
Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη νουβέλα της Τζέννυ Έρπενμπεκ «Ιστορία του γερασμένου παιδιού» (μτφρ. Αλέξανδρος Κυπριώτης), το οποίο κυκλοφορεί στις 24 Φεβρουαρίου από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Τα Σάββατα, όταν πολλοί από τους άλλους φεύγουν από το κτήμα, είτε για να πάνε στους γονείς τους είτε, αν είναι πάνω από δεκατεσσάρων χρονών, να διασκεδάσουνε στην πόλη μέχρι το βράδυ στις οχτώ, το κορίτσι μένει στο ίδρυμα. Δεν ζηλεύει κανέναν από κείνους που φεύγουν από το κτήμα, γιατί ξέρει βέβαια τι γίνεται έξω: Στέκεσαι μ' έναν άδειο κουβά σ' έναν εμπορικό δρόμο και περιμένεις.
Όταν δεν υπάρχει κανένας που να μπορεί να παίξει «Γκρινιάρη» μαζί του, πηγαίνει και κάθεται σ' ένα από τα τραπέζια με τη φορμάικα κι αρχίζει με τον δικό του, πολύ αργό τρόπο να γράφει ή να ζωγραφίζει οτιδήποτε του 'ρχεται εκείνη τη στιγμή σε κομμάτια χαρτί που υπάρχουνε από δω κι από κει. Ύστερα τα διπλώνει εκείνα τα κομμάτια, φοράει το αδιάβροχό του, βγαίνει έξω και σουλατσάρει στο λασπωμένο κτήμα.
Εκείνα τα Σάββατα, αμέσως μετά την επιθεώρηση των ερμαρίων, πηγαίνει στο σαλόνι και κοιτάζει αν υπάρχει κάποιος που να μπορεί να παίξει «Γκρινιάρη» μαζί του. Όταν δεν υπάρχει κανένας που να μπορεί να παίξει «Γκρινιάρη» μαζί του, πηγαίνει και κάθεται σ' ένα από τα τραπέζια με τη φορμάικα κι αρχίζει με τον δικό του, πολύ αργό τρόπο να γράφει ή να ζωγραφίζει οτιδήποτε του 'ρχεται εκείνη τη στιγμή σε κομμάτια χαρτί που υπάρχουνε από δω κι από κει. Ύστερα τα διπλώνει εκείνα τα κομμάτια, φοράει το αδιάβροχό του, βγαίνει έξω και σουλατσάρει στο λασπωμένο κτήμα. Ούτε μια ματιά δεν ρίχνει πέρα στο σπιτάκι του θυρωρού, που σήμερα έχει πολλούς ανθρώπους επειδή είναι μέρα επισκεπτηρίου, όχι από πείσμα, αλλά απλώς ξεχνάει να κοιτάξει προς τα κει, είναι σε σκέψεις.
Όσο πιο πολύ μένει στο ίδρυμα, τόσο πιο καλά το γνωρίζει το κτήμα, κι αυτή η πιο καλή γνωριμία με το κτήμα εμφανίζεται και με το ότι σιγά σιγά αναγκάζεται να κινείται όλο και πιο αργά, για να μπορεί ενώ περπατάει να παρατηρεί τα ιδιαίτερα σημεία που έχει γνωρίσει εν τω μεταξύ και να τ' αφήνει να επενεργούνε πάνω του. Στην αρχή την πίσω πλευρά του κτηρίου της κουζίνας την είχε για έναν και μοναδικό, μακρύ τοίχο, έπειτα από κάποιο καιρό όμως του χτυπάει στο μάτι ότι σ' εκείνον τον πίσω τοίχο υπάρχει μια εσοχή, μια αρκετά ευρύχωρη κόχη που κρύβει μέσα της την πίσω είσοδο της κουζίνας, κι εκεί, σ' εκείνη την κόχη, αφήνει ο υπεύθυνος για το γάλα τα κιβώτιά του, οι εργαζόμενοι στην κουζίνα ανοίγουνε ύστερα την πόρτα από μέσα και τραβάνε τα κιβώτια μέσα προς το μέρος τους. Αν το κορίτσι λοιπόν μέχρι πρόσφατα περπάταγε δίπλα σ' έναν τοίχο δεκαπέντε μέτρα μακρύ, τώρα πρέπει, αν θέλει να είναι δίκαιο με τον τοίχο, να περπατάει και την εσοχή και να την παρατηρεί, πρέπει να κοιτάζει να δει αν έχουνε φέρει τα γάλατα, αν έχουνε τραβήξει τα κιβώτια μες στην κουζίνα ή αν χιονίζει πάνω στο γάλα και τα τοιαύτα. Κάποιες φορές, όταν δεν το προσέχει κανείς, τον ψηλαφίζει μάλιστα εκείνον τον τοίχο, για να σιγουρευτεί.
Στην αρχή της παραμονής του εδώ κι ο λόφος που βρίσκεται στην άκρη του κτήματος του φαινότανε πολύ μικρός, αλλά τώρα είν' αναγκασμένο, αφού τον έχει ανέβει και τον έχει κατέβει βήμα βήμα, να διαπιστώσει ότι ο λόφος όντως έχει ένα σημαντικό ύψος κι είναι πιο δύσκολο να τον ανέβεις απ' ό,τι φαινότανε με την πρώτη ματιά. Σταγόνες ιδρώτα εμφανιστήκανε στη μύτη του κοριτσιού, προτού φτάσει ακόμα στην κορφή. Τώρα πια, όταν περνάει από κείνον τον λόφο, δεν θα μπορεί να τον υποτιμάει σαν μικρό λόφο, ακριβώς επειδή τον ξέρει πιο καλά, θα τον παρατηρεί με άλλα μάτια, και θα χρειάζεται πιο πολύ χρόνο γι' αυτή την παρατήρηση, θα υπολογίζει τον πολύ χρόνο που χρειάστηκε για να τον ανέβει εκείνον τον λόφο, έστω κι αν τον κοιτάζει μόνο πια. Τον λόφο βέβαια θα τον ανέβει μερικές φορές ακόμα, με όλο και πιο μεγάλο δισταγμό ασφαλώς, κι αργότερα δεν θα τον ανεβαίνει καθόλου πια, όχι μόνο εξαιτίας της σωματικής υπέρβασης που οποιαδήποτε ανάβαση σημαίνει, είναι κι η συγκέντρωση που του τρώει τις δυνάμεις, η συγκέντρωση στο φαινόμενο ότι το βουνό κάτω από τα πόδια του αρχίζει κατά κάποιον τρόπο να μεγαλώνει, ότι φουσκώνει κανονικά, ενώ το κορίτσι περπατάει την καμάρα του. Σιγά σιγά θ' αρχίσει να περνάει την ώρα του στους πρόποδες του βουνού και να παρατηρεί ή, αν είναι δυνατόν, να ψηλαφίζει, μια χούφτα φουσκωμένο χώμα ή ένα χνάρι στη λάσπη, όπου έχει μαζευτεί νερό απ' το λιωμένο χιόνι, και θα βρίσκει και πάλι ένα ολόκληρο τοπίο σ' εκείνον τον σωρό χώμα, σ' εκείνη τη λακκούβα με τις λάσπες. Μια τέτοια στατική παρατήρηση αντικαθιστά το κουραστικό περπάτημα μ' έναν εντελώς αξιοπρεπή τρόπο, πιστεύει.