Νέοι συγγραφείς έγραψαν αποκλειστικά για την Book Press ένα διήγημα με θέμα τη θάλασσα. Σήμερα, ο Άκης Παπαντώνης.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Από το ντουλαπάκι του νοικιάρικου Φίατ βγάζει έναν χάρτη του νησιού, τον ξεδιπλώνει στη θέση του συνοδηγού, εκεί που θ’ άπλωνε εκείνη την πετσέτα της, εκεί που θ’ ακουμπούσε η γυμνή της μέση τυλιγμένη στην αλμύρα της θάλασσας και του ιδρώτα της, η αριστερή άκρη του χάρτη γλείφει το ταμπλό του αυτοκινήτου, εκεί που θ’ ακουμπούσε τα πόδια της μόνο και μόνο επειδή ήξερε πως τον ενοχλούσε κι εκείνος κοιτάζει τον χάρτη χωρίς να εστιάζει σε οποιοδήποτε σημείο του, κοιτάζει λες και το επίμονο βλέμμα του αρκεί για να του αποκαλυφθεί το στίγμα της, δε μπορεί, κάπου, κάτω από τον μεσημεριάτικο ήλιο, θα στέκεται και θα περιμένει· κι αν έκανε ωτοστόπ, κι αν γύρισε πίσω;
Ένας και μόνο δρόμος διατρέχει το νησί, μια ραχοκοκκαλιά βλογιοκομμένης ασφάλτου, με αποφυάδες τους στενούς παράδρομους που κατεβαίνουν ως τις παραλίες, βάζει μπροστά, ο ιμάντας της μηχανής σφυρίζει, ξεκινά προς Βορρά (πάντα προς Βορρά), πηγαίνει αργά, ορμάει από το κατεβασμένο παράθυρο μέσα ζεστός ο αέρας, δεν κοιτάζει μπροστά του, σαρώνει με το βλέμμα τις πλαγιές με τις χαμηλές ελιές μήπως τη δει, μερικά χιλιόμετρα πιο πέρα το τοπίο αλλάζει: ξερά φρύγανα και φαλακροί λόφοι, στο βάθος το νερό της θάλασσας συναντά το νερό του ουρανού, γυρίζει το βλέμμα στον σκονισμένο δρόμο, σανιδώνει το γκάζι, δεξιά κι αριστερά οι λόφοι σπαρμένοι αγκωνάρια, δόντια ενός τοπίου που βάλθηκε να την καταπιεί, τον καταβάλλει πανικός, κι αν χτύπησε, λιποθύμισε, έχασε τα λογικά της, κι αν βούτηξε στο νερό ευχόμενη να χτυπήσει, να λιποθυμίσει ή να χάσει τα λογικά της;
Το φέρρυ έρχεται και φεύγει δυο φορές τη μέρα, πρωί κι απόγευμα, λευκή κηλίδα στο μικρό λιμάνι, με τα αυτοκίνητα σιαμαία, με τον καταπέλτη κατεβασμένο, με βαλίτσες και δέματα παραταγμένα πίσω από το κίτρινο σκοινί, με τις μηχανές των φορτηγών αναμμένες, με μέτωπα ιδρωμένα, το φέρρυ δεν θα ξαναφανεί για ώρες, μια μύγα στριφογυρίζει μέσα στο μικρό Φίατ, γεύεται τον χάρτη με τα μπροστινά της πόδια όσο εκείνος στρίβει προς τη μοναδική παραλία που θυμάται να του αναφέρει εμφατικά, ένας πλαστικός κάδος με ανοιχτό καπάκι, πλαστικές σακούλες που λιώνουν και θροΐζουν, φρενάρει απότομα, δίχως να κοιτάξει τον καθρέφτη, λες και το πόδι κι ο λαιμός του αποσυνδέθηκαν από τον έλεγχό του, κοκαλώνει το Φίατ κι εκείνος βγάζει μια κραυγή φτιαγμένη από τις συλλαβές του ονόματός της. (Τα πάντα τα πνίγει η ζέστη).
Στην παραλία, βότσαλο απ’ άκρη σ’ άκρη κι ένα λοφάκι από φύκια εκεί που σκάει το κύμα, τρία κορίτσια με ολόσωμα μαγιό πασχίζουν να πετάξουν έναν γαλάζιο χαρταετό, από το αυτοκίνητο –στην σκιά μιας πρόχειρης καντίνας– τις κοιτάζει, τα μάτια του βλέπουν το πρόσωπό της στα πρόσωπα των κοριτσιών κι από τα τραπεζάκια της καντίνας, κάτω από ψάθινη ομπρέλα, τρεις άντρες μοιράζονται ένα καραφάκι ούζο έχοντας τα μάτια περισσότερο κλειστά παρά ανοιχτά, πόσο να περιμένει κανείς, μια μεσόκοπη γυναίκα περνάει δίπλα στο γλαρωμένο Φίατ, πλησιάζει το τραπέζι, οι τρεις άντρες της προσφέρουν καρέκλα, ο χαρταετός δεν λέει να σηκωθεί, από την καντίνα ο ζεστός αέρας φέρνει μια ψιθυριστή φωνή: «Τσακωθήκατε;»
Μία και μόνο ελληνική λέξη ξέρει, «ευχαριστώ», με το ρο φαγωμένο έτσι που η γλώσσα του ακουμπάει τον ουρανίσκο, βάζει μπροστά τη μηχανή, ο ιμάντας στριγγλίζει τη στιγμή που οι τρεις άντρες κατεβάζουν μια γουλιά ούζο, γυρνάνε ξαφνιασμένοι τα κεφάλια τους, ευχαριστώ κι ένα χαμόγελο, ο αέρας σπρώχνει τη σκόνη που σηκώνουν τα λάστιχα μέσα απ’ το ανοιχτό παράθυρο, οι άντρες έχουν βλέμμα έτοιμο για καβγά, τα παγάκια στο βαθύ πιατάκι κολυμπάνε στο νερό τους, τα κορίτσια έχουν παρατήσει τον χαρταετό εκεί που σκάει το κυματάκι ‒ δεν της μοιάζουν στο παραμικρό, στιγμή δεν της έμοιαζαν.
Στο λιμάνι, απέναντι από εκεί που δένει το φέρρυ γράφει «Αστυνομία», σε τρεις γλώσσες, αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, το απογευματινό φέρρυ δεν έχει φανεί ακόμα, κάποιος του κορνάρει να κάνει στην άκρη, κόρνα με ήχο βαθύ, πένθιμο, σαν τον ήχο του κινητού της που δεν λέει να σηκώσει, ο αστυνομικός στην είσοδο δεν μιλάει αγγλικά, γαλλικά ή γερμανικά, «ευχαριστώ» του λέει και προχωράει μέσα, το μικρό Φίατ –μηχανή αναμμένη, παράθυρα κατεβασμένα, ο χάρτης απλωμένος στο κάθισμά της– παρκαρισμένο όπως όπως, δίπλα του ουρά τα αυτοκίνητα, φορτωμένα περιμένουν το φέρρυ, οι οδηγοί ανάβουν και σβήνουν τσιγάρα και τα παιδιά σκαρφαλώνουν στα χαμηλά κάγκελα μήπως δουν πρώτα την άσπρη κουκίδα, εκείνος να ψάχνει στο κινητό του για μια φωτογραφία της που να μη χαμογελάει με τα μάτια κλειστά ή να μην κάνει αστείες γκριμάτσες.
...στα μπαλκονάκια των γύρω ενοικιαζόμενων κρέμονται πολύχρωμες πετσέτες με στάμπες από αλάτι και άμμο, λευκές πλαστικές καρέκλες γέρνουν κόντρα στους τοίχους, στο βάθος περνάει μια βάρκα, το κινητό του χτυπάει, μα αφού δεν είναι εκείνη δεν το σηκώνει...
Είναι λες και παίρνουμε μέρος σε αναπαράσταση αρχαίου δράματος, έτσι θέλει να του πει, μα του λέει «ευχαριστώ», με το ρο φαγωμένο, συνειδητοποιεί πως το όνομά της σημαίνει κρίνο στα λετονικά, το συνειδητοποιεί καθώς το φωνάζει ανάμεσα από τις ελιές που φυτρώνουν με αυθάδεια από το πλευρό της απότομης πλαγιάς, «Λιλίγια, Λιλίγια», ένα χαμηλό κλαδί του γδέρνει το γυμνό μπράτσο, μια μύγα προσγειώνεται για να θηλάσει στην πληγή, μπροστά του ο αστυνομικός κινείται με βήματα μικρά, αβέβαια, με το πηλίκιο στο ένα χέρι, ο ήλιος διαστέλλεται και το βαθύ πορτοκαλί φως κάνει τον αστυνομικό να μοιάζει διάφανος τη μια στιγμή, πυρακτωμένος την επόμενη.
Μέσα από το περιπολικό ο ασύρματος μιλάει μια γλώσσα σπαστή, παράσιτα και δυσπρόφερτες λέξεις, τον γυρίζουν στο δωμάτιό του, του λένε πως θα ψάξουν ξανά μόλις ξημερώσει, έχουν ειδοποιήσει και τους ψαράδες, κανείς δε χάνεται σ’ αυτό το νησί, έχει σκοτεινιάσει και το «ευχαριστώ» του ίσα που ακούγεται, στα μπαλκονάκια των γύρω ενοικιαζόμενων κρέμονται πολύχρωμες πετσέτες με στάμπες από αλάτι και άμμο, λευκές πλαστικές καρέκλες γέρνουν κόντρα στους τοίχους, στο βάθος περνάει μια βάρκα, το κινητό του χτυπάει, μα αφού δεν είναι εκείνη δεν το σηκώνει· όταν ησυχάζει το μικρό συγκρότημα, αφουγκράζεται τα ελαφριά βήματα των κοριτσιών στο επάνω δωμάτιο, τις βαριές ανάσες στο διπλανό, ένα καζανάκι που τρέχει, ένα πνιχτό γέλιο κι ύστερα ένα πολύ δυνατό (τίποτα που να τη θυμίζει).
Στον ύπνο του νερό της θάλασσας γεμίζει το δωμάτιο, αναβλύζει μέσα από τα πλακάκια, στους αρμούς, από τις μπρίζες στον τοίχο, τα γράμματα στον χάρτη που έχει απλώσει στο κομοδίνο ξεβάφουν σαν φτηνό μακιγιάζ, οι ανάσες του γίνονται ολοένα πιο κανονικές, ολοένα πιο βαθιές.
Info
Ο Άκης Παπαντώνης (Αθήνα, 1978) είναι Επικ. Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας· για το πρώτο του βιβλίο, τη νουβέλα Καρυότυπος (Κίχλη, 2014), τιμήθηκε με το βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Πεζογράφου 2015 του ηλεκτρονικού περιοδικού «Ο Αναγνώστης».