες οι γείτονες, στο σοκάκι οι περαστικοί. Ομιλίες δεν ακούγονται, κλάμα κανένα, τίποτα, τσιμουδιά, λες και ένα χέρι φράζει ολωνών τα στόματα. Τα βλέμματα όμως έχουν βουρκώσει, μερικές γυναίκες πιάνουν την κοιλιά τους, κάτι παιδιά απορούνε τρομαγμένα, οι γέροι ψάχνουν έναν τοίχο να στηριχτούν.
Όπως όμως σκύβει για να την αγγίξει, αυτή τινάζεται ξαφνικά λες και τη διαπερνά ρεύμα, τον τραβάει απότομα απ’ τον αγκώνα και τον φέρνει κοντά στ’ αγριεμένο της πρόσωπο. Προσπαθεί να μιλήσει, μα δεν βγαίνουν λέξεις απ’ το στόμα της, μόνο τα μάτια της φωνάζουν.
Ξέχωρα απ’ το πλήθος στέκεται και περιμένει μόνη η Θωμαή· το αίμα της παγωμένο, τα μάτια κόκκινα, οι σκέψεις αχαλίνωτες.
Πλησιάζει τον Παύλο, κάτι τού ψιθυρίζει κοντά στ’ αυτί, εκείνος γνέφει καταφατικά, την αγκαλιάζει σφιχτά, τη χαϊδεύει στο μάγουλο, δεν μιλάει.
Αυτή πνίγει έναν λυγμό που της ανεβαίνει ορμητικά ως το λαιμό, σκουπίζει τις ιδρωμένες της παλάμες πάνω στη νυχτικιά, ξαναμπαίνει μες στο σπίτι.
Μόλις τη βλέπει, η Αθηνά καταρρέει ολοκληρωτικά. Από πριν έχουν λυγίσει τα γόνατά της καταγής, τώρα όμως λύνεται και το στέρνο της· πέφτει προς τα πίσω κι ίσα που προλαβαίνει ο Στάθης να συγκρατήσει το κεφάλι της.
Ο Σαράντης μου, λέει μόνο.
Κι είναι σαν να μην τελειώνει τη φράση της, αφήνει αυτό το μου να σκίσει τον αέρα σαν βέλος, τ’ αφήνει να τρυπήσει και την κόρη της και τον άντρα της και την ίδια. Δεν το κάνει επίτηδες, απλώς συμβαίνει.
Η Θωμαή την κοιτάζει σαν να βλέπει φάντασμα. Δεν λέει τίποτα. Σκύβει μόνο να βοηθήσει τον Στάθη να τη σηκώσουν και να την καθίσουν στο ντιβάνι δίπλα απ’ το παράθυρο. Ύστερα την ακουμπά λίγο με τα χείλη στο μέτωπο, την πιάνει και στο σβέρκο, πηγαίνει να φέρει από μέσα ένα υγρό προσόψι για να τη δροσίσει.
Τ’ απλώνει πάνω στο λαιμό της κι η Αθηνά βγάζει έναν μικρό αναστεναγμό. Είναι κάθιδρη. Τα ρούχα της έχουν μουσκέψει, τα μαλλιά της έχουν νοτίσει στις ρίζες, οι παλάμες της υγρές, το στήθος της βρεγμένο κι αυτό, όλα υγρά, όλα ποτισμένα. Μόνο τα μάτια της μένουν στεγνά, ξερά σαν το απότιστο χώμα – ούτε ένα δάκρυ ακόμα. Και τα χείλη της, κι αυτά ξερά είναι. Δεν μπορεί να βγάλει απ’ το στόμα κανέναν ήχο πλέον. Οι λέξεις φτάνουν ως τη γλώσσα, σπρώχνονται πίσω απ’ τα δόντια, μα τα χείλη δεν ανοίγουν, η Αθηνά δεν τ’ ανοίγει, καθόλου δεν τα κουνά, σαν ξαφνικά ν’ αρνείται.
Μένει εντελώς βουβή.
Ο Στάθης πλησιάζει τη Θωμαή, την πιάνει απ’ τον ώμο, πετάξου να φέρεις τον γιατρό, της λέει ανοίγοντας ίσα ίσα τα χείλη του, κι εκείνη τινάζεται μεμιάς σαν ελατήριο. Κάνει μερικά βήματα, στρίβει το κεφάλι της, πάει να πει κάτι, τελικά το μετανιώνει, μένει κι αυτή βουβή. Μπαίνει στην κάμαρά της, ντύνεται μηχανικά, φοράει τα παπούτσια της χωρίς να δέσει τα κορδόνια. Επιστρέφει στο σαλόνι, κοιτάζει τους γονείς της και για μια στιγμή τής έρχεται μια σκληρή ανάμνηση στο νου. Σφίγγει τα δόντια, παίρνει μια βαθιά ανάσα, βγαίνει.
Κι όταν κλείνει την πόρτα πίσω της, μες στο σπίτι μένουν ολομόναχοι ο Στάθης με την Αθηνά, κεραυνοβολημένοι απ’ το ξαφνικό μαντάτο. Δεν μιλούν καθόλου, ούτε αγγίζονται. Η Αθηνά έχει ήδη χτίσει έναν τοίχο γύρω της. Δεν βλέπει και δεν ακούει τίποτα· έχει παραλύσει ολότελα. Ο Στάθης την κοιτάζει επίμονα, ψάχνει να τη βρει κάτω απ’ τα συντρίμμια, μα το μόνο που βλέπει στο πρόσωπό της είναι ένα έρημο τοπίο. Θέλει να την αγκαλιάσει, λαχταρά να βρει έναν τρόπο να την πλησιάσει, κάτι να της πει, κάπου να διασταυρώσουν τη θλίψη τους, μα τελικά μένει κι αυτός αδρανής. Νιώθει κι ο ίδιος εντελώς παράλυτος.
✾ ✾
Πέμπτη 15 Ιουλίου
ΦΗΡΑ
Χρόνια έχει να διαβεί αυτό το κατώφλι.
Το βλέμμα του εξονυχιστικό, ελέγχει σπιθαμή προς σπιθαμή την πόρτα. Υπολογίζει εκατοστά, μετρά σημάδια, περιεργάζεται εδώ κι εκεί το σκάσιμο της μπογιάς. Ακουμπά το πόμολο, αρχίζει να θυμάται, ακουμπά και το ξύλο, αρχίζει να θυμώνει. Ακόμα δεν χτυπά, απλώς στέκεται και παρατηρεί. Στρίβει το κεφάλι αριστερά, το βλέμμα του χάνεται στη θάλασσα, φτάνει ως την Ανάφη. Ύστερα στρίβει δεξιά, διαγώνια ψηλά, οι εκκλησίες των καθολικών, ο τρούλος του Βαπτιστή ψηλότερα απ’ όλες.
Απ’ το πρωί μια ταραχή ανακατεύει το στομάχι του, σ’ όλο το ταξίδι ζαλιζόταν. Τώρα η ταραχή έχει γίνει αμηχανία κι η αμηχανία πικρή νοσταλγία. Τον πονάνε και τα γόνατά του πάλι, η μέση το ίδιο, ο λαιμός στεγνός.
Προσπαθεί κάπως να κρύψει τη σαστιμάρα του, παίρνει πολλές βαθιές ανάσες, ισιώνει το πουκάμισό του, τεντώνει και το θώρακα, πάλι αυτός ο σφάχτης στη μέση, τελικά χτυπάει.
Μισοϋπνωτισμένη απ’ τα σύννεφα του καπνού της, η Κική αιφνιδιάζεται. Πηγαίνει προς την πόρτα σέρνοντας τα βήματά της, πλησιάζει το αυτί στο ξύλο, γέρνει ολόκληρη, ποιος είναι; ρωτά.
Η φωνή που ακούει της προκαλεί ρίγος σε όλο το σώμα.
Ανοίγει αργά κι ασυναίσθητα φέρνει το χέρι της μπρος στο στόμα. Ξαφνικά ένας κατακλυσμός αναμνήσεων την πλημμυρίζει, το παρελθόν ανάκατα με το παρόν, ολοζώντανο μπροστά της.
Ο Νίκος γερός, αρτιμελής, τουλάχιστον. Κρατά στο δεξί χέρι ένα ματσάκι γαρίφαλα, στο αριστερό μια μικρή τσάντα. Η Κική αφήνει το χέρι της να πέσει, πισωπατά χωρίς να το καταλάβει –λίγο για να μπορέσει να τον δει καλύτερα, λίγο για να βρει την ισορροπία της–, παίρνει απ’ τα χέρια του τα λουλούδια, του λέει να περάσει.
Για κάμποσα λεπτά, στέκονται κι απλώς κοιτάζονται χωρίς να μιλούν.
Δεν χρειάζεται να της το πει, είναι προφανές. Ο αρχαιολόγος Νίκος Μανωλικάκης, έφορος Κυκλάδων πια, λίγο πριν από τη σύνταξη, έχει έρθει απ’ τη Μύκονο για να κάνει την αυτοψία στο σημείο όπου βρέθηκε η στήλη. Ο άνθρωπος Νίκος έχει έρθει για την κηδεία του Σαράντη, αλλά κυρίως για την ίδια. Ούτε χρειάζεται να της πει πως δεν έχει ακόμη ανεβεί στην τρύπα, γιατί ήθελε πρώτα να δει εκείνη – κι αυτό είναι προφανές· δύο η ώρα έφτασε στο Γιαλό το ποστάλι, τώρα είναι τρεις παρά πέντε κι αυτός βρίσκεται στην πόρτα της.
Τρεις και δέκα έχει ήδη πέσει η πρώτη αγκαλιά, τέσσερις παρά τέταρτο έχουν πέσει και τα πρώτα δάκρυα.