Νέοι συγγραφείς έγραψαν για την Book Press ένα διήγημα με θέμα τη θάλασσα. Σήμερα, η Μαρία Γιαγιάννου.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Λεπτά λευκά πόδια βγαίνουν μέσα από ένα σούσουρο ντεμοντέ υφασμάτων. Τέσσερα κεφάλια δεμένα με μαντήλια, σαν ρουστίκ ελαιογραφία. Σταχομαζώχτρες Λουόμενες, μεταξύ εικοσιεπτά και τριάντα, από κάποια γωνιά της πρώην Σοβιετικής Ένωσης (αντηχούν τα ντα-ντα-ντα και τα ζβετνιάου γκλάγκλα). Μαλλιά και γαλατένια μέλη πλέουν μέσα σε ανεκδιήγητους συνδυασμούς χρωμάτων. Με απανωτές αισθητικές τσαπιές στο δυτικότροπο εύσχημο ξεθάβουν κάτι που θυμίζει απροσποίητο Καλοκαίρι και το ξαναζωντανεύουν˙ κολυμπούν ελεύθερες μέσα στο δικό τους προσωπικό και θαλπερό κιτς. Ένα βιολέ τσεμπέρι με κίτρινα λαχούρια, ένα άσπρο με πορτοκαλί σύννεφα, ένα μαύρο σιθρού με πράσινες κακομούτσουνες κουκουβάγιες και ένα λεμονί με κεντημένα λουλουδάκια. Κάτω απ’ τα τσεμπέρια μια ξανθιά, δυο καστανές και μια μαυρομάλλα, κελαηδάνε τα εξωγήινα κουτσομπολιά τους και επιδίδονται σε μια αυτόματη τελετουργία. Χαϊδεύουν βότσαλα, βρίσκουν κοχύλι, φυσάνε κοχύλι, αποθηκεύουν κοχύλι μέσα σε διάφανη θήκη γυαλιών. Η μία παρασύρει την άλλη σ’ αυτή την παράλληλη αποστολή που κρατάει τα χέρια τους σε χαλαρή δράση. Κι όλο πετάγεται από τις τσάντες κάποιο παρεό με μια τίγρη που ουρλιάζει στο δάσος. Κι όλο ξεπροβάλλει κάποιο λευκό φουστάνι με γιγάντια πουά. Αδιάκοπη η ροή στο ταχυδακτυλουργικό ξεφύτρωμα των πέπλων τους, καθώς μετακινούνται διαρκώς όπως τις βολεύει από ξαπλώστρα σε ξαπλώστρα, και ξεσηκώνουν έναν θηλυκό στρόβιλο χεριών με χαρούμενα ντα-ντα-ντα και ζβετνιάου γκλάγκλα. Κάποιες στιγμές η ασύγγνωστη παράσταση κορυφώνεται με την εμφάνιση του σιωπηρού κουαρτέτου των χοντρών χτενών που καρφώνονται στα μαλλιά –ισχνά, μακριά– και χτενίζουν χτενίζουν και κλέβουν κλέβουν. Μαύρες, ξανθές και καστανές τρίχες. Μέχρι που οι χτένες γίνονται τέσσερις πλαστικές μέδουσες που λικνίζουν τα βρεγμένα τους πλοκάμια και λάμπουν στον ήλιο.
ή
Και οι άνθρωποι μετακινούνται μένοντας ακίνητοι στα νερά σαν δεμένες βαρκούλες. Τους σπρώχνει ύπουλα η θάλασσα και αχ, πώς βρεθήκαμε εδώ, οι πετσέτες μας είναι εκεί κάτω.
Και οι άνθρωποι μετακινούνται μένοντας ακίνητοι στα νερά σαν δεμένες βαρκούλες. Τους σπρώχνει ύπουλα η θάλασσα και αχ, πώς βρεθήκαμε εδώ, οι πετσέτες μας είναι εκεί κάτω. Ακίνητο εντός μοίρας ένα ζευγάρι πιο ηλικιωμένο απ’ όσο η ηλικία του παιδιού τους μηνύει, κάνει το μπάνιο του, ενώ πάλλονται από δράση οι ξαπλώστρες των Ρωσίδων. Ο καλοβαλμένος εβδομηντάρης έχει πάνω του σκαρφαλωμένο σαν μαϊμούδι ένα δωδεκάχρονο αγόρι με λευκό τζόκεϊ και αλλοπρόσαλλα μάτια. Κρατάει τον μπαμπά του απ’ τον λαιμό με ζήλο κι εκείνος του ανταποδίδει την αφοσίωση χωρίς να αποδιώχνει το φορτικό σφιχταγκάλιασμα. Στα γυαλιά του καθρεφτίζεται ευτυχισμένο το παιδί, που δεν βλέπει το καθρέφτισμα. Σοβαρός στραβισμός ή κάποια νοητική υστέρηση, μάλλον το δεύτερο. Δίπλα η μαμά, ξανθιά με κόκκινο κραγιόν, κάνει ρυθμικά τις ασκήσεις της στο νερό. Ρυθμικά κρατά σε φόρμα τη ρουτίνα δώδεκα καλοκαιριών. Τα πρωινά φιλιά στα ευτυχισμένα του μάγουλα καθώς λένε το τραγούδι τους, ένα ροδάκινο ταϊσμένο λίγο πριν τη βουτιά του, το απόγευμα οικογενειακή μπλόφα στα χαρτιά, τοστ και γάλα, και ύπνο. Εν-δυο-εν-δυο, τα χέρια της στην έκταση, ξεκουράζονται απ’ το καθήκον, καθώς η ευθυγράμμισή τους με τον ορίζοντα αναγνωρίζει την μεγαλοσύνη τους, επεκτείνει την ανοιχτοχεριά τους. Η γραμμή των μητρικών χεριών επαναλαμβάνει σε σμίκρυνση έναν ορίζοντα απεραντοσύνης. Σταδιακά το κυματάκι τούς μετακινεί όλους προς τα δεξιά, όπως φυσάει ο αέρας τα μαντήλια των Ρωσίδων. Μετακινεί και τους τρεις μαζί, στις ίδιες θέσεις, σαν να είναι στερεωμένοι μέσα σ’ ένα άκαμπτο δίχτυ που τους κρατάει ενωμένους όσο η θάλασσα αλλάζει διαθέσεις, όχι όμως το πεπρωμένο τους.
ή
Θάλασσα των ανθρώπινων ψαριών που η τύχη τα πηγαίνει. Αχ.
Ο δεκάχρονος Μιλτιάδης μιλάει στον δεκάχρονο Ουγκ. Πρόκειται για γλωσσικά προχωρημένο παιδί. Χρησιμοποιεί δύσκολες λέξεις και το κάνει σωστά. Λάτρης των εγκυκλοπαιδειών και φανατικός αναγνώστης του Ιουλίου Βερν ενημερώνει τον Ουγκ για τις συνήθειες των μικρών ψαριών. Ο Ουγκ τον μπουγελώνει με προεφηβική λύσσα. Ο Μιλτιάδης προσπαθεί να του εξηγήσει πως δεν του αρέσει να τον βρέχει έτσι. Ο Ουγκ τον ξαναμπουγελώνει με εφηβική λύσσα. Ο Μιλτιάδης προσπαθεί να παρασύρει τον Ουγκ σε μια συζήτηση που ίσως εξελιχθεί σε παιχνίδι, δίνοντάς του μία πεταλίδα. Ο Ουγκ τον ξαναμπουγελώνει με οπαδική λύσσα και φτύνει πάνω στην πεταλίδα. Καθώς ο Μιλτιάδης αρχίζει να εξοργίζεται και η παιδική υστερία να λάμπει στα μάτια του, σηκώνει το κεφάλι του και ξεχωρίζει στο βάθος του ορίζοντα το περίγραμμα ενός αχνού ζωώδους όγκου. Ενώ ο όγκος πλησιάζει, ο Μιλτιάδης διακρίνει πως το όρθιο κήτος δεν είναι πλασμένο από σάρκα. Τα τέσσερα πόδια του έχουν πάνω τους ανατριχιασμένες κάτι μυτερές δυσανάγνωστες λέξεις. Η ουρά του είναι φτιαγμένη από ένα τεράστιο πεζό άλφα που καταλήγει σε δύο τοπικά επιρρήματα – καθώς το τέρας πλησιάζει διακρίνονται το εδώ και το αλλού – που μανιάζουν στον αφρό της θάλασσας. Ο Μιλτιάδης αισθάνεται πως το πλάσμα είναι με το μέρος του, το καταλαβαίνει σχεδόν αμέσως πως είναι γεννημένο και αναθρεμμένο έτη αναρίθμητα κάτω από τον πυθμένα του ωκεανού, στις θαλάσσιες φωλιές των ιδεών που κάποτε θα έχουμε ανάγκη και που περιμένουν καρτερικά μέχρι να ξεπηδήσει η ανάγκη που θα τις γεννήσει, μέχρι η ανάγκη να κατανοηθεί από το υποκείμενό της, ώστε να εμφανιστούν, αυτά τα πλάσματα της παρηγοριάς που είναι ατομικά για τον καθένα –ποιος ξέρει πού φωλιάζει ακόμα ανέτοιμο το τέρας του μικρού Ουγκ– και κάπως έτσι περίμενε και το Καλλίγραμμα αυτό, να γιγαντωθεί κάτι μέσα στον Μιλτιάδη, για να εμφανιστεί αυτήν εδώ τη στιγμή στον αφρό από τα άγνωστα βάθη που λιμνάζουν κάτω από τις λουόμενες συνειδήσεις. Ο χοντρός, ψηλός λαιμός του αποτελείται από δύο κάθετες στήλες εγκυκλοπαίδειας. Καταλήγει σε ένα ανοιχτό κεφάλι από ανάποδο Ωμέγα. Από το κενό στην κορυφή του κεφαλιού, ανάμεσα στα δύο ποδαράκια του Ωμέγα, ένα λυσσασμένο συντριβάνι σπασμένων γραμμάτων τινάζεται σε πίδακες που αγγίζουν τον ουρανό. Το τέρας ανοίγει διάπλατα δύο παύλες που πιάνουν τη θέση των ματιών του και φτύνει μια τεράστια ποσότητα νερού, που κάνει τον Μιλτιάδη να σκεφτεί με ανακούφιση και με μια ελπίδα άρσης της μοναξιάς, πως επαρκεί για να τους μορφώσει όλους.
ή
Μεγάλο νερό της εξίσωσης, της οργής και της ποίησης κοινέ παρονομαστή. Ω.
Υ.Γ.: Κανείς δεν διάβασε τις λέξεις που αποτελούσαν το πλάσμα. Ήταν ακατόρθωτο, αφού κάθε του βήμα τράνταζε και θόλωνε τα γράμματα, τα οποία φαίνεται πως ήταν επιπλέον και χειρόγραφα, οπότε θα χρειαζόταν εκείνη την ώρα να λιάζεται ένας γραφολόγος με πολύ καλή όραση στην παραλία (ίσως και να διέκρινε πως το κήτος ήταν ολόκληρο ένας αναγραμματισμός του Είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα, ίσως), πράγμα όχι και τόσο απαραίτητο για να γίνει η διαπίστωση πως κάθε μορφή είναι πλασμένη από λέξεις, κάθε ρυτίδα, κάθε γραμμή ζωής, κάθε γραμμή συνήθειας, κάθε γραμμή βοήθειας, έτσι διαβάζεται, σαν ένα καλλίγραμμα, ένα χτισμένο φορτίο λέξεων που κάποιος αναγνωρίζει πάνω στα κεφάλια τους, στα μάγουλα, στα χέρια και τα πόδια τους. / Είθε δε αυτό το υστερόγραφο να μείνει αδιάβαστο και ας σβήσει το καλλίγραμμα στα πλάτη του ορίζοντα.
Info
Η Μαρία Γιαγιάννου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Επικοινωνία και ΜΜΕ, Πολιτιστική Διαχείριση και Φιλοσοφία της Τέχνης. Εργάζεται ως αρθρογράφος για θέματα τέχνης και πολιτισμού και ως επιμελήτρια εκθέσεων. Η τελευταία της νουβέλα Μπαλαντέρ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μελάνι.