Προδημοσίευση αποσπάσματος από το αφήγημα του Χανς Έριχ Νόσσακ «Η καταστροφή» (μτφρ. Αλέξανδρος Κυπριώτης), που κυκλοφορεί στις 12 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Σκαρίφημα.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Έζησα την καταστροφή του Αμβούργου ως θεατής. Η μοίρα με προφύλαξε από το να παίξω κάποιον προσωπικό ρόλο τότε. Δεν ξέρω γιατί, δεν έχω καν καταλήξει ακόμη αν πρέπει να το πάρω ως εύνοια αυτό. Μίλησα σε πολλές εκατοντάδες από εκείνους που ήσαν εκεί, γυναίκες και άνδρες, αυτά που διηγούνται, όταν μιλούν τουλάχιστον γι’ αυτήν, είναι τόσο αδιανόητα φρικτά, που είναι ασύλληπτο πώς μπόρεσαν να τα περάσουν. Αλλά εκείνοι είχαν τον ρόλο τους και τις ατάκες τους και ήσαν αναγκασμένοι να δράσουν αναλόγως· και ό,τι θυμούνται και αναφέρουν, ακόμη κι αν ως κάτι προσωπικό είναι τόσο συγκλονιστικό, είναι πάντα το κομμάτι που συνδέεται με τον δικό τους ρόλο. Οι περισσότεροι, σαν έτρεχαν να βγουν στο ύπαιθρο από τα σπίτια τους που καίγονταν, δεν ήξεραν καν ότι καιγόταν ολόκληρη η πόλη. Πίστευαν ότι ήταν μόνο ο δρόμος τους ή το πολύ πολύ η συνοικία τους, και αυτό ίσως ήταν η σωτηρία τους.
Για μένα η πόλη καταστράφηκε συνολικά, και ο δικός μου ο κίνδυνος, παρακολουθώντας και γνωρίζοντας, έγκειτο στο να με καταβάλει ο πόνος της συλλογικής μοίρας. Νιώθω ότι μου έχει ανατεθεί να δώσω λογαριασμό γι’ αυτό. Να μη με ρωτήσει κανείς γιατί μιλώ τόσο αλαζονικά για ανάθεση: δεν μπορώ να του απαντήσω. Έχω την αίσθηση ότι το στόμα μου θα έμενε κλειστό εις τους αιώνας των αιώνων, αν προηγουμένως δεν το έφερνα αυτό εις πέρας. Και κάτι με πιέζει να το κάνω τώρα κιόλας· έχουν βέβαια περάσει μόνο τρεις μήνες από τότε, αλλά επειδή ποτέ δεν θα είναι δυνατόν να συλλάβει η λογική ως πραγματικότητα αυτό που συνέβη τότε και να το ταξινομήσει στη μνήμη, φοβάμαι ότι σιγά σιγά θα σβηστεί σαν ένα κακό όνειρο.
Στις 21 Ιουλίου 1943, μια Τετάρτη ήταν, πήγα νωρίς το πρωί στο Χορστ του Μάσεν, ένα χωριό στον ερεικώνα με οικισμούς για τα σαββατοκύριακα, περίπου 15 χιλιόμετρα ακριβώς νότια της περιφέρειας της πόλης του Αμβούργου. Η Μίζι είχε πάει μία ημέρα νωρίτερα και μου είχε πει στο τηλέφωνο το προηγούμενο βράδυ ότι τελικά είχε καταφέρει να νοικιάσει μια μικρή καλύβα για δεκατέσσερις ημέρες· έπειτα από δεν ξέρω πόσες μάταιες προσπάθειες και παρακάλια τις προηγούμενες εβδομάδες! Και μάλιστα τότε μόνο και μόνο επειδή προσέφερε ως αντάλλαγμα εκατόν είκοσι πέντε γραμμάρια καφέ. Εδώ και πέντε χρόνια ήταν η πρώτη φορά που έφευγα απ’ το Αμβούργο για να ξεκουραστώ. Δεν υπάρχει εξήγηση γιατί δεν είπα όχι κι αυτή τη φορά· διότι όλα ήσαν ενάντια σ’ αυτές τις διακοπές, κι αν μη τι άλλο, τουλάχιστον η αρρωστημένη μου αποστροφή ν’ αφήσω την πόλη και το δωμάτιό μου, για να χαραμίσω, όπως συνήθιζα να λέω, κάπου τον χρόνο μου, προτού κάνω κάτι χειροπιαστό στη ζωή μου.
Επειδή έπρεπε να φροντίσουμε μόνοι μας τη διατροφή μας, η βαλίτσα μου ήταν αρκετά βαριά, κι εγώ ξεφυσούσα πιο δυνατά απ’ όσο χρειαζόταν. Το σκεφτήκαμε πολλές φορές· αν μας ήταν δυνατόν να κοιτάξουμε μόνο τέσσερις ημέρες παρακάτω, θα κουβαλούσα τα τριπλάσια δίχως γκρίνια.
Η Μίζι με παρέλαβε από το λεωφορείο. Φορούσε ένα κόκκινο λινό φουστάνι και ένα άσπρο μαντίλι στο κεφάλι. Χάρηκε για την άφιξή μου και συγχρόνως απορούσε που είχα πάει. Στον δρόμο για την καλύβα προσπάθησε να μου τα περιγράψει όλα γρήγορα, για να μην απογοητευτώ. Είχαμε δέκα λεπτά ακόμη δρόμο. Επειδή έπρεπε να φροντίσουμε μόνοι μας τη διατροφή μας, η βαλίτσα μου ήταν αρκετά βαριά, κι εγώ ξεφυσούσα πιο δυνατά απ’ όσο χρειαζόταν. Το σκεφτήκαμε πολλές φορές· αν μας ήταν δυνατόν να κοιτάξουμε μόνο τέσσερις ημέρες παρακάτω, θα κουβαλούσα τα τριπλάσια δίχως γκρίνια. Εκείνη την απόσταση, έναν φαρδύ, ωραίο χωματόδρομο με πολλές αυλακιές από ρόδες στο χώμα, τον πηγαίναμε δυο μήνες πάνω από μία φορά την ημέρα και μεταφέραμε βαριά φορτία πέρα δώθε. Μια φορά μάλιστα τριακόσια πενήντα κιλά μπρικέτες πάνω σ’ ένα μικρό καρότσι.
Η καλύβα ήταν κρυμμένη δεξιά απ’ τον δρόμο στη ράχη ενός λόφου ανάμεσα σε αχλαδιές, θάμνους πεύκων και έναν εντελώς ρημαγμένο λαχανόκηπο. Μόνο η μυτερή κόκκινη σκεπή ξεχώριζε. Προς τον βορρά η θέα ήταν ανοιχτή σ’ ένα ξερό κοίλωμα δίχως δένδρα, το οποίο πάλι ήταν αποκομμένο γλυκά από μιαν άλλη σειρά λόφων. Πίσω από ’κεί κατηφόριζε το τοπίο ανεπαίσθητα μέχρι τον Έλβα και προς το Αμβούργο. Όταν ο αέρας ήταν καθαρός έβλεπες τα καμπαναριά της πόλης. Ο ιδιοκτήτης, ένας μάστορας κτίστης, είχε κτίσει μόνος του την καλύβα με τούβλα. Έμπαινες μέσα από μια τζαμωτή βεράντα, όχι δίχως κόπο, διότι ήταν παραγεμισμένη με κάθε είδους συσκευές, μετά έφτανες στην κουζίνα, δίπλα στην οποία υπήρχε ένα κάπως μεγαλύτερο καθιστικό και κολλητά σ’ εκείνο, προφανώς κτισμένο αργότερα, ένα μικροσκοπικό καμαράκι, στο οποίο μπορούσε να μπει το κρεβάτι όπου θα κοιμόμουν εγώ. Από την κουζίνα μια σκάλα οδηγούσε στον χώρο κάτω από τη στέγη, όπου υπήρχε άλλο ένα κρεβάτι, στο οποίο κοιμόταν η Μίζι. Τα δωμάτια φαίνονταν ακόμη πιο μικρά απ’ ό,τι ήσαν, επειδή τα είχαν γεμίσει με εντελώς αταίριαστα μικροαστικά έπιπλα. Κάτω από τη σκάλα ήταν μια αποθηκούλα, στην οποία ζούσε ένα μικρό καφετί ποντίκι του αγρού. Όταν καθόμαστε στο τραπέζι, έβγαζε καμιά φορά το κεφαλάκι του από τη χαραμάδα και με τα έξυπνα μάτια του εξέταζε τον χώρο. Ωστόσο το σπουδαιότερο: στην κουζίνα είχε μια καταπακτή μ’ έναν σιδερένιο δακτύλιο. Αν τη σήκωνες, μπορούσες να σφηνωθείς και να κατέβεις από μια απότομη σκαλίτσα σε μια υπόγα. Έκανε κρύο εκεί και μύριζε υγρασία το χώμα. Η καταπακτή και το κελάρι μάς θύμισαν αμέσως τη Νεκρή ημέρα του Μπάρλαχ.
Φως δεν υπήρχε, είχαμε φέρει μαζί μας τα υπολείμματα ενός χοντρού κεριού για την εκκλησία. Νερό έπρεπε να πηγαίνουμε να φέρνουμε από πολύ μακριά απ’ το πηγάδι του γείτονα. Ξύλα και κουκουνάρια μαζεύαμε κάθε μέρα στο δάσος. Η κουζίνα δεν τραβούσε καθόλου καλά και κατάπινε μεγάλες ποσότητες από ’κείνα· χρειαζόσουν μιαν ώρα, για ν’ αρχίσει το νερό να βράζει. Όλες αυτές οι ελλείψεις δεν μας ενοχλούσαν καθόλου τότε, ήσαν κι αυτές μέρος των διακοπών μας. Κάθε φορά που άναβα τη φωτιά, έτρεχα έξω, για να δω με μεγάλη μου ευχαρίστηση τον καπνό που έβγαινε απ’ τη δική μας καμινάδα. Οι πρώτες δυο ημέρες πέρασαν με πονοκέφαλο όπως πάντα στον αέρα του ερεικώνα, μετά συνηθίσαμε. Πέρα απ’ όταν πηγαίναμε στο χωριό για να ψωνίσουμε, δεν βλέπαμε άνθρωπο σχεδόν. Το κοντινότερο σπίτι βέβαια δεν ήταν πολύ μακριά, μια εντελώς εγκαταλελειμμένη παράγκα. Οι άνθρωποι που έμεναν εκεί είχαν άσχημη φήμη· ο κόσμος έλεγε ότι ο άνδρας είχε ριχτεί στην κόρη του και ότι είχε κάνει στη φυλακή γι’ αυτό. Όλα τα παιδιά τα είχανε κλείσει σε αναμορφωτήρια λόγω πορνείας και κλοπών.
Μετά την καταστροφή τη μια την κόρη την αφήσανε για λίγες ημέρες να πάει στο σπίτι της. Την άκουγες να κάνει σαν ζώο μέσα στον ερεικώνα, όταν μυριζότανε κοντά κάποιον άνδρα. Η μάνα στεκότανε τα βράδια κάποιες φορές για μια στιγμή στην πόρτα του κήπου μας, όταν πήγαινε να κόψει χόρτα. Με τη στριγκιά φωνή τρελής μάς φώναζε τότε κάτι, απ’ το οποίο μόνο τα μισά καταλαβαίναμε. Μια φορά μάς χάρισε ένα αγγούρι, δεν ξέραμε γιατί. Δεμένος σ’ ένα κάρο, περίμενε ο μεγάλος μαύρος σκύλος της και μας παρατηρούσε προσεκτικά. Τις νύχτες συχνά γάβγιζε και μας ξυπνούσε. Όσην ώρα έκοβε χόρτα, άφηνε η γυναίκα τις δυο μικρές κατσικούλες της να τριγυρνούν ελεύθερες· μια από ’κείνες χανότανε πάντα στον κήπο μας κι έκλαιγε σαν παιδί. Μια φορά εμφανίστηκε κι ένας τράγος τρομακτικά προϊστορικού μεγέθους. Όταν δεν μας απασχολούσε το πρωτόγονο νοικοκυριό μας, καθόμαστε έξω στο ύπαιθρο και διαβάζαμε τα περιπετειώδη μυθιστορήματα που βρίσκαμε στην καλύβα· δεν είχαμε πάρει μαζί μας βιβλία, ήταν κι αυτό μέρος των διακοπών μας. Φορούσαμε τα πιο παλιά μας ρούχα, προ πάντων είχαμε αφήσει στο σπίτι όλα μας τα καλά παπούτσια· τα χόρτα του ερεικώνα το χαλούν αμέσως το δέρμα τους. Αυτή η πρόνοια μάς βγήκε αργότερα σε κακό.