Nέοι συγγραφείς έγραψαν αποκλειστικά για την Book Press ένα διήγημα με θέμα τη θάλασσα. Σήμερα, η Ούρσουλα Φωσκόλου.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Έπιασα δουλειά στου Ανέστη κοντά δυο χρόνια πριν, έναν Ιούνιο κρύο και βροχερό, που έμοιαζε με τελειώματα Οκτώβρη. Γύρω στις δέκα το πρωί έσπρωξα τη γυάλινη πόρτα και τον βρήκα να διαβάζει εφημερίδα σ’ ένα μικρό τραπέζι στο βάθος. Μπροστά του είχε έναν κρύο καφέ, κατάμαυρο σαν πίσσα, κι ένα τασάκι γεμάτο αποτσίγαρα. Του είπα πως ενδιαφερόμουν για τη θέση. Με κοίταξε απ’ την κορφή ως τα νύχια κι άρχισε τις ερωτήσεις. Δεν είχα εμπειρία από κουζίνα κι όμως φαίνεται πως κάτι επάνω μου τον έκανε να με λυπηθεί και να με πάρει δοκιμαστικά για δυο βδομάδες. Δεν θα πληρωνόμουν, αλλά μπορούσα, λέει, τα βράδια να παίρνω φαΐ για το σπίτι.
«Φύγε τώρα κι έλα πάλι το απόγευμα» μου είπε. «Θα σου δείξει ο Σταύρος την ψησταριά. Αν τα πάρεις εύκολα, έχει καλώς. Αν όχι, θα δω τι θα σε κάνω».
Τον ευχαρίστησα μ’ ένα αχνό χαμόγελο και του γύρισα την πλάτη. Δεν είχα προλάβει ν’ ανοίξω την πόρτα, όταν με ξαναφώναξε.
«Δε μου λες, για έλα εδώ μια στιγμή».
Έξυσε το πηγούνι του, ήπιε μια γουλιά καφέ κι έπειτα με κοίταξε στα μάτια.
«Πώς το τρως το σουβλάκι;»
«Παιδικό», είπα. Κι έπειτα, χαμηλόφωνα: «Από μικρός».
Οι δυο βδομάδες πέρασαν γρήγορα. Αποδείχτηκε πως ήμουν ικανός στο ψήσιμο κι ο Ανέστης κάθε φορά που μ’ έβλεπε, με χτυπούσε πειρακτικά στην πλάτη αναφωνώντας: «Το 'δατε ρε; Ο Ανέστης ποτέ δεν πέφτει έξω!».
Πράγματι. Αγάπησα τη δουλειά από την πρώτη κιόλας μέρα. Πλησίαζα το πρόσωπο στη μεγάλη, σαν τραπέζι, ψησταριά κι ήταν λες κι έβγαινα, καταμεσήμερο, στον καύσωνα. Μου θύμιζε το καλοκαίρι εκείνο, στην Αντίπαρο. Έπιανα στις παλάμες μου το κρέας, κι όπως το άφηνα επάνω στην καυτή πλάκα, άφριζε κι έφτανε ως τ’ αφτιά μου σαν κύμα που χαϊδεύει την αμμουδιά. Μ’ ένα χαμόγελο πλατύ, γλιστρούσα απ’ την κουζίνα ως το ταμείο κι έπειτα απ’ το ψυγείο μέχρι τον πάγκο με τις πίτες, σαν να κολυμπούσα στα νερά του Αιγαίου. Ήμουν ο μόνος που δεν παραπονιόταν σ’ εκείνο το ζεστό, κολλώδες μέρος, όπου όλοι καταριούνταν την ορθοστασία και τις παραξενιές των πελατών.
Δεν την ξαναείδα. Δεν ρώτησα ποτέ για κείνη ούτε την έψαξα. Την ιστορία μας δεν την εκμυστηρεύτηκα ούτε στους γονείς μου. Υπήρξε άραγε ή μόνο τη φαντάστηκα;
Μούσκεμα απ’ τον ιδρώτα, όρθιος μπροστά σε μια σειρά από ωμά σουβλάκια, σκεφτόμουν τους σπονδύλους στην πλάτη της Μαργαρίτας, διάστικτους απ’ το αλάτι της θάλασσας, τη μέρα που την πρωτοείδα. Δεκαεφτά χρόνων εγώ, εκείνη έκλεινε τα είκοσι. Ξαπλωμένη μπρούμυτα σε μια γαλάζια πετσέτα, χαμηλά, κοντά στην ακροθαλασσιά, άφηνε το κύμα να της βρέχει μόνο τα πέλματα. Την είχε πάρει ο ύπνος κάτω απ’ τον ήλιο και κάθε τόσο τιναζόταν ελαφρά. Είχα καθίσει μαλακά στην άμμο, βυθίζοντας με τόλμη το βλέμμα μου ανάμεσα στα πόδια της, που έμοιαζαν με ραβδάκια από ολόλευκο βούτυρο. Με το πηγούνι φωλιασμένο μες στα χέρια μου, αναρωτιόμουν τι να ονειρευόταν, ενώ την ίδια στιγμή φανταζόμουν το βούτυρο του κορμιού της να λιώνει από τη ζέστη και παχύρρευστο ν’ απλώνεται στα βότσαλα της παραλίας. Την ερωτεύτηκα πριν δω το πρόσωπό της.
Το ίδιο βράδυ, πήγαμε για σουβλάκι στην πλατεία. Παραγγείλαμε από ένα «παιδικό» και μοιραστήκαμε μια μπίρα. Μετά το φαγητό, την πήρα από το χέρι και κατεβήκαμε ως τη θάλασσα. Ξαπλώσαμε κοντά-κοντά στα βράχια και της ζήτησα να μου διηγηθεί το όνειρο που έβλεπε. Με δισταγμό αρχικά κι έπειτα με φωνή λίγο σπασμένη, άρχισε να μιλάει:
«Στο όνειρό μου ήταν απόγευμα. Μόνη και γυμνή στην αμμουδιά, μόλις που είχα βγει απ’ το νερό, όταν είδα μπροστά μου να αναδύεται ένα θεόρατο πλάσμα, σαν νησί. Με δυο μεγάλα πτερύγια, σαν υπερμεγέθη ανθοπέταλα και στόμα ανοιχτό, που έμοιαζε με είσοδο σπηλιάς. Παρότι πελώριο, το πλάσμα έτρεμε από φόβο. Τα μάτια του, δυο σκοτεινές κουμπότρυπες, ανέβλυζαν κόκκινο υγρό, άλικο σαν το αίμα. Απ’ το ανοιχτό του στόμα έβγαινε ένα φως ζεστό, λες και κάποιος είχε ανάψει στο βάθος ένα πορτατίφ. Έκανα μερικά βήματα προς τα εμπρός. Είδα τότε ότι η κοιλιά του πλάσματος ήταν ακριβώς όπως το σαλόνι του πατρικού μου σπιτιού: στη μια γωνιά βρισκόταν ο καναπές, δίπλα το γυάλινο τραπεζάκι με τα μπιμπελό, στον τοίχο κρεμόταν η θαλασσογραφία που είχε ζωγραφίσει η θεία Ρόζα. Η τηλεόραση, μια παλιά Γκρούντιχ, έδειχνε το βραδινό δελτίο ειδήσεων».
Σηκώθηκε, τότε, η Μαργαρίτα και πιάνοντάς με από το χέρι με ρώτησε αν ήθελα να το δω κι εγώ. Περπατήσαμε μαζί, ίσια, μέσα στη θάλασσα. Είχε μόλις αρχίσει να φυσά κι ένιωθα το δέρμα μου ν’ ανατριχιάζει. Την ακολούθησα με φλογισμένα μάγουλα από την επιθυμία, μέχρι που βυθιστήκαμε κι οι δυο στα σκοτεινά νερά. Δεν κολυμπούσαμε, παρά βαδίζαμε σε μια ευθεία. Εκείνη, μάλιστα, με υπέβλεπε με μια ελαφριά αμηχανία, λες κι έμπαινα, πράγματι, πρώτη φορά στο σπίτι της. Μείναμε ώρα πολλή βυθισμένοι εκεί, σαν να μας είχε πάρει ο ύπνος στα μαλακά μαξιλάρια ενός καναπέ. Όταν βγήκα στην ακτή, ήμουν μόνος.
Δεν την ξαναείδα. Δεν ρώτησα ποτέ για κείνη ούτε την έψαξα. Την ιστορία μας δεν την εκμυστηρεύτηκα ούτε στους γονείς μου. Υπήρξε άραγε ή μόνο τη φαντάστηκα; Πνίγηκε ή αποφάσισε να ζει για πάντα στην κοιλιά εκείνου του μυστήριου πλάσματος; Είναι στιγμές που σκέφτομαι πως θα βρεθεί ξανά εμπρός μου, απρόσμενα· έτσι όπως χώνει κανείς τα χέρια του ανάμεσα στα μαξιλάρια του καναπέ κι ανακαλύπτει ένα παλιό βραχιόλι, ένα ασημένιο νόμισμα ή το τηλεκοντρόλ. Με τα μαλλιά βρεγμένα, σαν να βγήκε μόλις απ’ τη θάλασσα, θα τη δω κάποιο απόβραδο να σπρώχνει τη γυάλινη πόρτα του μαγαζιού, να κάθεται στο ακριανό τραπέζι και να μου παραγγέλνει «ένα παιδικό».
Info
Η Ούρσουλα Φωσκόλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1986 και εργάζεται ως γραφίστρια. Είναι μόνιμη συνεργάτις του λογοτεχνικού περιοδικού Φρέαρ και επιμελείται τη σελίδα του στο διαδίκτυο. Το πρώτο της βιβλίο Το κήτος, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη.