Νέοι συγγραφείς έγραψαν αποκλειστικά για την Book Press ένα διήγημα με θέμα τη θάλασσα. Σήμερα, η Λουκία Δέρβη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Στον Αλέξη της Πάρου
Στο Πίσω Λιβάδι έκανε μπάνιο καθημερινά εκείνη τη βδομάδα ο Μάνθος. Λιμανάκι φυσικό, στα αριστερά σκάφη και καΐκια δεμένα στον μόλο, βάρκες και φουσκωτά αγκυροβολημένα στον όρμο από τη δεξιά μεριά πριν τα ρηχά, στο μέσον παραλία με αμμουδιά σαν φυσική πισίνα με θέα, οριοθετημένη από τις σημαδούρες μπρος από τον φάρο. Παρότι η παραλία είχε πλάτη στον Βοριά, οι δυο λιμενοβραχίονες που πλαισίωναν τον κόλπο δημιουργούσαν ξανεμιά κι ο Μάνθος την προτιμούσε τις μέρες με Νοτιά. Εκεί αμολιόταν στις απλωτές. Αριστερά έφτανε ως τα θεόρατα σκάφη μπροστά από τις ψαροταβέρνες, την «Ωραία Πάρο» και το «Ρεμέτζο», το τουριστικό γραφείο, την μπουτίκ με τα φανταχτερά ρούχα, το μαγαζί με τα σουβενίρ και τον αυτοσχέδιο πάγκο της πλανόδιας πωλήτριας με τα φραγκόσυκα. Έδινε μετά μια δυνατή κλωτσιά με τα πόδια στο γλιστερό τσιμέντο του μόλου κάτω από το νερό και ωωωπ με δέκα απλωτές έφτανε στο μέσον του λιμανιού. Εκεί, από μακριά, παρακολουθούσε χωρίς ν’ ακούει την κίνηση στην αριστερή μεριά του λιμιώνα καταγράφοντας κάθε λεπτομέρεια σαν άνθρωπος που τίποτα δεν ήθελε να του ξεφύγει: τις κινήσεις όλων των περαστικών που έβλεπε, το ντύσιμο, τα χαρακτηριστικά, τη γλώσσα του σώματος, τις στειρωμένες αδέσποτες γάτες με το κομμένο αυτάκι που αφουγκράζονταν κι αυτές τις διαθέσεις του κόσμου της αδιάκοπης αυτής περατζάδας, χορτάτες και μαχμουρλούδες έτοιμες να τους κουτσομπολέψουν.
Κάποια στιγμή βαριόταν πια. Έδινε τότε μια και σκάτζαρε μεριά, βρισκόταν με άλλες δέκα απλωτές στα δεξιά του λιμανιού, εκεί που έπλεαν οι αγριόπαπιες. Έκανε γούστο το γνωστό ζευγαράκι, την καφέ με το πορτοκαλί ράμφος, τη θηλυκιά, μπροστά, και τον άσπρο με το καστανόχρωμο στήθος και το πράσινο κεφάλι, τον αρσενικό, ντροπαλό και μαζεμένο πίσω της. Κι αν μπορούσε, έτσι όπως ήταν μέσα στο νερό, θα γελούσε δυνατά βλέποντάς τες ν’ ανεβαίνουν –εκείνην πρώτη– τα σκαλάκια του «Αντάτζιο» στη μέση της παραλίας σαν κανονική πελάτισσα κουνιστή και λυγιστή κι αυτόν ένα βήμα πίσω της. Αν μπορούσε θα γελούσε ο Μάνθος επειδή γνώριζε πλέον αυτούς τους δυο ακαταμάχητους ζητιάνους που τέντωναν τον λαιμό και πηδούσαν ψηλά αρπάζοντας με το ράμφος ένα μπισκότο, λίγα φιστίκια ή –ακόμα καλύτερα– ένα μπαστουνάκι αγγούρι.
Μούλιαζαν κάποια στιγμή τα δάχτυλά του κι έβγαινε στην ακτή. Καθόταν κάτω απ’ το αρμυρίκι του, το ίδιο όλη τη βδομάδα, αυτό που κανείς δεν καταδεχόταν, το κοντό και γερασμένο στο τέρμα αριστερά του γιαλού. Πάντως, τη δουλειά του την έκανε το δεντράκι: ίσκιο για τρεις ανθρώπους που τον απολάμβανε μόνος του ο Μάνθος. Ωραίο αγόρι ήταν, εντυπωσιακό, είχε αθλητικό κορμί, μακριά καστανά μαλλιά πιασμένα με λαστιχάκι και φορούσε γυαλιά ηλίου με μπλε καθρέφτη σαν να ήθελε μ’ αυτόν τον τρόπο να κρύψει το βλέμμα του.
Από μακριά χάζευε κάθε μέρα τους ψαράδες που μπάλωναν τα δίχτυα τους μπρος στον «Σπύρο», το μεγάλο ασπρογάλανο ψαροκάικο με το ελληνικό φλάμπουρο. Πέντε μελαψά αγόρια κάθονταν στη σειρά ο ένας δίπλα στον άλλον στον μόλο με τα ψάθινα καπέλα, τα κοντομάνικα και τα σορτσάκια τους, κι είχαν πάνω στα γυμνά σταυρωμένα πόδια το μέρος του διχτυού που έραβαν ενώ το υπόλοιπο δίχτυ απλωνόταν σαν κίτρινη θάλασσα δίπλα τους.
Παραδίπλα άλλος Θεός. Μεγάλα ιστιοφόρα και ταχύπλοα δίπλα σε ξύλινες βάρκες, ένα ρυμουλκό λιμένος και δυο μικρά ποστάλια που διαφήμιζαν με κόκκινα γράμματα στο ακρόπρωρο πως μετέφεραν καθημερινά επιβάτες στο Κουφονήσι, τη Μύκονο και τη Σαντορίνη.
Ένα κοριτσάκι πέρασε από μπροστά του στην αμμουδιά κι ο Μάνθος το ακολούθησε με τη ματιά του. Φορούσε ένα ροζ πάνινο καπέλο με την εικόνα του Μίκυ και μόνο το κάτω μέρος ενός κίτρινου μαγιό με κορδονάκια στο πλάι. Στο χέρι κρατούσε ένα μισοσπασμένο κουβαδάκι κι έτρεχε χαρούμενο προς τις δυο αγριόπαπιες που κατέβαιναν τις σκαλίτσες του «Αντάτζιο». Μόλις το είδαν πέταξαν φοβισμένες μακριά.
Σε λίγο έπρεπε να φύγει, η κόρη της θα είχε γυρίσει. Μπορεί να ξανάβλεπε τον ξένο την επόμενη μέρα, μπορεί και όχι. Κυριακή η επομένη, οι περισσότεροι τουρίστες έφευγαν, τη Δευτέρα ερχόταν η επόμενη φουρνιά.
Ο ηλικιωμένος αλλά κοτσονάτος άντρας με το πολύχρωμο μαγιό βούτηξε λίγο παραπέρα, έβγαλε μια πλαστική σακούλα από τη θάλασσα και την πέταξε με οργή στον πράσινο κάδο απορριμμάτων.
Η λεπτοκαμωμένη ξανθιά που χάιδευε συνεχώς τις γάμπες της κοιτούσε έναν γλάρο καθισμένο επάνω στην καμπίνα της μηχανής της μικρότερης βαρκούλας στο λιμάνι. Βαμμένη σκούρο μπλε η καμπίνα, άσπρο το σκαρί και με χοντρά μαύρα γράμματα γραμμένο το μεγαλοπρεπές όνομά της που υποδήλωνε το χιούμορ του νονού της: «Μάξιμος».
Όλους τους είχε δει ο Μάνθος, τίποτα δεν ήθελε να του ξεφύγει, ούτε οι γονείς που μάλωναν στην ακρογιαλιά το αγοράκι τους χειρονομώντας του έντονα, ούτε τα ρυθμικά λικνίσματα της κοπέλας στο «Αντάτζιο» με την πορτοκαλί μπαντάνα στο κεφάλι, ούτε το ασταμάτητο πήγαινε-έλα των ηλιοκαμένων τουριστών πάνω στα νοικιασμένα μηχανάκια τους.
Μόνο τη Ράνια δεν μπορούσε να δει που στεκόταν πίσω του στα δέκα μέτρα, δίπλα στον πάγκο της με τα φραγκόσυκα. Όπου κοιτούσε αυτός κοιτούσε κι εκείνη με τα αεικίνητα μαύρα της μάτια και το φιλοπερίεργο βλέμμα που έπεφτε πάνω του κάθε τόσο σαν να ήθελε να μάθει τις σκέψεις του. Είχε και το τικ να σμίγει τα φρύδια όταν απορούσε με κάποιον ή κάτι κι ενώ το ήξερε δεν μπορούσε να κόψει αυτή τη συνήθεια που πρόδιδε την κατάστασή της.
Έτσι και την προηγούμενη μέρα. Τρία ευρώ είχε ζητήσει του Μάνθου για τα φραγκόσυκα που είχε διαλέξει. Τα είχε καθαρίσει η ίδια με το χοντρό της γάντι αφαιρώντας τις γουρουνότριχες και τα είχε τοποθετήσει το ένα πάνω στο άλλο σε ένα άσπρο πλαστικό πιάτο. Ο Μάνθος της έδωσε ένα χαρτονόμισμα των είκοσι ευρώ κι εκείνη μέσα απ’ τα δόντια της τον ρώτησε αν είχε ψιλά. Δεν είχε σηκώσει ακόμη το κεφάλι να δει πως την κοιτούσε στο στόμα ενώ έστριβε την παλάμη του κρατώντας τον δείκτη και τον αντίχειρα σηκωμένους. Μετά έκανε κι άλλη κίνηση στη νοηματική. Η Ράνια κατάλαβε. Του χαμογέλασε κάνοντάς του νόημα πως δεν πείραζε και του έδωσε τα ρέστα. Έμεινε ώρα να τον κοιτάει καθώς απομακρυνόταν μασουλώντας το φρούτο μέχρι που μια τουρίστρια πλησίασε τον πάγκο της.
Σμίγοντας τα φρύδια τον κοιτούσε κι εκείνη τη μέρα κι ακολουθούσε το βλέμμα του όσο μπορούσε. Τι να σκεφτόταν; Ήταν όντως Έλληνας όπως φαινόταν; Είχε γονείς, κολλητούς, κορίτσι; Είχε μιλήσει ποτέ; Είχε ακούσει κρωξίματα γλάρων, παφλασμό κυμάτων, το κλάμα ενός μωρού που φοβάται να μπει στη θάλασσα, είχε ακούσει ποτέ μουσική μελωδία, τα γέλια των παιδιών που παίζουν στην παραλία, τον ήχο της θάλασσας σ’ ένα κοχύλι;
Σε λίγο έπρεπε να φύγει, η κόρη της θα είχε γυρίσει. Μπορεί να ξανάβλεπε τον ξένο την επόμενη μέρα, μπορεί και όχι. Κυριακή η επομένη, οι περισσότεροι τουρίστες έφευγαν, τη Δευτέρα ερχόταν η επόμενη φουρνιά.
Περπάτησε μέχρι το ψαροκάικο κρατώντας το πλαστικό πιάτο με τα λίγα φραγκόσυκα που είχαν απομείνει απούλητα και τα πρόσφερε στους νεαρούς ψαράδες όπως έκανε σχεδόν κάθε μέρα. Την ευχαρίστησαν στη γλώσσα τους και πρόλαβε να τους δει ν’ αφήνουν κάτω τα δίχτυα πριν μοιράσουν τα φρούτα μεταξύ τους.
Τότε την είδε ο Μάνθος. Περπατούσε στο μόλο ξυπόλητη και κρατούσε στο χέρι το μαύρο τσαντάκι με την είσπραξη της ημέρας. Πίσω της, προς το άνοιγμα της θάλασσας, μακριά στον ορίζοντα αχνοφαινόταν ένα νησί, αναρωτιόταν ο Μάνθος αν ήταν η Ίος κι αν ήταν κι εκεί τόσο ωραία.
Info
Η Λουκία Δέρβη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1972. Το τελευταίο της βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων Αλλού, στο πουθενά, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μελάνι.