Νέοι συγγραφείς έγραψαν για την Book Press ένα διήγημα με θέμα τη θάλασσα. Σήμερα, η Κωνσταντία Σωτηρίου.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Άπλωσε το χέρι στο κομοδίνο ψηλαφιστά, προσπέρασε το ποτήρι με το νερό, το τηλέφωνο ξυπνητήρι, το κόμικ που διάβαζε για να τον πάρει ο ύπνος. Το χέρι του βρήκε επιτέλους τα γυαλιά του και ο κόσμος καθάρισε. Έμεινε εκεί πέντε λεπτά να κοιτάζει τη θέα μέσα από το παράθυρο, ακουμπώντας το κεφάλι στα διπλωμένα χέρια του, κοιτάζοντας με δέος την ανατολή και τα χρώματα του ήλιου που έβαφαν τη θάλασσα. Μοβ, μια ιδέα πράσινο, πορτοκαλί να χοχλάζει και κόκκινο. Ο παππούς του είχε πει όταν ήταν μικρός πως τίποτα δεν μπορούσε να μοιάσει στον κόσμο όπως το ξύπνημα του ήλιου στη θάλασσα. Γι' αυτό είχε κανονίσει τώρα που γύρισε στο σπίτι της γιαγιάς να βάλει το κρεβάτι του ανατολικά.
Το κρεβάτι μπήκε ανατολικά νεκρικά, το μικρό κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι, η γιαγιά δανείστηκε και από τη γειτόνισσα ένα παλιό τραπεζάκι να το βάλει δυτικά για τα βιβλία του, τον φορητό υπολογιστή και εκείνα που ζωγράφιζε. Πέντε μέρες συνέχεια επέστρεφε το βράδυ να βρει το κρεβάτι δυτικά, το τραπέζι ανατολικά. Πού την έβρισκε τόση δύναμη γριά γυναίκα;
Σπάνια είχε αναλαμπές ο παππούς. Συνήθως ήταν βυθισμένος στην άνοια, σε ύπνους δίχως όρια. Ένα ξερό κορμί που μέσα δεν είχε καθόλου παππού.
«Το πρόγευμα είναι έτοιμο», του φώναξε η γιαγιά.
Ξύπνησε, ξυρίστηκε, έβαλε το μπλε κοντό παντελόνι και την γκρίζα φανέλα που ο δήμος είχε επιβάλει για τους εργάτες συλλογής των κομίστρων για τις ομπρέλες και τις καρέκλες στις παραλίες. Δουλειά καλοκαιρινή που θα του απέφερε ένα σεβαστό ποσό για τη συνέχιση των σπουδών του. Επιπλέον, όπως του είπε φυσώντας του τον καπνό ενός χοντρού καφέ πούρου ο Τζώνης, ο χοντρός υπεύθυνος στον δήμο που τον εργοδότησε, θα είχε την ευκαιρία αν ήθελε να κάνει και το μακροβούτι του σαν τέλειωνε τη δουλειά. Έτσι, κατά τις οκτώ-εννιά το βράδυ, μετά από οκτώ ώρες στον πύρινο ήλιο, σαν τέλειωνε το μάζεμα των ομπρελών, τις καταμετρούσε, τις έκλεινε και τις τοποθετούσε στην ειδική αποθήκη στοιβαγμένες με τη σειρά, τις έδενε με το καραβόπανο, τις ασφάλιζε με τη χοντρή αλυσίδα και έκλεινε με τη διπλή αλυσίδα την πόρτα και άρχιζε μετά να κάνει το ίδιο για τις ψάθινες καρέκλες με το μεταλλικό τελείωμα, μάζεμα, στοίβαγμα, καταμέτρηση, καραβόπανο, κλείδωμα, διπλό κλείδωμα, θα μπορούσε να δροσίσει το κορμί του στη θάλασσα.
«Αν έχεις όρεξη», του είχε είπε ο Τζώνης.
Δεν είχε ποτέ όρεξη. Ούτε αυτός ούτε η μικρή Ουκρανή που είχε τον έλεγχο της υπόλοιπης παραλίας. Τις περισσότερες φορές τη βοηθούσε και αυτήν να τελειώσει τη δουλειά της, μάζευε της καρέκλες και τις στοίβαζε στη σειρά στη δική της αποθήκη, έκλεινε τη διπλή αλυσίδα με το καραβόπανο. Πώς άντεχε να κάνει τέτοια δουλειά τόσο μικρό κορίτσι.
Μια μέρα που την είδε που αναστέναζε και βούρκωσε έσκυψε και τη φίλησε. Εκεί μέσα στις κόκα κόλες και τα φαγωμένα πατατάκια και τη θάλασσα που ησύχαζε.
«Μην κοιτάς έτσι», του έλεγε αυτή. «Αντέχω. Στην Ουκρανία με τη μάνα μου ήταν χειρότερα, μας έβαζε η γιαγιά στα χωράφια, χειμώνα καλοκαίρι, μάζευα πατάτες, έσκαβα τον κήπο, σηκωνόμουν στις τέσσερις το πρωί στα χιόνια να πάω να πουλήσω τα λάχανα, εδώ τουλάχιστον έχει ήλιο, κοίτα πως έγιναν τα μαλλιά μου, δεν είναι ανάγκη να απλώνεις τις καρέκλες, πάμε να πιούμε κόκα κόλα. Δεν μιλάς πολύ, ε;»
Η βραδινή τους κόκα κόλα είχε γίνει ο τρόπος να τελειώνουν τη μέρα. Τα αναψυκτικά τα έφερνε πάντα η Ολένα. Ωραίες παγωμένες κόκα κόλες, σε ιδρωμένο γυάλινο μπουκάλι, όχι από εκείνες στα τενεκεδάκια τα ψεύτικα. Καμιά φορά έφερνε μαζί και κανένα κουτί πατατάκια, κάθονταν στην άκρη της παραλίας, δίπλα από τη δική της αποθήκη και ποτέ δεν δέχτηκε να της πληρώσει αυτός τα ποτά και τα τσιπς.
«Άσε μας», του έλεγε, σπρώχνοντας χαριτωμένα με το χέρι της το δεκάευρω. «Μπορώ να παίρνω ό,τι θέλω, έτσι είπε ο Τζώνης. Ακόμα και για σένα, το ξέρει. Σε λυπάται, ξέρεις, λέει πως είσαι καλό, φτωχό και εργατικό παιδί. Κι εμένα με λυπόταν στην αρχή», γελούσε η Ολένα κουνώντας στο φως της λάμπας τα ξασπρισμένα μαλλιά της.
«Αλήθεια σου αρέσουν; Ούτε στο πιο ακριβό κομμωτήριο θα γίνονταν έτσι, κοίτα μουστάκι!» του έλεγε βάζοντας τα μαλλιά της στα χείλη της, παίζοντας διαρκώς με τις μπούκλες της, βάζοντας τα μαλλιά της πάνω του, ρίχνοντάς τα στο στήθος του, μπλέκοντας μέσα τους τα χέρια του. Τα άσπρα ξανθά μαλλιά της Ολένας.
Κάποτε γινόταν σοβαρή και του μιλούσε για ώρες για τα περασμένα.
Ακόμα κι αυτός ο ήλιος, αυτές οι ώρες, το μάζεμα, όλα όλα όλα είναι καλύτερα από εκεί.
Μια μέρα που την είδε που αναστέναζε και βούρκωσε έσκυψε και τη φίλησε. Εκεί μέσα στις κόκα κόλες και τα φαγωμένα πατατάκια και τη θάλασσα που ησύχαζε.
Μόνο τα μαλλιά της τα είχε δέσει σε ένα μοβ λαστιχάκι εκείνο και τα επόμενα βράδια. Ύστερα από 3-4 μέρες τα άφησε πάλι στην πλάτη της, ξανθά και άσπρα και ανέμελα. Κοίτα, μουστάκι! του έλεγε, βάζοντας τα και πάλι πάνω του, ρίχνοντας τα στο στήθος του, μπλέκοντας τα μαλλιά της μέσα τα χέρια του. Τα άσπρα ξανθά μαλλιά της Ολένας.
Μια μέρα σταμάτησε να έρχεται. Έτσι απλά. Ο Τζώνης του μήνυσε να καλύψει για 1-2 μέρες και τις δικές της παραλίες. Σκοτώθηκε δυο μέρες να τρέχει πάνω κάτω για τα κόμιστρα, άσε το βράδυ που είχε να μαζέψει όλες εκείνες τις ομπρέλες και τις ψάθινες καρέκλες με μεταλλικά τελειώματα. Στοίβαγμα, καραβόπανο, κλείδωμα, διπλό κλείδωμα.
«Την έστειλε η μάνα της στο χωριό», του είπε ο Στέλιος.
Είχε πάρει τν θέση της Ολένας την τρίτη ημέρα. Πάνω που ο Βασίλης σκεφτόταν αν θα άντεχε να βγάλει τη μέρα και σήμερα.
Την έστειλε η μάνα της στη γιαγιά της. Έμεινε έγκυος. Ο χοντρός ο Τζώνης. Τα είχανε ψημένα στα κρυφά. Του έβαλε τελεσίγραφο η γυναίκα του που έχει άκρες στον δήμο. Τη δουλειά του θα έχανε, τα λεφτά του όλα. Τη φυγαδέψανε στη γιαγιά. Ολονύχτια πτήση στο Κίεβο. «Δεν μιλάς πολύ, ε;»
Εκείνη την μέρα ο ήλιος ήτανε πιο ζεστός από οποιαδήποτε άλλη μέρα. Δούλευε εντατικά με τους τουρίστες, τοποθετούσε ομπρέλες και άλλαζε καρέκλες, έκανε υπομονή με κάτι Ρώσους που δεν είχανε να του δώσουνε ψιλά, βοήθησε και μια γυναίκα που νόμισε πως έχασε στη θάλασσα τον γιο της. Το βράδυ δίπλωσε με προσοχή όλα τα πράγματα της δουλειάς του, τα φύλαξε, διπλοκλείδωσε και πήγε στο σπίτι της γιαγιάς.
«Δεν πεινάω», της είπε πριν τον ρωτήσει. «Είμαι κουρασμένος, καληνύχτα».
Η γιαγιά έμεινε να τον κοιτάζει με το πιάτο στα χέρια που ανέβαινε τη στενή σκάλα. Σε λίγο άκουσε τριξίματα, γδούπους, μετακίνηση.
«Αλλάζει το κρεβάτι», μουρμούρισε.
«Δεν θέλει πια να βλέπει τη θάλασσα», είπε ο παππούς λυπημένα.
Info
Η Κωνσταντία Σωτηρίου γεννήθηκε το 1975 στη Λευκωσία. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου και κάτοχος μεταπτυχιακού στην ιστορία της Μέσης Ανατολής από το Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ. Το μυθιστόρημά της Η Αϊσέ πάει διακοπές (Πατάκης) βραβεύτηκε με το Athens Prize for Literature, ήταν στη βραχεία λίστα των κρατικών βραβείων Κύπρου και στη βραχεία λίστα στην κατηγορία των πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων των βραβείων του περιοδικού «Ο Αναγνώστης» και του περιοδικού «Κλεψύδρα». Η νουβέλα της Φωνές από χώμα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.