Nέοι συγγραφείς έγραψαν αποκλειστικά για την Book Press ένα διήγημα με θέμα τη θάλασσα. Σήμερα, ο Παναγιώτης Κεχαγιάς.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Το λεωφορείο αγκομαχάει στην ανηφόρα τρέμοντας πάνω στις παμπάλαιες αναρτήσεις του. Είναι από τα παλιά, έχει εκείνα τα παράθυρα που ανοίγουν προς τα κάτω, και τασάκι στο κάθισμα. Η θέση μου είναι προς τα πίσω και βλέπω τον αέρα να μπαίνει και να ανακατεύει τα μαλλιά των λιγοστών επιβατών. Τα κεφάλια τους κουνιούνται συγχρονισμένα σε κάθε στροφή, σε κάθε τράνταγμα. Πού και πού νιώθω την κίνηση των γραναζιών όταν αλλάζουν οι ταχύτητες. Έξω απ’ τα παράθυρα, μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι, η πεδιάδα κυλάει μέχρι τον ορίζοντα και διακόπτεται εδώ κι εκεί μόνο απ’ τα χαμηλά βουνά που ακόμη δεν έχουν καινούργια ονόματα, αν και οι περισσότεροι πιστεύουν ότι πρέπει να κρατήσουμε τα παλιά. Παίρνουμε την τελευταία στροφή. Το λεωφορείο σταματάει στο πάρκινγκ με ένα ξεφύσημα των φρένων. Ο οδηγός φωνάζει, Τέρμα, και σβήνει τη μηχανή. Παίρνω την τσάντα και κατεβαίνω. Ο άνεμος εδώ πάνω είναι πιο δυνατός, αλλά κάτι λείπει. Ένας άντρας με σιέλ πουκάμισο με πλησιάζει φορτωμένος καρτ-ποστάλ, κομπολόγια με γαλάζιες χάντρες, ξύλινους γλάρους βαμμένους λευκούς με μαύρες τις άκρες των απλωμένων φτερών τους. Του δίνω λίγα χρήματα. Μου δίνει τέσσερις καρτ-ποστάλ κι ένα κομπολόι. Τα βάζω στην τσάντα μου και συνεχίζω. Δεν έρχονται πολλοί μέχρι εδώ, τουλάχιστον όχι ακόμα, παρότι όσοι το κάνουν λένε μετά ότι δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Καμία απολύτως αμφιβολία. Στο τέλος του πάρκινγκ ξεκινάει ένα μονοπάτι με σκαλοπάτια κομμένα στην πέτρα, που σκαρφαλώνει ακόμη πιο ψηλά, προς την κορυφή. Οι υπόλοιποι επιβάτες έχουν ήδη ξεκινήσει την ανάβαση. Είχα κι εγώ τις δικές μου αμφιβολίες, αλλά τις πέρασα σε ένα κομμάτι σύρμα τη μια δίπλα στην άλλη, κι ανάμεσά τους, εδώ κι εκεί, έβαλα τα μικρά, ακατέργαστα μαργαριτάρια της ελπίδας: ότι θα έβρισκα εδώ κάτι από τον αδελφό μου, ή την ηχώ του, ή το χνάρι που μένει πάνω στη θάλασσα τρεις μέρες μετά το πέρασμα του πλοίου, ή εννιά χρόνια μετά, μια μέρα σαν τη σημερινή, που συμπληρώνονται εννιά χρόνια από το θάνατό του.
Ξεκινάω κι εγώ ν’ ανεβαίνω το μονοπάτι πίσω απ’ τους υπόλοιπους. Στα αριστερά μου υψώνονται σπασμένοι βράχοι, ξερή γη, κίτρινα χορτάρια μαραμένα απ’ τον ήλιο. Στα δεξιά μου μια ξερολιθιά με χωρίζει από έναν γκρεμό εκατοντάδων μέτρων που φτάνει μέχρι κάτω στην πεδιάδα, ήδη χαραγμένη από σποραδικά συμπλέγματα τετραγώνων και ορθογωνίων.
Είν’ η ψυχή μου συχνά ένα καΐκι που αρμενίζει στο βυθό, εκεί που πλέον κατοικεί ο αδελφός μου. Το καΐκι αυτό – μα πώς το λέγαμε, αυτό με τα πολλά κατάρτια, τα πανιά, πόσα καταστρώματα –τέσσερα; έξι; εννιά;– μαζί με τη θάλασσα χάθηκαν και οι λέξεις που την τύλιγαν σαν μεταξωτό πέπλο, και τώρα μας έχουν απομείνει μόνο ξέφτια: καΐκι, κύμα, βυθός.
(μα πώς λέγαμε τον βυθό που παραμονεύει κάτω απ’ τον βυθό;)
Τα καινούργια χωράφια έχουν ήδη μοιραστεί. Έγιναν οι απαραίτητες αιτήσεις, οι απαραίτητες κληρώσεις, και οι θαρραλέοι ή οι τρελοί έχουν ήδη θερίσει τις πρώτες σοδειές. Πάντως, οι περισσότεροι δεν βγαίνουν έξω από τα παλιά όρια, και κάθε καλοκαίρι επισκέπτονται τις πρώην παραλίες, φοράνε τα μαγιό τους και τρώνε παγωτά. Οι κοπέλες πιέζουν τα βαμμένα νύχια των ποδιών τους μέσα στην άμμο που πρέπει κάθε χρόνο να αναπληρώνεται. Κάποιοι λένε ότι αν τη νύχτα πέσεις να κοιμηθείς στην παραλία ακούς εκεί, στο απροσδιόριστο σύνορο μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, τα κύματα να σκάνε απαλά πάνω στην άμμο. Πιστεύουν επίσης ότι η θάλασσα θα επιστρέψει το ίδιο ξαφνικά όπως έφυγε, ότι θα έρθει με επικεφαλής ένα γιγάντιο κύμα που θα γεμίσει και πάλι όλα όσα ήταν δικά της, κι ακόμα παραπάνω.
Μετά από λίγη ώρα φτάνω στην κορυφή. Εκεί, στην άκρη, βρίσκονται τα ερείπια του αρχοντικού. Του αρχοντικού που μέχρι πρότινος ήταν η θάλασσα, γιατί είναι αδιαμφισβήτητο, όταν το επισκεφτείς και περπατήσεις, όπως εγώ, από δωμάτιο σε δωμάτιο, και καθίσεις για λίγο στη σκεπαστή βεράντα του, ότι το αρχοντικό είναι ταυτόχρονα η δομή και το εύρος του μεγαλείου του. Είναι ταυτόχρονα ολόκληρη η θάλασσα και αυτό που έχει απομείνει από τη θάλασσα. Είναι ταυτόχρονα και το κτίσμα και τα ερείπιά του.
Η δίφυλλη πόρτα της εισόδου μοιάζει με τις πόρτες των αρχοντικών στην Άνδρο ή την Ύδρα. Μπαίνουμε μέσα χωρίς να ξέρουμε τι να περιμένουμε. Με ποιο τρόπο δηλαδή θα επιβεβαιωθεί η υπόσταση του κτιρίου. Κανείς δεν μιλάει, κανείς δεν γελάει, ίσως γιατί κανείς δεν νιώθει την παραμικρή αμηχανία. Μόνο μια ανακούφιση, το ίδιο αίσθημα που νιώθαμε όταν βουλιάζαμε σε δροσερά νερά. Μια γυναίκα που στο λεωφορείο καθόταν λίγο πιο μπροστά περπατάει δίπλα μου. Περνάμε μαζί από την αίθουσα χορού στο σαλόνι και μπαίνουμε στο διάδρομο που οδηγεί στην κουζίνα. Δεν μπορώ να πω αν είμαι εγώ αυτός που την ακολουθεί, ή αυτή εμένα. Μια πόρτα οδηγεί στην τραπεζαρία, κι από εκεί βγαίνουμε στη βεράντα που περιβάλλει το κτίσμα στις τρεις από τις τέσσερεις πλευρές του. Τερατόμορφες καρυάτιδες στηρίζουν σε τακτά διαστήματα τη στέγη, μία για καθένα από τα βουνά που ήταν μέχρι πρότινος τα νησιά του Αιγαίου Ωκεανού. Η γυναίκα περπατάει μέσα από μια συστοιχία ηλιαχτίδων που σαν λόγχες πέφτουν λοξές ανάμεσα απ’ τα αγάλματα πάνω στις πέτρινες πλάκες. Φαίνεται να αποτελείται μόνο από μακριά πόδια, μακριά χέρια, και το ύφασμα του φορέματός της. Γύρω από το λαιμό της φωλιάζει ένα μακρύ μαντίλι, λευκό με γαλάζια σχέδια, που πάνω της μοιάζει με το πανί από κάποιο πανέμορφο, καινούργιο είδος πλοίου.
(πριν περάσουν πολλά χρόνια τα μαντίλια θα γίνουν μπεζ με πράσινα σχέδια)
Γυρίζει κάτι να κοιτάξει και ο ήλιος φωτίζει τα κατάμαυρα μαλλιά της που περιβάλλουν ένα πρόσωπο που θυμίζει μια σχεδόν ξεχασμένη, προσωπική μέθοδο ζωγραφικής. Τι να σκέφτεται αυτή τη στιγμή; Έχει έρθει εδώ αναζητώντας μια θαλασσινή ανάμνηση της εφηβείας της ή μήπως είναι από αυτούς που δεν είδαν ποτέ τους την ακλόνητη παραφροσύνη που έχει μια καλοκαιρινή καταιγίδα ενώ μαστιγώνει τη θάλασσα; Μήπως λαχταρούσε να νιώσει ξανά την προσμονή της δροσερής παλάμης της θάλασσας, την ώρα που τέντωνε το κορμί πριν βουτήξει μέσα στο γαλάζιο, το πράσινο, το γκρίζο – αλήθεια, ποιος θα μπορούσε τώρα να πει ποιο ήταν το πραγματικό της χρώμα;
Συνειδητοποιώ ότι το αρχοντικό είναι ταυτόχρονα η θάλασσα αλλά και κάτι που δεν της μοιάζει καθόλου, με τον ίδιο τρόπο που ένα πτηνό διαφέρει από έναν δεινόσαυρο. Ίσως να είναι το αποτέλεσμα αμέτρητων εξελικτικών βημάτων που, αν και φανερά, δεν τα αντιληφθήκαμε. Η θάλασσα, ειρηνική, ατλαντική, αμείλικτη, άλλαξε πίσω από τη γαλάζια μάσκα της που δεν ησύχαζε ποτέ, με τον ίδιο τρόπο που συνέβησαν όλα τα βήματα, τα προφανή βήματα, που μετέτρεψαν τον αδελφό μου σε μια πνιγμένη ανάμνηση. Εκ των υστέρων είναι σαφή, όλα αυτά που συνέβησαν. Θα μπορούσα να κάνω μια λίστα, ένα διάγραμμα, ένα χάρτη, ό,τι είναι απαραίτητο, αλλά δεν θα χρησίμευε σε κανέναν άλλον πέρα από μένα, τον αδελφό που έμεινε πίσω.
Έχω έρθει εδώ για να βρω τον αδελφό μου, δηλαδή την τελευταία κατοικία του αδελφού μου. Κι όμως ελπίζω να βρω εδώ τον αδελφό μου που ακολούθησε μέχρι το τέλος –το δικό του τέλος– ένα ναυάγιο, τότε που τα ναυάγια ήταν ακόμη στη δικαιοδοσία της θάλασσας.
Έχω έρθει εδώ για να βρω τον αδελφό μου, δηλαδή την τελευταία κατοικία του αδελφού μου. Κι όμως ελπίζω να βρω εδώ τον αδελφό μου που ακολούθησε μέχρι το τέλος –το δικό του τέλος– ένα ναυάγιο, τότε που τα ναυάγια ήταν ακόμη στη δικαιοδοσία της θάλασσας.
Μέσα μου νιώθω σαν κύμα, δηλαδή σαν κύκλος που δεν γνωρίζει πώς να συμπληρώσει τον εαυτό του, και το μόνο που καταφέρνει είναι να καταρρέει σε ένα σπείρωμα φτιαγμένο από αφρό. Θα ’θελα να μπορέσω να τον ρωτήσω: Με ποιο τρόπο φτάνει κάποιος να απαρνηθεί την υπηκοότητα μιας απλής οικογένειας, ενός απλού σπιτιού, για να αυτομολήσει στον πιο παράδοξο τόπο που υπήρξε ποτέ; Πώς κάποιος επιλέγει να αφήσει πίσω του τους υπάκουους δρόμους, τις ήμερες πλατείες, τα πράα πάρκα, για τις αόρατες και αχαρτογράφητες λεωφόρους του Αιγαίου Ωκεανού; Τι ήταν αυτό που τον γοήτευε στις θάλασσες και τους ωκεανούς; Ίσως η απεραντοσύνη, που έχει εκλείψει εδώ και αιώνες από τις πεδιάδες και τα βουνά. Μια φορά μου είχε πει ότι η θάλασσα ήταν το μοναδικό μέρος στο οποίο αισθανόταν ασφαλής. Μακάρι τώρα να μπορούσα να του πω, καθώς στέκομαι ανάμεσα σε δύο αγάλματα που έχουν τη μορφή υποθαλάσσιων τρόμων, ότι δεν υπάρχει τίποτε πιο ανακριβές από τη μεταφορά της θάλασσας ως καταφυγίου. Σε παλαιότερες εποχές οι άνθρωποι πίστευαν ότι ο ιδανικός κόσμος ήταν ένας κόσμος χωρίς θάλασσα. Τώρα που τον έχουμε κατακτήσει, είν’ η ψυχή μου συχνά οι Πλάκες της Αμοργού, μια σύντομη πτήση μέσα απ’ τον χρυσό ουρανό, κι ένα μπλε βαθύ κι απαλό σαν χέρι τυλιγμένο σε μετάξι.
(η βουτιά στο νερό σαν λευκός εγκέφαλος που εκρήγνυται από την επιφάνεια προς τα κάτω)
Κάνω ένα βήμα και μετά άλλο ένα. Τα ακροδάχτυλά μου αγγίζουν σμιλεμένη πέτρα. Το μαντίλι έχει χαθεί πίσω από τη γωνία. Ο ήλιος πέφτει πάνω στα αγάλματα και ζωγραφίζει με σκιά στις πέτρινες πλάκες της βεράντας τα περιγράμματα τεράτων. Ψάχνω στα μυριάδες μάτια, ανάμεσα στα πλοκάμια, δίπλα στα βράγχια, να βρω, αν γίνεται, μια ηχώ, την τελευταία ανάσα του αδελφού μου. Είν’ η θάλασσα τώρα η άδεια κοίτη ενός γιγάντιου ποταμού, τώρα που η θάλασσα είναι μόνο χώμα και πατημένη γη. Είναι η θάλασσα τώρα σπασμένο βάζο, βυζί που στέρεψε από γάλα, είναι το Θερμαϊκό Πέλαγος θερμασμένο μέχρι το τέλος. Κι αν το νερό χάθηκε, και τώρα υπάρχει μόνο σαν τη γαλάζια ανάμνηση μιας ήρεμης έκτασης που πάνω της έσπαγε ο ήλιος, τη βαθυπράσινη ανάμνηση των διάφανων διαδρόμων της, τότε είμαι εγώ το πανί στο κατάρτι του αδελφού μου ή το αντίστροφο;
Τουλάχιστον όταν η πλώρη έσκιζε το κύμα, και σε αυτή τη διαίρεση –μισή θάλασσα, κι άλλη μισή– υπήρχαν στιγμές που νόμιζα ότι διέκρινα το πρόσωπο του αδελφού μου, ή το χέρι του, ή το ανοιχτό του στόμα, έλεγα στον εαυτό μου ότι ήταν από φόβο ή υπερβολική στοργή που δεν έσκυβα να τον φιλήσω, να τον τραβήξω πάνω στο σκαρί, και τον άφηνα στην αγκαλιά της ομορφότερης ερωμένης του κόσμου. Τώρα που ο Αιγαίος Ωκεανός είναι μόνο οι τριμμένες πέτρες ενός μισογκρεμισμένου αρχοντικού, είν’ η ψυχή μου συχνά το στενό πέρασμα που οδηγεί μέσα στο Κάστρο της Φολεγάνδρου, κι από εκεί στο ψηλό μπαλκόνι όπου ο κύριος Γκλας έγραψε μουσική, απ’ όπου μπορούσα να δω τον αδελφό μου να περιπλανιέται σε μια κατακόμβη κάτω από τις κατακόμβες, μόνος, αφού κάθε ναυάγιο έχει για πλήρωμα έναν και μόνο άνθρωπο: αυτόν που χάσαμε και τώρα νοσταλγούμε.
Και δεν έχουν άραγε τα κύματα το ίδιο σχήμα με τα ίσαλα των πλοίων; Δεν έχουν τα πλοία όσα καταστρώματα έχει ο Ιόνιος Ωκεανός, τόσο τα φανερά όσο και τα κρυμμένα, που κατεβαίνουν πανομοιότυπα ίσα μέχρι τα βάθη, αφού κάθε πλοίο στην πραγματικότητα δεν είναι πλοίο αλλά ένα ναυάγιο εν αναμονή, ή ένα αντικείμενο που κατοικεί στον διαρκή και ανεκπλήρωτο πόθο που ενώνει το πλοίο (το ιδανικό όνειρο του ναυαγού, πάντοτε γένους θηλυκού, ξανθό) με το ναυάγιο (το ιδανικό όνειρο του ναυτικού, πάντοτε γένους θηλυκού, μελαχρινό) – και δεν είναι ο αδελφός μου ένας απ’ αυτούς, ίσως ο μόνος, που υπέκυψε σ’ αυτόν τον μεγάλο ναυτικό πόθο;
Ένας απαλός άνεμος τρέχει κατά μήκος της βεράντας, σαν παιδί που παίζει μόνο. Πάνω στις λόγχες του ήλιου τώρα κρέμονται μακριές κουρτίνες από σωματίδια σκόνης που αστράφτουν χρυσές και αναδεύονται σαν φύκια σε διάφανο νερό. Είμαι μόνος. Ο αδελφός μου δεν είναι πουθενά. Θα μπορούσε βέβαια να κρύβεται σε κάποιο βαθύτερο, κρυφό επίπεδο του κτιρίου στο οποίο δεν έχω ακόμη πρόσβαση.
Για παράδειγμα, θα μπορούσε να είναι ακόμη στο Σαρακίνικο, εκεί που σκαρφαλώνουμε πάνω στη μακριά λευκή καμπύλη του βράχου, του ορατού γοφού μιας κρυμμένης πέτρινης γυναίκας. Τα υπόλοιπα παιδιά κάθονται στη σειρά σαν υδροβάτες, προκαλώντας το ένα το άλλο να βουτήξει απ’ τον ψηλό βράχο. Κάτω χαμηλά μας περιμένει το ημιδιαφανές γυαλί που περιβάλλει τη Μήλο. Ο αδελφός μου λέει, Έλα να βουτήξουμε, κι εγώ του λέω, Δεν μπορώ, είναι πολύ ψηλά. Μου λέει, Έλα να πέσουμε μαζί για να μη φοβάσαι, κι εγώ του λέω, Εντάξει, με το τρία. Μετράμε μαζί αλλά μόνο ένας πηδάει, και ουρλιάζει μέχρι να φτάσει κάτω. Η θάλασσα τον καταπίνει με έναν λευκό αναστεναγμό κι εγώ μένω στην άκρη του βράχου και τον περιμένω να φανεί. Γύρω μου τίποτε δεν αλλάζει, εκτός από τους χτύπους της καρδιάς μου που επιταχύνονται φοβισμένοι. Ο αδελφός μου δεν φαίνεται πουθενά. Περιμένω λίγο ακόμη αλλά τίποτε. Και ξέρω ότι δεν είναι ιδέα μου, γιατί αμέσως πριν βγει στην επιφάνεια, σε μια αδιανόητη απόσταση, κραυγάζοντας από ευτυχία, αφού έχω παραδώσει τον εαυτό μου σε μια ζωή στην οποία ο αδελφός μου έχει μόλις πνιγεί κι εγώ είμαι πια μοναχογιός, το κορίτσι που κάθεται δίπλα μου γυρίζει και με κοιτάζει με μια έκφραση τέλειου τρόμου.
Ο αδελφός μου θα μπορούσε να είναι ακόμη στον πυθμένα της πισίνας, όπου γυρνάει ανάσκελα και μένει εκεί να παρακολουθεί τα ακέφαλα σώματα από πάνω του. Εγώ είμαι ένα από αυτά τα σώματα. Πού και πού βάζω το κεφάλι στο νερό και κοιτάζω το λευκό σκουφάκι και τα γυαλιά κολύμβησης που μετριάζουν κάπως την έκσταση στο πρόσωπό του. Στο γυρισμό για το σπίτι τον ρωτάω και μου απαντά, Δεν ξέρω, καμιά φορά μου φαίνεται σαν μια παράσταση χορού από τον επόμενο κόσμο. Θέλω να τον ρωτήσω περισσότερα, αλλά γυρίζει και με κοιτάζει και μέσα στο μάτι του μπορώ να δω τα επίπεδα που πολλαπλασιάζονται σαν αόρατα πετράδια ανάμεσα σ’ αυτόν, εκεί στον πυθμένα της πισίνας, και σ’ εμάς που κολυμπάμε από πάνω του.
Θα μπορούσε να είναι ακόμη όρθιος στη μέση του σαλονιού μου, όταν με επισκέπτεται πριν το τελευταίο ταξίδι του. Τον φιλοξενώ για λίγες μέρες κι αυτός από μακρινός ναυτικός γίνεται ξανά ο αδελφός μου. Φοράει μόνο λευκά κοντομάνικα μπλουζάκια και τζην, χαμογελάει πολύ, δεν τρώει ποτέ κρέας, μόνο ψάρι. Στέκεται όρθιος στη μέση του σαλονιού και κοιτάζει έξω απ’ το παράθυρο τα δέντρα στην αυλή μου. Ο άνεμος περνάει μέσα απ’ τα κλαδιά και τα αναδεύει σε ρευστές τροχιές. Κάποιες φορές μοιάζουν με κύματα, θέλω να του πω, αλλά δεν το κάνω. Μου λέει, Μπορώ να έχω ένα ποτήρι νερό; Έπινε νερό με τον ίδιο τρόπο που οι άντρες μιας ηλικίας πίνουν ουίσκυ – με το ακριβές αντίθετο της αδιαφορίας. Η τελευταία εικόνα που έχω απ’ αυτόν είναι το εκτυφλωτικό λευκό απ’ το μπλουζάκι του καθώς στέκεται εκεί στο φως του ήλιου, με το πρόσωπό του σημαδεμένο από τις διαθλάσεις του ποτηριού, να πίνει νερό.
Πηγαίνω από δωμάτιο σε δωμάτιο ψάχνοντας την έξοδο. Πίσω μου, στη βεράντα, οι καρυάτιδες παρατηρούν από ψηλά το περασμένο τους βασίλειο, αλλά επιβλέπουν μόνες. Ο αδελφός μου δεν είναι πουθενά. Προσπαθώ να πνίξω την απόγνωσή μου. Γιατί τελικά μπορεί όλα τα πράγματα, τα μεγάλα και τα μικρά, να αρχίσουν να αποχωρούν από τον κόσμο, ίσως η θάλασσα να ήταν μόνο η πρώτη σε μια ατελείωτη σειρά επικείμενων αναχωρήσεων που θα γίνουν, σαν τη θάλασσα, μισογκρεμισμένα αρχοντικά ψηλά πάνω απ’ τις πεδιάδες. Κι ας ελπίσουμε λοιπόν ότι οι νεκροί –ή μόνο οι πνιγμένοι– λογίζονται ακόμη σαν τμήμα αυτού του κόσμου, κι ότι κάποια στιγμή και αυτοί θα αρχίσουν να αναχωρούν. Θα ήθελα ο αδελφός μου να είναι ανάμεσα στους πρώτους, και με κάποιο τρόπο να ειδοποιηθώ, για να ταξιδέψω μέχρι το αρχοντικό που θα έχει γίνει ο αδελφός μου, να ακουμπήσω την παλάμη μου στη δροσερή πέτρα του τοίχου – και να μείνω εκεί, ακίνητος, για όσο χρειαστεί.
Μα πρώτα απ’ όλα, τι ήταν στα αλήθεια η θάλασσα; Καθρέφτης του ουρανού και τη νύχτα θα ’πρεπε των άστρων,
(όμως ποτέ)
έλασμα της περιστροφικής κίνησης του κόσμου ή μόνο των ωκεανών, απέραντη λεωφόρος με στοιχισμένα εκατέρωθεν τα διάφανα λιοντάρια των κοντινών, απτών μας οριζόντων, κύλικας τεράτων ή μόνο χταποδιών, το πυκνό μέσο στο οποίο πετάνε τα άλλα πουλιά που εμείς ονομάζουμε ψάρια, ο δεύτερος οίκος του αδελφού μου, τα βάθη, τα βάθη, η αέναη πλέξη ενός φωτεινού, βαριού υφάσματος που σαν αιώνας όλο κι αναδεύεται, γεννήτρια τυφώνων, κυκλώνων, ή μια σκάλα που τυλίγεται γύρω από τον εαυτό της και δέχεται μόνο τα πλοία εκείνα που θέλουν να κατέβουν στον αχανή κάτω όροφο που ονομάζουμε
(άβυσσο, τη λέγαμε άβυσσο)
τον δεύτερο οίκο του αδελφού μου;
Info
Ο Παναγιώτης Κεχαγιάς γεννήθηκε το 1978 στην Αθήνα. Η Τελευταία Προειδοποίηση είναι το πρώτο του βιβλίο και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες.