Νέοι συγγραφείς έγραψαν αποκλειστικά για την Book Press ένα διήγημα με θέμα τη θάλασσα. Σήμερα, η Κάλλια Παπαδάκη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Της Λου.
Πριν από δυο βδομάδες, έπαψε να φοράει το βαφτιστικό του σταυρουδάκι. Μεγάλωσε, έκλεισε αισίως τα 52, όλα τα χρόνια με το πόδι στο γκάζι στην ανηφόρα. Τα μαλλιά του αραίωσαν στην κορυφή της κεφαλής, τα κιλά του παρέμειναν πάνω-κάτω τα ίδια, στο σύνολο 67.
Δεν πιστεύει, αλλά πηγαίνει τη θεία του την Αναστασία στη λειτουργία, κάθε δεύτερη Κυριακή. Μόνο αυτή του έχει μείνει, η μάνα του έφυγε σαν χθες, πριν από δύο χρόνια, ο πατέρας του κοντεύει να κλείσει δέκα καλοκαίρια. Δεν έμεινε κανείς να του καταλογίζει πως υπήρξε δύσκολο παιδί κι αγύριστο κεφάλι.
Μένει στο πατρικό του, στον Νέο Κόσμο, επέστρεψε μετά τον θάνατο της μάνας του, ήταν και πιο κοντά στο γραφείο, μπήκε σε έξοδα για την ανακαίνιση, χαλάλι, αλλιώς θα τα ‘τρωγε τα χρήματα η αγωνία του, πώς θα τα σώσει από τις επιδρομές του κράτους. Άμα δεν έχεις, τι θα δώσεις; Όσο έχεις, δίνεις, κι όσο δίνεις, σου ζητάνε.
Φέτος, πήρε κι έναν σκύλο κουτσό, τον βρήκε στο δρόμο, δυο στενά πιο κάτω από το σπίτι, έκλαιγε, τον λυπήθηκε, τι ένα, τι δυο στόματα να χάσκουν, καλύτερα, θα ‘χε και παρέα, θα έπαυε να σκέφτεται τη μάνα του στα τελευταία της, που ‘χε λιώσει σαν το κεράκι.
Χθες αργά, ήρθε ο πατέρας του από το πουθενά, επίσκεψη στο σπίτι. Κουβαλούσε μαζί του εκατό χιλιάρικα σε εικοσάευρα.
Τον στοίχειωνε η εικόνα της τα βράδια, ερχόταν και του γύρευε δανεικά για τα στριφώματα στις κουρτίνες, τα κουλουράκια της Τετάρτης και τις αγαθοεργίες της στη Φιλόπτωχο. Λες και τους έτρεχαν τα χρήματα από τα μπατζάκια. Δημόσιος υπάλληλος ήταν, με τρεις και εξήντα, κι εκείνη με μια σύνταξη που δεν φτουρούσε ούτε για τα φάρμακά της.
Χθες αργά, ήρθε ο πατέρας του από το πουθενά, επίσκεψη στο σπίτι. Κουβαλούσε μαζί του εκατό χιλιάρικα σε εικοσάευρα. Σκέφτηκε εκείνο το ταξίδι που δεν έκανε στην Ικαρία, το σαραβαλάκι του που αγκομαχούσε, το ταβερνάκι που πήγαινε φοιτητής στο Περιστέρι. «Είναι για τη μάνα σου», του είπε. «Τα λύτρα να την φέρεις πίσω. Δεν την αντέχουν στον Κάτω Κόσμο». Τα ακούμπησε στο τραπεζάκι κι όπως ήρθε μουλωχτά, έφυγε μέσα από τις ανοιχτές κουρτίνες.
Έμεινε με τα χρήματα όλη τη νύχτα, δεν ήταν λίγα τα εκατό χιλιάρικα για κάποιον που μετράει τ’ άστρα κι όλο λειψά τα βρίσκει. Κι αν γύριζε η μάνα του, θα έπρεπε να φύγει από το σπίτι; Κι ο σκύλος, θα την πείραζε ο σκύλος; Δεν αγαπούσε τα σκυλιά. Κι αν ήταν απόψε να ‘ρθει να τον γυρέψει, θα ‘πρεπε να σηκωθεί μεμιάς να στρώσει, να μαζέψει με την σκούπα όσα της είχε κρατημένα στις γωνίες, να της τα πει ένα χεράκι, να πάψει, γιατί θέλει επιτέλους η γειτονιά να ησυχάσει. Και πως θα ‘ρχόταν πάλι άρρωστη, μισή, θα του ‘παιρνε όποια ελπίδα, τα χρήματα, τον σκύλο.
Κι όλα αυτά για ένα σταυρουδάκι τόσο δα, επάργυρο, που κόπηκε η αλυσίδα του και χάθηκε στον πάτο, στο πρώτο του το μπάνιο, στην Ανάβυσσο.
Info
Η Κάλλια Παπαδάκη γεννήθηκε το 1978. Σπούδασε οικονομικά στις ΗΠΑ, στο Bard College και το Πανεπιστήμιο Brandeis. Το πρώτο της βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων Ο ήχος του ακάλυπτου (Πόλις) διακρίθηκε με το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού «Διαβάζω». Το τελευταίο της μυθιστόρημα Δενδρίτες (Πόλις), που εκδόθηκε στο πλαίσιο του ελληνογαλλικού προγράμματος ενίσχυσης συγγραφέων, μεταφραστών και εκδοτών του ελληνικού και του γαλλικού Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, τιμήθηκε με το βραβείο European Union Prize for Literature το 2017.