Νέοι συγγραφείς έγραψαν αποκλειστικά για την Book Press ένα διήγημα με θέμα τη θάλασσα. Σήμερα, η Κατερίνα Παπαντωνίου.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
4.8. Τον γνώρισα πέρσι, τέλη Αυγούστου. Η ξερικιά δίπλα στο πρατήριο είχε δέσει καλά τα σύκα. Μεγάλα, χοντρόφλουδα, βασιλικά σύκα. Παραφύλαγα κάθε μεσημέρι, γύρω στις τρεις είναι η σωστή ώρα, σαν καψαλίζει ο αέρας η ξερικιά μοσχοβολάει, κάθομαι εκεί και τρώω τέσσερα πέντε τη φορά, τρώω και τα φλούδια και ύστερα βάζω στις τσέπες όσα χωράνε. Στη μάνα δεν αρέσουν, μόνο καΐσια θέλει. Και τον χειμώνα με ζαλίζει η μυρωδιά της ξερικιάς. Mοσχοβολάει ώσπου να ξεραθούν όλα τα φύλλα κι η μυρωδιά της γίνεται κεντρί με πετιμέζι και φαρμάκι. Τέλη Αυγούστου ήταν, καθόμουν πίσω από τον πάγκο, στο ταμείο, με τις τσέπες γεμάτες βασιλικά, δεν είχα προλάβει να τα βάλω στο ψυγείο. Μπήκε να πληρώσει τη βενζίνα, κι όπως μετρούσα τα ρέστα μού έπιασε τα δάχτυλα και ρώτησε, από πού είσαι. Κατάλαβα ότι θα ξανάρθει.
22.8. Σήμερα το μωρό δεν κλαίει. Τον είδα προχθές. Είχα βγει για να κόψω δυο τρία σύκα. Είδα το αυτοκίνητο, θυμήθηκα τον αριθμό και κρύφτηκα πίσω από ένα αγκάθι. Το αφεντικό έκανε πως δεν έβλεπε. Από τότε που μ΄ έδιωξε, δεν είναι θηλυκό, είπε στη μάνα, ούτε το πάτωμα σβαρνίζει ούτε τον πάγκο καθαρίζει, μια φορά την τσάκωσα να φτύνει τον πάγκο και να τον τρίβει με το μανίκι. Ντράπηκε να πει πως είχα βαρεθεί να πέφτω ανάσκελα κι ήθελε να φέρει άλλη στο πρατήριο. Τον είχα καταφέρει να φύγουμε, να περάσουμε τη μεγάλη θάλασσα, να πάμε απέναντι. Το αφεντικό έχει γερό αυτοκίνητο, ένα καινούργιο φορτηγάκι, στην καρότσα έχει στρώμα και κουβέρτες. Θα κατεβούμε, έλεγε, την Εγνατία κι από την Ηγουμενίτσα θα περάσουμε τη μεγάλη θάλασσα. Αδριατική τη λένε, τη βρήκα στον χάρτη. Είναι πιο σκούρα από τη δικιά μας, ο ήλιος δεν τη φωτίζει, θα είναι βαθιά. Μου είχε ζητήσει τα χαρτιά, τάχα, να δει αν είναι εντάξει για το ταξίδι. Τα έδειξα, όλα νόμιμα με σφραγίδες από τη Νομαρχία. Ήθελε να τα κλειδώσει, έλεγε, στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου μήπως και τα ξεχάσω όταν έρθει η ώρα να φύγουμε. Το κόλπο με τα χαρτιά κι άλλοι το κάνουν και αν αρνηθείς να τα δώσεις, σε διώχνουν.
Με πήρε και φύγαμε, πήγαμε βόλτα πάνω κάτω στην παραλία. Φτάσαμε στο μικρό λιμανάκι. Εκεί, ήταν ωραία. Πέντε έξι βάρκες και ένα πλεούμενο με πανί. Καθίσαμε στην καφετέρια σαν ζευγάρι. Το φεγγάρι είχε γύρει, ήπια τρεις μπύρες, εκείνος όσο κι αν έπινε δεν μέθαγε. Περάσαμε το βράδυ στην άμμο, με κράταγε αγκαλιά και μοσχοβόλαγε ολόκληρος αλμύρα.
6.10. Περιμένει η ξαδέρφη απέναντι, έλα ξαδέρφη, γράφει. Πάει στο πανεπιστήμιο, σπουδάζει για τα ξενοδοχεία και μένει σε ένα χωριό μακριά από τη θάλασσα. Μοντεριτζόνι το λένε, είκοσι σπίτια γύρω από ένα κάστρο. Είναι τυχερή, ξεγλίστρησε νωρίς από τη μάνα της. Ο πατέρας της ούτε που έδινε σημασία, μόνο για τα πρόβατα νοιάζεται. Θα πάω, να κόψει το γάλα και θα πάω. Θα δουλέψω στα ξενοδοχεία, εκεί έχει πάντα μεροκάματο, μυρμήγκια οι τουρίστες κι ας μην έχουν θάλασσα κοντά.
7.11. Πρώτη φορά γράφω ημερολόγιο. Δεν γράφω καλά και φοβάμαι μήπως και το βρει κανείς και κοροϊδεύει όπως κοροϊδεύουν για το όνομα, Εράντα, βεράντα, ράντα, χαζοφωνάζουν. Άρχισα να γράφω όταν έγινε ο σεισμός. Είχα ακουμπήσει το μωρό στην κούνια και πήγαινα να πλύνω τα μπακρατσούλια στον νεροχύτη. Το τζάμι μπροστά μου θόλωσε, κοίταξα έξω, κατακαλόκαιρο κι η θάλασσα αγριεμένη. Σείστηκε ο τόπος, λες κι ήμουν πάνω σε τροχό.
15.2. Όταν κοπεί το γάλα, θα αφήσω το μωρό και θα φύγω. Ας το βαφτίσει η μάνα. Θα περάσω τη μεγάλη θάλασσα όσο μεγάλη κι αν είναι. Αγοράζεις εισιτήριο, μπαίνεις σε ένα καράβι θηρίο κι έτσι περνάς απέναντι. Τον είδα χθες. Πήγαινα στο πρατήριο να αγοράσω μπύρες. Τον είδα να βγαίνει και ίσα που πρόλαβα να κρυφτώ πίσω από την ξερικιά. Περίμενα μέχρι να πέσει η ανάσα μου. Στην αρχή το αφεντικό δεν είπε τίποτε αλλά όπως έβγαζα τις μπύρες από το ψυγείο, λίγδα το ψυγείο από τότε που έφυγα, άρχισε τα λόγια. Σε ψάχνουν, είπε, ποιος ρώτησα χωρίς να σκεφτώ, ντι ντιβερλίγκα τ’ απόι*. Ποιος; Αυτός που πάει πάνω κάτω, εκείνος ο πλασιές με την άσπρη Φορντ. Μονάχα εδώ έχει βενζίνα, χαζογέλασε. Γι΄ αυτόν δεν έφυγες από εδώ; Τον κοίταξα. Δικό του είναι το μικρό ή δικό μου, ρώτησε.
9.3. Θα φύγω μόλις καλοκαιριάσει. Θα περάσω μόνη μου τη μεγάλη θάλασσα. Θα πω του αφεντικού ότι το μωρό είναι δικό του και θα το αφήσω. Τον είδα πάλι προχθές. Εννιά μήνες μαζί κι εννιά χώρια. Με γαργαλούσε στις μασχάλες, του άρεσε που δεν τις ξύριζα. Έτσι έλεγε. Δεν είσαι σαν τις άλλες, έλεγε. Δεν είμαι, του έλεγα. Δεν θέλω μωρά και μπακρατσούλια δικά μου, θέλω να πάω απέναντι. Θα πάμε, έλεγε. Ένα βράδυ πέρσι το καλοκαίρι, πήγαμε στο λούνα παρκ στην παραλία. Δεν μ΄ άρεσε. Είχε μαζευτεί κόσμος από τα χωριά, μας κοίταζαν, φαινόταν ότι αυτός ήταν από την πρωτεύουσα. Μόνο στα συγκρουόμενα μ’ άρεσε. Καθίσαμε στριμωχτά και κοίταζα συνέχεια τα μάτια του, λες και φόραγε μολύβι γύρω από τα μάτια. Με πήρε και φύγαμε, πήγαμε βόλτα πάνω κάτω στην παραλία. Φτάσαμε στο μικρό λιμανάκι. Εκεί, ήταν ωραία. Πέντε έξι βάρκες και ένα πλεούμενο με πανί. Καθίσαμε στην καφετέρια σαν ζευγάρι. Το φεγγάρι είχε γύρει, ήπια τρεις μπύρες, εκείνος όσο κι αν έπινε δεν μέθαγε. Περάσαμε το βράδυ στην άμμο, με κράταγε αγκαλιά και μοσχοβόλαγε ολόκληρος αλμύρα.
15.6. Η μάνα έφερε γάλα για το μωρό κι ένα πακέτο τσιγάρα για μένα. Να το αποκόψεις, είπε, να πας να δουλέψεις, δεν μπορώ άλλο να σφουγγίζω ξένους κώλους. Το αφεντικό θέλει να δώσετε λόγο, είπε καθώς πήγαινε προς την κουζίνα. Να περάσει το καλοκαίρι και θα πάω απέναντι. Θα περάσω μόνη μου τη μεγάλη θάλασσα κι ας είναι σκούρα και βαθιά.
* Θεσσαλικό ιδίωμα: αυτός που πηγαίνει περά δώθε.
Info
Η Κατερίνα Παπαντωνίου σπούδασε Νομικά στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και εργάζεται ως δικηγόρος. Έχει δημοσιεύσει πεζά σε λογοτεχνικά περιοδικά και διηγήματά της έχουν συμπεριληφθεί στους συλλογικούς τόμους Όλα είναι χάος (Πατάκης) και Ιστορίες Μπονζάι (Πλανόδιον). Το πρώτο της βιβλίο, η νουβέλα, Σκοτεινό ασανσέρ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος.