Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Λ.Π. Χάρτλεϊ «Ο μεσάζων» (μτφρ. Τόνια Κοβαλένκο), που κυκλοφορεί στις 28 Σεπτεμβρίου από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Tο παρελθόν είναι μια ξένη χώρα: τα κάνουν όλα διαφορετικά εκεί.
Το ημερολόγιο το ανακάλυψα στο βάθος ενός ταλαιπωρημένου κόκκινου κουτιού για λαιμοδέτες, μέσα στο οποίο φύλαγα όταν ήμουν μικρός τα κολάρα του Ήτον. Κάποιος, πιθανότατα η μητέρα μου, είχε γεμίσει το χαρτόκουτο με θησαυρούς της εποχής εκείνης. Είχε μέσα δυο αποξηραμένους, κούφιους αχινούς· δυο σκουριασμένους μαγνήτες, έναν μεγάλο κι έναν μικρό, που είχαν χάσει κατά πολύ τον μαγνητισμό τους· τα αρνητικά ενός φιλμ, τυλιγμένα σε σφιχτό ρολό· μερικά βουλοκέρια· ένα μικρό λουκέτο με συνδυασμό και με τρεις σειρές γραμμάτων· ένα κουβάρι με πολύ λεπτό σπάγκο και κάνα δυο άλλα περίεργα πραγματάκια, που δεν γινόταν αντιληπτό ποια ήταν η χρήση τους: δεν μπορούσα καν να καταλάβω τίνος κομμάτια ήταν. Τα κειμήλια αυτά δεν ήταν βρόμικα αλλά ούτε και καθαρά, τα κάλυπτε η πατίνα του χρόνου· και όπως τα έπιανα στα χέρια μου, για πρώτη φορά ύστερα από πενήντα τόσα χρόνια, επανήλθε η ανάμνηση του τι σήμαιναν για μένα, αχνή σαν την ελκτική δύναμη των μαγνητών, παρ’ όλα αυτά, όμως, αισθητή. Κάτι διαμείφθηκε ανάμεσα σ’ εμένα και σ’ αυτά: η κρυφή τέρψη της αναγνώρισης, η σχεδόν μυστικιστική έξαψη της παιδικής ιδιοκτησίας – συναισθήματα που τώρα, στα εξήντα πέντε μου, μ’ έκαναν να νιώθω ντροπή.
Έμοιαζε με αντίστροφο σχολικό προσκλητήριο: τα παιδιά του παρελθόντος ανακοίνωναν τα ονόματά τους κι ήμουν εγώ που απαντούσα «Παρών». Μονάχα το ημερολόγιο αρνιόταν να αποκαλύψει την ταυτότητά του.
Το πρώτο που σκέφτηκα ήταν ότι επρόκειτο για ένα δώρο που κάποιος μου είχε φέρει από το εξωτερικό. Το σχήμα, τα γράμματα, το μοβ δερμάτινο δέσιμο που κατσάρωνε στις γωνίες, του έδιναν μια όψη ξενική· και είχε, όπως έβλεπα, χρυσό τελείωμα στις άκρες. Από όλα τα εκθέματα ήταν το μόνο που ήταν ίσως ακριβό. Θα πρέπει να το πρόσεχα σαν τα μάτια μου, γιατί λοιπόν δεν μπορούσα να το θυμηθώ;
Δεν ήθελα να το αγγίξω και είπα στον εαυτό μου ότι ήταν επειδή έβαζε σε δοκιμασία τη μνήμη μου: καμάρωνα για το γερό μου μνημονικό και δεν μου άρεσε να το προκαλούν. Έμεινα έτσι να κοιτάζω το ημερολόγιο όπως κοιτάμε τα άδεια τετράγωνα σε ένα σταυρόλεξο. Και πάλι δεν μου ήρθε η φώτιση, οπότε άρπαξα το λουκέτο κι άρχισα να το πασπατεύω, γιατί είχα ξαφνικά θυμηθεί ότι στο σχολείο, όταν είχε ρυθμίσει κάποιος άλλος τον συνδυασμό, εγώ κατόρθωνα πάντα να το ανοίγω διά της αφής. Ήταν ένα από τα μαγικά μου κόλπα, και την πρώτη φορά που το πέτυχα απέσπασα μερικά χειροκροτήματα, μιας και είχα προηγουμένως δηλώσει ότι για να το καταφέρω χρειαζόταν να αυτοϋπνωτιστώ: και αυτό δεν ήταν εντελώς ψέμα, γιατί πράγματι άδειαζα το μυαλό μου από κάθε σκέψη κι άφηνα τα δάχτυλά μου να δουλεύουν όπως να ’ναι δίχως συγκεκριμένη κατεύθυνση. Για να πετύχω πάντως πιο γρήγορο αποτέλεσμα έκλεινα τα μάτια και ταλαντευόμουν ελαφρά μπρος πίσω, μέχρι που με εξουθένωνε σχεδόν η προσπάθεια να διατηρώ τη συνείδησή μου ανενεργή κι ακριβώς το ίδιο έκανα ενστικτωδώς και τώρα, σαν να είχα θεατές. Ύστερα από ένα άχρονο διάλειμμα, άκουσα το μικρό κλικ κι ένιωσα την κλειδωνιά να λασκάρει και ν’ ανοίγει στα δύο· και ταυτόχρονα, σαν να είχε συγχρονιστεί μ’ αυτό το ξεκλείδωμα και ο νους μου, ανακάλεσα μεμιάς το μυστικό του ημερολογίου.
Μπροστά σ’ αυτή τη διπλή επίθεση έμεινα να κοιτάζω τον όγκο των φακέλων ολόγυρά μου, τις δεμένες με κόκκινη ταινία στοίβες των χαρτιών – όλα αυτά που είχα αναθέσει στον εαυτό μου να βάλει σε τάξη τα βράδια του χειμώνα, εκ των οποίων το πρώτο σχεδόν κομμάτι ήταν το κόκκινο χαρτόκουτο· κι ένιωσα, με ένα πικρό μείγμα αυτολύπησης και αυτοκατηγορίας, πως αν δεν υπήρχε εκείνο το ημερολόγιο ή όσα αντιπροσώπευε, τα πάντα θα ήταν διαφορετικά.
Όμως, και πάλι δεν ήθελα να το πιάσω στα χέρια· μάλιστα η απροθυμία μου μεγάλωσε, αφού ήξερα πια για ποιο λόγο το αντιμετώπιζα με δυσπιστία. Έστρεψα αλλού το βλέμμα και μου φάνηκε πως κάθε αντικείμενο μέσα στο δωμάτιο ανέδιδε την υπνωτιστική δύναμη του ημερολογίου, ψιθυρίζοντας το μήνυμά του της ματαίωσης και της ήττας. Και σαν να μην έφτανε αυτό, οι ψίθυροι με χλεύαζαν που δεν είχα το σθένος να τους νικήσω. Μπροστά σ’ αυτή τη διπλή επίθεση έμεινα να κοιτάζω τον όγκο των φακέλων ολόγυρά μου, τις δεμένες με κόκκινη ταινία στοίβες των χαρτιών – όλα αυτά που είχα αναθέσει στον εαυτό μου να βάλει σε τάξη τα βράδια του χειμώνα, εκ των οποίων το πρώτο σχεδόν κομμάτι ήταν το κόκκινο χαρτόκουτο· κι ένιωσα, με ένα πικρό μείγμα αυτολύπησης και αυτοκατηγορίας, πως αν δεν υπήρχε εκείνο το ημερολόγιο ή όσα αντιπροσώπευε, τα πάντα θα ήταν διαφορετικά. Δεν θα βρισκόμουν καθισμένος σε τούτο το μελαγχολικό δωμάτιο που δεν το στόλιζε ούτε ένα ανθοδοχείο κι όπου οι κουρτίνες δεν ήταν καν κλειστές για να κρύβουν την παγερή βροχή που ράπιζε τα τζάμια ούτε θα αναλογιζόμουν τη συσσώρευση του παρελθόντος και το καθήκον της ταξινόμησης που μου επέβαλλε. Θα έπρεπε να καθόμουν σε κάποια άλλη κάμαρα, που θα είχε τα χρώματα του ουράνιου τόξου, κοιτάζοντας όχι προς το παρελθόν μα προς το μέλλον, κι εκεί δεν θα ήμουν μόνος.
Αυτό είπα στον εαυτό μου, και με μια κίνηση που πήγασε, όπως οι περισσότερές μου ενέργειες, από τη θέληση κι όχι από ουσιαστική επιθυμία, έβγαλα το ημερολόγιο από το κουτί και το άνοιξα.
Ημερολόγιον του έτους
1900
έλεγε με πλάγια γράμματα καλλιγραφικά, αλλιώτικα από τις γραμματοσειρές που χρησιμοποιούνται στις μέρες μας· και γύρω από τη χρονιά που με τόση παρρησία ανακοινωνόταν, την πρώτη του νέου αιώνα, φτερούγιζαν ελπιδοφόροι οι αστερισμοί του ζωδιακού κύκλου, που υπαινίσσονταν μια πληθώρα ζωής και δύναμης, ένδοξοι όλοι, μα με μια προσωπική λάμψη ο καθένας που τον έκανε να ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους. Πόσο καλά τους θυμόμουν, τις μορφές, τις στάσεις τους· θυμόμουν επίσης τη μαγεία που τους περιέβαλλε τότε, έστω κι αν δεν μπορούσε πια να με επηρεάσει, όπως και την υποβόσκουσα υπόσχεση μελλοντικών εκπληρώσεων που απέπνεαν – όχι μόνο τα εντυπωσιακά, αλλά ακόμη και τα πιο ταπεινά ζώδια.
Οι Ιχθείς κολυμπούσαν όλο χάρη, λες και δεν υπήρχαν στον κόσμο δίχτυα κι αγκίστρια· ο Καρκίνος είχε μια σπίθα στο μάτι, σαν να είχε πλήρη επίγνωση της παράδοξης εμφάνισής του και να τη διασκέδαζε στο έπακρο· ενώ και ο Σκορπιός ακόμη ύψωνε τις τρομερές δαγκάνες του με μια κεφάτη, εραλδική ανεμελιά, λες και οι φονικές προθέσεις του δεν ήταν παρά μύθος. Ο Κριός, ο Ταύρος και ο Λέων αποτελούσαν την επιτομή του επιβλητικού ανδρισμού· ήταν όλα αυτά που πιστεύαμε ότι είχαμε τη δυνατότητα να γίνουμε μια μέρα κι εμείς· ξέγνοιαστοι, αριστοκράτες, αυτάρκεις, κυβερνούσαν τους μήνες τους με ηγεμονική αίγλη. Όσο για την Παρθένο, τη μόνη καθαρά θηλυκή φιγούρα του γαλαξία, δύσκολα μπορώ να περιγράψω τι σήμαινε για μένα. Ήταν αρκούντως ενδεδυμένη, αλλά μονάχα με τις μπούκλες και τους χείμαρρους των μακριών της μαλλιών· κι έτσι και ήξεραν οι καθηγητές του σχολείου την ύπαρξή της, αμφιβάλλω αν θα ενέκριναν τις ώρες που οι σκέψεις μου χασομερούσαν μαζί της, αν και πιστεύω ότι επρόκειτο για αθώες μάλλον σκέψεις. Στα μάτια μου η Παρθένος ήταν το κλειδί ολόκληρου του ζωδιακού, ο κολοφώνας, ο θεμέλιος λίθος, η θεά – διότι η φαντασία μου έτρεφε τότε, αν και όχι πια, έναν παθιασμένο σεβασμό προς την ιεραρχία· όλα τα πράγματα τα οραματιζόταν στο πλαίσιο μιας ανιούσας κλίμακας, τον έναν κύκλο πάνω από τον άλλο, σε επάλληλες σειρές, και αυτή μου την πεποίθηση δεν τη διατάρασσε η ετήσια, μηχανική περιστροφή των μηνών. Ήξερα ότι ο χρόνος έπρεπε να επιστρέψει στον χειμώνα κι από κει να ξαναρχίσει, αλλά, για την παρέα των ζωδίων δεν ίσχυαν, κατά τη γνώμη μου, τέτοιου είδους περιορισμοί: αυτά ανυψώνονταν ελικοειδώς, με κατεύθυνση το άπειρο.
Κι αυτή τη μεταρσίωση κι εξάπλωση κάποιου θεϊκού λες αερίου, το οποίο θεωρούσα ως το κυρίαρχο στοιχείο της δικής μου ζωής, την απέδιδα στον αιώνα που ερχόταν. Το έτος 1900 ασκούσε πάνω μου μια μυστικιστική σχεδόν γοητεία, δεν έβλεπα την ώρα να έρθει: «Χίλια εννιακόσια, χίλια εννιακόσια», έλεγα και ξανάλεγα εκστασιασμένος και καθώς ο παλιός αιώνας ζύγωνε στο τέλος του, άρχισα να αναρωτιέμαι αν θα ζούσα για να δω τον διάδοχό του. Ήταν ίσως δικαιολογημένη αυτή μου η έγνοια: είχα περάσει μια αρρώστια και ήμουν εξοικειωμένος με την ιδέα του θανάτου· πιο πολύ, όμως, έφταιγε ο φόβος μου μην τυχόν χάσω κάτι απεριόριστα πολύτιμο – τη χαραυγή μιας Χρυσής Εποχής. Γιατί αυτό πίστευα ότι θα ήταν ο νέος αιώνας: η συνειδητοποίηση, εκ μέρους ολόκληρου του κόσμου, των ελπίδων που ενδόμυχα έτρεφα εγώ.
Το ημερολόγιο ήταν χριστουγεννιάτικο δώρο της μητέρας μου, στην οποία είχα εκμυστηρευτεί κάποιες, όχι όλες βεβαίως, από τις προσδοκίες μου για το μέλλον, οπότε ήθελε να καταγράφω εκεί ευλαβικά τα σημαντικά γεγονότα της χρονιάς.
Το ημερολόγιο ήταν χριστουγεννιάτικο δώρο της μητέρας μου, στην οποία είχα εκμυστηρευτεί κάποιες, όχι όλες βεβαίως, από τις προσδοκίες μου για το μέλλον, οπότε ήθελε να καταγράφω εκεί ευλαβικά τα σημαντικά γεγονότα της χρονιάς.
Όταν εντρυφούσα στις ζωδιακές μου φαντασιώσεις, υπήρχε μόνο μία κακόφωνη νότα, την οποία προσπαθούσα να μην ακούω επειδή μού χαλούσε την εμπειρία. Η νότα αυτή ήταν ο δικός μου ρόλος σε όλο αυτό.
Τα γενέθλιά μου έπεφταν στα τέλη Ιουλίου, κι έτσι είχα έναν πρόσθετο λόγο, έναν εξαίρετο λόγο, παρότι θα ντρεπόμουν να αναφέρω κάτι τέτοιο στο σχολείο, να διεκδικήσω το λιοντάρι ως προσωπικό μου έμβλημα. Όμως, όσο κι αν θαύμαζα τον Λέοντα και ό,τι αυτός αντιπροσώπευε, δεν μπορούσα να ταυτιστώ μαζί του, επειδή τον τελευταίο καιρό είχα χάσει την ικανότητα να προσποιούμαι ότι είμαι ζώο, πράγμα που άλλοτε, όπως πολλά παιδιά, απολάμβανα. Ένα εξάμηνο και κάτι παραμονής στο σχολείο είχε συμβάλει να εδραιωθεί η αναπηρία αυτή της φαντασίας μου· από την άλλη, πάντως, ήταν και μια φυσιολογική μεταβολή. Ήμουν δώδεκα στα δεκατρία, κι ήθελα πλέον να σκέφτομαι τον εαυτό μου σαν άντρα.
Μόνο δύο υποψήφιοι υπήρχαν, ο Τοξότης και ο Υδροχόος, και για να μου κάνει ακόμα πιο δύσκολη την επιλογή, ο καλλιτέχνης, ο οποίος είχε πιθανότατα ελάχιστους τύπους προσώπων στη διάθεσή του, τους είχε ζωγραφίσει σχεδόν όμοιους. Για την ακρίβεια, επρόκειτο για τον ίδιο άντρα σε διαφορετικές ενασχολήσεις. Ήταν δυνατός και μυώδης, πράγμα που μου άρεσε, γιατί μια από τις φιλοδοξίες μου ήταν να γίνω ένα είδος Ηρακλή. Έκλινα προς τον Τοξότη, ως φιγούρα πιο ρομαντική κι επειδή με γοήτευε η ιδέα της τοξοβολίας. Όμως, ο πατέρας μου ήταν εναντίον του πολέμου, και ο Τοξότης αυτό είχε, όπως υπέθετα, για επάγγελμα· όσο για τον Υδροχόο, παρόλο που ήξερα ότι ήταν ένα χρήσιμο μέλος της κοινωνίας, δεν γινόταν να μην τον φαντάζομαι σαν αγρότη ή, στην καλύτερη περίπτωση, σαν κηπουρό, κι εγώ δεν ήθελα να είμαι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Οι δυο άντρες με γοήτευαν και με απωθούσαν ταυτόχρονα: μπορεί να τους ζήλευα. Όταν μελετούσα το εξώφυλλο του ημερολογίου, απέφευγα να κοιτάζω το δίδυμο Τοξότη-Υδροχόου, κι όταν όλα τα ζώδια άνοιγαν τα φτερά τους και πετούσαν προς το ζενίθ, τραβώντας μαζί τους τον εικοστό αιώνα για ένα ακόμα επουράνιο γλέντι, αυτούς τους δύο τους άφηνα πότε πότε επίτηδες πίσω. Κι έτσι εγώ, το ζώδιο άνευ χαρτοφυλακίου, είχα την Παρθένο όλη δική μου.
Ένα αποτέλεσμα του ημερολογίου ήταν ότι ήρθα μια μέρα πρώτος στην τάξη επειδή ήξερα και τα δώδεκα ζώδια. Άλλοτε πάλι, η επίδρασή του ήταν λιγότερο καλότυχη. Ήθελα να φανώ αντάξιος του ημερολογίου, του μοβ δερμάτινου δεσίματος με το χρυσό τελείωμα, με την εν γένει πολυτελή του εμφάνιση· και, όπως έβλεπα κι ένιωθα, οι καταχωρήσεις μου όφειλαν να ανταποκρίνονται σε όλα αυτά. Έπρεπε να καταγράφουν πράγματα αξιοσημείωτα και να κατακτούν υψηλά λογοτεχνικά στάνταρ. Είχα ήδη πολύ προχωρημένες αντιλήψεις γύρω από το τι ήταν αξιοσημείωτο και πίστευα πως η ζωή μου στο σχολείο δεν πρόσφερε γεγονότα αρκετά μνημειώδη για ένα τόσο υπέροχο ημερολόγιο ή για ένα έτος σαν το 1900.
Τι είχα γράψει; Θυμόμουν καλά το ολέθριο συμβάν, όχι, όμως, και τα στάδια που είχαν οδηγήσει σ’ αυτό. Άρχισα να γυρνώ τις σελίδες. Οι καταχωρήσεις ήταν λιγοστές. «Τσάι με τον πάτερ και τη μάτερ του Σ. – πολύ φίνα». Ύστερα, σε πιο επιτηδευμένο στυλ, «Φίνο τσάι με την οικογένεια του Λ. Μάφιν, γλυκά ψωμάκια, κέικ και μαρμελάδα φράουλα». «Πήγαμε οδικώς στο Καντέρμπουρι με τρεις στάσεις. Επισκεφθήκαμε τον καθεδρικό, πολύ ενδιαφέρων. Το χυμένο αίμα του Τόμας Α. Μπέκετ. Très ανατριχιαστικό». «Περίπατος στο Κάστρο του Κίνγκσγκεϊτ. Ο Μ. μου έδειξε τον καινούργιο του σουγιά». Αυτή ήταν η πρώτη αναφορά στον Μόντσλεϊ· γύρισα πιο βιαστικά τις σελίδες. Α, να το – το έπος του Λάμπτον Χάουζ. Το Λάμπτον Χάουζ ήταν ένα γειτονικό ιδιωτικό σχολείο, με το οποίο βρισκόμασταν σε διαρκή ανταγωνισμό· ήταν για μας ό,τι είναι το Ήτον για το Χάροου. «Παίξαμε το Λάμπτον Χάουζ στην έδρα μας. Τελικό σκορ ισοπαλία 1-1». «Παίξαμε με το Λάμπτον Χάουζ εκτός έδρας. Τελικό σκορ ισοπαλία 3-3». «Μετά, το Τελευταίο, το Ύστατο, το Οριστικό Ματς. Το Λάμπτον Χάουζ ΕΞΟΝΤΩΘΗ με 2-1!!! Ο ΜακΚλίντοκ έβαλε και τα δύο γκολ!!!».
Ύστερα από αυτό δεν υπήρχαν για ένα διάστημα άλλες καταχωρήσεις. Εξοντώθη! Αυτή ήταν η λέξη εξαιτίας της οποίας μαρτύρησα. Η στάση με την οποία αντιμετώπιζα το ημερολόγιό μου ήταν διττή και αντιφατική: ενώ ήμουν απέραντα περήφανος γι’ αυτό κι ήθελα να το δουν όλοι και να διαβάσουν τι είχα γράψει μέσα, ταυτόχρονα με διακατείχε από ένστικτο μια μυστικότητα και δεν ήθελα να το δει κανείς. Πέρασα ώρες ολόκληρες ζυγιάζοντας τα υπέρ και τα κατά της κάθε επιλογής. Σκεφτόμουν το χειροκρότημα θαυμασμού που θα δεχόταν το ημερολόγιο καθώς θα περνούσε από χέρι σε χέρι. Σκεφτόμουν την ενίσχυση του κύρους μου, τις ευκαιρίες που θα μου δίνονταν να κάνω φιγούρα, με τρόπο διακριτικό αλλά αποτελεσματικό. Κι από την άλλη μεριά υπήρχε η ιδιωτική απόλαυση του να σκύβω πάνω από το ημερολόγιό μου κρυφά, όπως το πουλί κάθεται πάνω στα αυγά του, κλωσώντας, δημιουργώντας· να χάνομαι στους ζωδιακούς μου ρεμβασμούς, κάνοντας υποθέσεις για το λαμπρό πεπρωμένο του εικοστού αιώνα, μεθυσμένος από τις αισθησιακές σχεδόν προαισθήσεις των όσων έμελλαν να μου συμβούν. Αυτού του είδους οι τέρψεις απαιτούσαν μυστικότητα· αν μιλούσα γι’ αυτές ή πρόδιδα έστω την πηγή τους, θα τις έχανα.
Και μέσα σε ένα λεπτό είχαν πέσει όλοι πάνω μου: βρέθηκα πεσμένος καταγής: υποβλήθηκα σε διαφόρων ειδών σωματικά βασανιστήρια, και ο πλησιέστερος βασανιστής μου –ήταν σχεδόν το ίδιο λαχανιασμένος όσο εγώ, με τόσους συντρόφους του που τον έσπρωχναν– φώναξε: «Εξοντώθης, Κόλστον, εξοντώθης;»
Προσπάθησα, λοιπόν, να τα συνδυάσω και τα δύο: υπαινισσόμουν την κατοχή ενός κρυμμένου θησαυρού, χωρίς, βέβαια, να λέω τι ήταν. Αυτή η τακτική αποδείχτηκε για μερικές μέρες πετυχημένη, ξύπνησε την περιέργεια, προκάλεσε ερωτήσεις: «Λοιπόν, τι είναι; Έλα, πες μας». Μου άρεσε να αγνοώ τις ικεσίες τους: «Εσύ στη θέση μας δεν θα ’θελες να μάθεις;» Μου άρεσε να τους αντιμετωπίζω με αινιγματικό χαμόγελο κι ένα ύφος που σαν να έλεγε «εγώ αν ήθελα θα μπορούσα να μάθω». Ενθάρρυνα ακόμη και ερωτήσεις του τύπου «ζώο, φυτό ή πράγμα», τις οποίες αμέσως διέκοπτα, έτσι και πλησίαζαν πολύ στην αλήθεια.
Ίσως να πρόδωσα περισσότερα απ’ όσα έπρεπε· πάντως συνέβη αυτό για το οποίο δεν είχα φροντίσει να πάρω προφυλάξεις. Κι έγινε τελείως απροειδοποίητα, μια μέρα στη διάρκεια του διαλείμματος που δεν θα είχα, φαίνεται, ανοίξει να ελέγξω το θρανίο μου εκείνο το πρωί. Ξαφνικά, με κύκλωσε ένα τσούρμο πιτσιρικάδες που χασκογελούσαν και φώναζαν εν χορώ: «Ποιος είπε “εξοντώθη”; Ποιος είπε “εξοντώθη”;» Και μέσα σε ένα λεπτό είχαν πέσει όλοι πάνω μου: βρέθηκα πεσμένος καταγής: υποβλήθηκα σε διαφόρων ειδών σωματικά βασανιστήρια, και ο πλησιέστερος βασανιστής μου –ήταν σχεδόν το ίδιο λαχανιασμένος όσο εγώ, με τόσους συντρόφους του που τον έσπρωχναν– φώναξε: «Εξοντώθης, Κόλστον, εξοντώθης;»