Σε αυτή τη στήλη αναρτώνται αδημοσίευτα ποιήματα σύγχρονων ελλήνων ποιητών. Δεύτερη ενότητα «Μνήμη, Κοινωνία, Ιστορία - στην ποίηση». Φιλοξενούμενος σήμερα ο Δημήτρης Λεοντζάκος.
Επιμέλεια: Γιώργος Αλισάνογλου
Έκτωρ
Το σώμα του ατιμώθηκε και σύρθηκε. Βάναυσα ως του πιο σκληρού, του πιο κακοτράχαλου θανάτου τα χώματα. Ήταν όμως και είναι της γλώσσας του και του λαού του ο πιο λαμπρός βασιλιάς. Ο αστραφτερότερος, ο κοφτερότερος όλων των νεκρικών χρησμών της. Ακόμη ζει και κυματίζει αλλόκοτος σαν μυθικό πτηνό, σαν κόνδορας αυστηρός ή σαν τυφλός μάντης, στα άκρη της γλώσσας αυτής. Μιας γλώσσας τεχνητής και ακατανόητης, αλλά και λαμπρής και παραδειγματικής. Ακόμη και για τους σημερινούς, τους δικούς μας, τους μακρυσμένους χρόνους. Μιας γλώσσας, που οι σκοτεινές, οι υδρόφιλες λέξεις του Ομήρου, την ίδια στιγμή που την μεταδίδουν, που την μεταβιβάζουν άσβηστη προς τους αιώνες, την ίδια εκείνη ακριβώς στιγμή, την αποκρύπτουν, την μετριάζουν, την υπονομεύουν, την αποσιωπούν. Η φωνή του είναι κάτι σαν αξίωμα, ένα αρχιμήδειο σημείο, που λάμπει ανύπαρκτο και κενό και μόνο. Γύρω του πλέκονται έπη και ποιήματα θεών και θνητών.
Δεν πέθανε από κανένα χέρι βάναυσου εχθρού. Όλη η βασιλική ζωή του ήταν ένα έργο δικό του. Έργο γραπτό. Που έγραφε, που έγραψε μεθοδικά σε όλου του βίου του τις ένδοξες μάχες.
Δεν πέθανε από κανένα χέρι βάναυσου εχθρού. Όλη η βασιλική ζωή του ήταν ένα έργο δικό του. Έργο γραπτό. Που έγραφε, που έγραψε μεθοδικά σε όλου του βίου του τις ένδοξες μάχες. Έπλεκε, έγραφε και έσβηνε τον θάνατο αυτόν. Και έκαμπτε, επέλεγε τις λέξεις που θα τον δελέαζαν. Διότι ο θάνατος πρέπει να δελεαστεί για να πιαστεί σε μιας ζωή την άκρη, την ακμή. Και έπλεξε, έστριψε, έκαμψε το σώμα του επίσης για να το δουν οι λέξεις και να ‘ρθουν. Το περιέλιξε γύρω από αυτές τις λέξεις. Παγίδεψε τις λέξεις εκεί. Εφηύρε το σώμα του αλλιώς, ένα ξένο σώμα, που θα έτεμνε, θα έπληττε το δικό του ακαριαία και κάθετα. Και κατευθείαν. Εκεί. Στον τράχηλο. Σαν δόρυ.
Έκτορας είναι αυτός που ειπώθηκε από εκεί. Από την τρύπα που άνοιξε με βία εκείνο το δόρυ εκεί. Άνθρωπος έκτοτε είναι αυτός που ειπώθηκε από εκεί. Απ’ το κάπα του Έκτορος.
Έκτοτε άνθρωπος είναι αυτό που εκφέρεται από εκείνο το δόρυ, καρφωμένο εκεί, στον τράχηλο. Που εκφέρεται από αυτό το ξένο σώμα. Που εκφέρεται από εκεί. Αυτός που εκφωνήθηκε από αυτό το λοξό, αστραφτερό κομμάτι μετάλλου. Που εκφωνήθηκε μελλοθάνατος. Γύρω απ’ το δόρυ αυτό, απ’ του κρύου εκείνου σίδερου την ακμή και από αυτό το αδύνατο στόμα. Γύρω από αυτήν την απάνθρωπη φωνή, γύρω από αυτήν την πληγή που τυλίχτηκε. Τυλίγεται η ποίηση και η γλώσσα του ανθρώπου άφωνη.
Αυτός που μιλά με αυτό το μαχαίρι σφηνωμένο στον τράχηλο. Από το δεύτερο, εκείνο το ξένο, το άλλο, το λοξό, το τεχνητό του στόμα. Εκεί. Λίγο πιο κάτω απ’ το κανονικό. Μια κρύα άδεια τρύπα. Έξω απ’ το στόμα του και μέσα στον λαιμό. Μια κόγχη.
Και έλαμψε και λάμπει εριστικός, αναρριχητικός, σαν εξωσκελετός της γλώσσας αυτής. Ακίνητος, κενός και σαν χρησμός θανάτου.
Ο Δημήτρης Λεοντζάκος γεννήθηκε στην Καβάλα το 1974. Σπούδασε μουσική. Ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Έχει εκδώσει τις συλλογές Κόμικ (Τα Τραμάκια, 2001), Η Κίρκη ξαφνικά (Μεταίχμιο, 2004), Κινέζικα (Νεφέλη, 2010), Τα σκυλιά του Ακταίωνα (Νεφέλη, 2014), Τίγρεις σε ενυδρείο (Σαιξπηρικόν, 2016), Το μάτι και η νύχτα (Νεφέλη, 2016). Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά, έχουν φιλοξενηθεί σε ανθολογίες και συλλογικές εκδόσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Εντός του 2017 θα εκδοθούν οι συλλογές του Τοπία Ξανά και Η Αγάπη σε έναν συλλογικό τόμο από τις εκδόσεις Νεφέλη.